Υπήρξε μακράν η πιο άσχημη του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ξεχώρισε με μία μόνο ατάκα που της δόθηκε μέσα στην πλειάδα των ηθοποιών-κολοσσών της ''Κάλπικης λίρας'' του Γιώργου Τζαβέλλα. Μετά την είδαμε ως υστερικιά θεία του Θανάση Βέγγου, γεροντοκόρη διψασμένη για έρωτα και συντηρητική γραμματέα. Δυστυχώς δεν την είδαμε ποτέ ως μέλος των θιάσων που γύριζαν στα βουνά τον καιρό της Αντίστασης.
Για τις αριστερές πεποιθήσεις της φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη Μακρόνησο, τον Άι- Στράτη και τα άλλα διαβόητα κολαστήρια. Δεν ήταν ετοιμόλογη σαν τη Βασιλειάδου, ούτε σκληρή σαν τη Νοταρά. Ποιος ξέρει αν της άρεσε κατά βάθος να υποδύεται πάντα την καρικατούρα, τη γυναίκα- αντροδιώκτη. Και γι' αυτό ίσως μέχρι το τέλος της να περιέφερε στους δρόμους της Αθήνας μια συμπαθητική τρέλα, ντυμένη αρχόντισσα περασμένων εποχών, απόμακρη και συνάμα γοητευτική, σαν ζωντανό κινούμενο μουσείο, σαν ηρωίδα του Γρηγορίου Ξενόπουλου και του Ανδρέα Εμπειρίκου, καρτούν technicolor της δεκαετίας του 1930, καλόκαρδη μάγισσα με ημίψηλο καπέλο πάνω σε νοερό σκουπόξυλο, αρχαιολογικό καλοδιατηρημένο εύρημα των Πυραμίδων της Αιγύπτου, υπερμεγέθες μπιμπελό που βγήκε απ' το σκονισμένο ντουλάπι της προγιαγιάς πια, φιγούρα που απόδρασε από εξώφυλλο δίσκου μιας swing μπάντας της Νέας Ορλεάνης.
Την Ταϋγέτη συνάντησα στον ηλεκτρικό της πλατείας Βικτωρίας- θα ήταν 1995 ή ΄96- ντυμένη στην τρίχα, βαμμένη και στολισμένη υπερβολικά σαν λατέρνα πλακιώτικων στενών. Κρατούσε ομπρέλα, κοιτούσε στην απόλυτη ευθεία με το κεφάλι ψηλά, όλο σνομπισμό για τους γύρω της και για τα εγκόσμια γενικότερα. Θυμάμαι παρ' όλα αυτά το ένα της πόδι μπανταρισμένο με βαμβάκι που προεξείχε και με σαγιονάρα. Στο άλλο φορούσε τακούνι. ''Γεια σας, κυρία Ταϋγέτη'' της είπα όλο ευγένεια κι αυτή απλώς γύρισε το κεφάλι, χαμογέλασε σαν νά 'χε ακούσει το μεγαλύτερο κομπλιμέντο κι απάντησε μ' ένα νεύμα.
Την παρακολούθησα να χάνεται προς την οδό Φυλής των οίκων ανοχής και των περιθωριακών στοιχείων. Αν δεν ήταν μεσημέρι, θα ορκιζόμουν πως την άκουσα να μονολογεί ολόκληρο το Ερωτικό κάλεσμα του Μενέλαου Λουντέμη ή αποσπάσματα από την Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου. Η Ταϋγέτη τότε τα είχε πατημένα τα ογδόντα.
Έζησε μέχρι το 2003 με τον θάνατο της να περνάει σχεδόν απαρατήρητος από τα δελτία ειδήσεων. Άλλοι την είπαν κωμικό που έφυγε πλήρης ημερών, άλλοι, ακόμη μία ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης και φανατική κομμουνίστρια, ενώ οι νεότεροι δεν ήξεραν καν ποια ήταν. Εγώ πάντως θα την έλεγα ξωτικό του μεσημεριού μου στο κέντρο της Αθήνας που πέρασε από δίπλα μου και δεν πρόλαβα έστω να το αγγίξω.
σχόλια