Από το Bookpress.gr
Tο σύντομο μυθιστόρημα του F. S. Fitzgerald έχει μεταφερθεί τέσσερις φορές στον κινηματογράφο και μια φορά στην τηλεόραση: κάθε εποχή (το 1926, το 1949, το 1974, το 2000, το 2013) έχει τον δικό της Gatsby. Ο Jay Gatsby γίνεται ξανά και ξανά η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου όπως αυτό προσλαμβάνεται και αναλύεται, άλλοτε ως αντικείμενο θάμβους, άλλοτε ως αντικείμενο κριτικής.
Η καινούργια εκδοχή του «Υπέροχου Gatsby» μετατοπίζει, νομίζω, το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος από τον δονκιχωτικό ήρωα σε μια ολόκληρη κοινωνική τάξη: η ταινία περιγράφει τον τρόπο ζωής των νεόπλουτων Αμερικανών μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και πριν από την οικονομική κρίση (του 1929). Αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη, όπου υπήρχε old money, δύσκαμπτη ταξική δομή και παράδοση, στις Ηνωμένες Πολιτείες η κοινωνική επιτυχία δεν συμβάδιζε, απαραιτήτως, με την προνομιακή ταξική καταγωγή: οι οικονομικές συνθήκες, η γεωγραφία, η πολιτική δημιούργησαν στη διάρκεια ενός αιώνα μια ευμεγέθη κοινωνική τάξη που κατείχε new money – πρόκειται άλλωστε για εκείνη την τάξη που αποτελεί επαναλαμβανόμενο θέμα στην μυθοπλασία του Henry James. Ο Baz Luhmann δείχνει να εμπνέεται από τον Henry James: ο Gatsby του είναι ένας νεόπλουτος που, όπως οι περισσότεροι νεόπλουτοι, ξοδεύει το χρήμα αλόγιστα, θεαματικά και κακόγουστα.
Υπάρχουν δυο τρόποι να δούμε σήμερα αυτή την ταινία: ο πρώτος σχετίζεται με την επανερμηνεία του μυθιστορήματος και του κεντρικού ήρωα – δεν είναι τυχαίο το ότι ο Baz Luhrmann ξοδεύει το χολιγουντιανό χρήμα όπως ο Gatsby. Ο δεύτερος τρόπος, όπως συμβαίνει πάντα στον κινηματογράφο –ένα παιχνίδι με καθρέφτες– σχετίζεται με την αντανάκλαση του εαυτού μας: το χολιγουντιανό αυτό προϊόν μας θυμίζει, μοιραία, την ελληνική νεόπλουτη τάξη που άρχισε να αναδύεται στη δεκαετία του 1980 – χωρικοί, απατεώνες, τυχοδιώκτες και τυχεροί που ελλείψει ταξικής και πολιτιστικής ρίζας ξόδευαν το χρήμα αλόγιστα, θεαματικά και κακόγουστα.
O Baz Luhrmann είναι σκηνοθέτης του μεγάλου θεάματος που έχει στο παθητικό του την «Αυστραλία», μια από τις χειρότερες ταινίες όλων των εποχών∙ παρ' όλ' αυτά, δεν του λείπει το όραμα. Εδώ, μέσα από το φανταχτερό υπερθέαμα μιας εποχής –annus mirabilis 1922– και ενός μυθικού τόπου –του Λονγκ Άιλαντ– κατασκευάζει έναν κόσμο καρναβαλιού, ένα freak show, ανατρέποντας το ρομαντικό κλίμα της ταινίας του 1974 (σε σενάριο F. F. Coppola και σκηνοθεσία Jack Clayton) και παραμορφώνοντας τον ήρωα του Fitzgerald που μοιάζει σήμερα υπερβολικά αθώος για να είναι πραγματικός. Στον «Υπέροχο Gatsby» του Luhrmann εμφανίζεται «πραγματικός» –ο νευρωτικός πρωταγωνιστής μιας αινιγματικής διαδρομής σ' έναν δεδομένο χώρο και χρόνο– ενώ τα όνειρά του παραμένουν τόσο φαντασματικά που παίρνουν διαστάσεις έμμονων ιδεών. Με λίγα λόγια, ο Gatsby που ερμηνεύει ο Leonardo di Caprio δεν είναι υπέροχος: βρίσκεται σε απόσταση από την πραγματικότητα όπως βρίσκεται σε απόσταση από την Daisy Buchanan – τους χωρίζει η θάλασσα, μια λωρίδα νερού. Κυρίως, τους χωρίζει η διαφορά ήθους, η διαφορά ψυχικών αξιών: ο Gatsby πιστεύει στον απόλυτο έρωτα∙ η Daisy δεν είναι παρά "a little fool", όπως εμμέσως ομολογεί. Αλλά, άνθρωποι σαν τον Gatsby –ευάλωτοι στη σαγήνη των παλαιόπλουτων– εξιδανικεύουν γυναίκες σαν την Daisy.
Αυτή η αισθηματική γεωγραφία –ο όρμος, το νησί, μια φωταγωγημένη έπαυλη– χωρίζουν τον νεόπλουτο Gatsby από τους παλαιόπλουτους Μπιουκάναν, από τους ανθρώπους που δεν έχασαν την αθωότητά τους εφόσον ποτέ δεν την είχαν. Ο Νick Carraway, που αφηγείται την ιστορία, ξεχωρίζει τον Gatsby από τον συρφετό της αργόσχολης τάξης «που σπάει ανθρώπους και πράγματα»: «είσαι καλύτερος απ' όλους αυτούς» του λέει ενώ ο Gatsby αποσύρεται βαθύτερα στις ψευδαισθήσεις του, στην άκαρπη προσπάθεια να αλλάξει το παρελθόν.
Η ταινία ακροβατεί: άλλοτε φαίνεται ένα τεχνολογικό επίτευγμα (η ψηφιακή κάμερα σαρώνει το θαλάσσιο πέρασμα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η κραιπάλη των σκηνικών και των χρωμάτων συνοδεύεται από εφέ), άλλοτε αποφεύγει τις ευκολίες – με τόλμη (για παράδειγμα το soundtrack που δεν είναι η αναμενόμενη τζαζ της εποχής αλλά περιέχει Lana del Rey, Jay Z, Amy Winehouse, Jack White και Beyoncé) αν και όχι πάντα με επιτυχία. Ο Luhrmann κλιμακώνει την ένταση σε βάρος του διφορούμενου και του ανείπωτου: ακόμα και τα πάρτυ στην έπαυλη του Gatsby είναι τόσο θορυβώδη, τόσο εξωφρενικά, που απωθούν έναν θεατή σαν εμένα – έναν θεατή που λατρεύει τα πάρτυ και που σπεύδει να διευκρινίσει «όχι τα πάρτυ σαν εκείνα του Gatsby». Νομίζω ότι η οριακά εφιαλτική ατμόσφαιρα του γλεντιού πρέπει να εγγραφεί στα θετικά σημεία της ταινίας. Ο Luhrmann αντιστέκεται στη γοητεία των roaring twenties, κυρίως επειδή είναι roaring (βρυχώνται) – και, κατά κάποιον τρόπο, φτιάχνει μια βρυχώμενη ταινία που ίσως έχει, εμμέσως, παιδαγωγικό περιεχόμενο: money can't buy you love.
Οι Αμερικανοί κριτικοί έκαναν λόγο για υπερβολική λάμψη σε βάρος της ουσίας∙ δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς – ωστόσο, δεν πρόκειται για την κενή λάμψη των blockbusters αλλά για μια κινηματογραφική φιλοσοφία που διαθέτει κάποιες αρετές. Μια απ' αυτές είναι μια ηθελημένη trashy αισθητική που νομίζω ότι εξυπηρετεί το επιχείρημα του Luhrmann στην περιγραφή των νεόπλουτων και των βρομοπλούσιων. Έτσι κι αλλιώς, γι' αυτή την ταινία όλες οι κριτικές –θετικές και αρνητικές– έχουν τα δίκια τους: πράγματι ο Luhrmann δεν είναι το σωστό πρόσωπο για να αποδώσει μια τόσο λεπταίσθητη ιστορία, έναν ήρωα τόσο φευγαλέο∙ από την άλλη πλευρά, αν παραμερίσουμε το λογοτεχνικό υλικό, μπορούμε να δούμε αυτόν τον «Υπέροχο Gatsby» σαν μια θεατρική, σχεδόν οπερατική γιορτή που τελειώνει με σπασμένους ανθρώπους και πράγματα. Όσο για τον Έλληνα θεατή της στιγμής, θα επιμείνω ότι μπορεί, αν αλλάξει το σκηνικό, να δει τρεις δεκαετίες βρυχώμενων ανθρώπων που σκορπούσαν χρήμα σπάζοντας ανθρώπους και πράγματα.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
σχόλια