Για δεκαετίες, βρισκόταν στις γκαλερί ελληνορωμαϊκών αρχαιοτήτων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης (ΜΕΤ) στη Νέα Υόρκη, σήμερα όμως έχει μεταφερθεί στο εισαγγελικό γραφείο του Μανχάταν. Πρόκειται για ένα αγγείο 2.300 ετών, ενός Έλληνα καλλιτέχνη, το οποίο κατασχέθηκε από το μουσείο χωρίς ιδιαίτερο θόρυβο την περασμένη εβδομάδα, καθώς υπάρχουν στοιχεία ότι είχε κλαπεί από τυμβωρύχους στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα των New York Times, οι ανακριτές εξέδωσαν ένταλμα στις 24 Ιουλίου, αφότου εξέτασαν φωτογραφίες και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που τους στάλθηκαν τον Μάιο από τον δρ. Χρήστο Τσιρογιάννη, αρχαιολόγο και ερευνητή διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Το μουσείο έκανε γνωστό πως έδωσε το αντικείμενο στους εισαγγελείς την επόμενη ημέρα, ενώ αναμένει ότι το αγγείο, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για ανάμειξη νερού και οίνου, θα επιστρέψει τελικά στην Ιταλία. «Το μουσείο εργάστηκε επιμελώς για να εξασφαλίσει μια δίκαιη επίλυση αυτού του ζητήματος», ανέφερε ο εκπρόσωπος του μουσείου, Kenneth Weine.
Το αγγείο, ζωγραφισμένο με ζωηρά χρώματα, απεικονίζει τον θεό Διόνυσο πάνω σε μια άμαξα που την τραβάει ένας Σάτυρος. Ειδικοί το χρονολογούν στο 360 π.Χ. και το αποδίδουν στον Έλληνα καλλιτέχνη Πύθωνα, ο οποίος θεωρείται ένας από τους δύο σημαντικότερους αγγειογράφους της εποχής του. Το ΜΕΤ είχε αγοράσει το αγγείο σε μία δημοπρασία του Sotheby's το 1989, για 90.000 δολάρια.
Σύμφωνα με τους New York Times, αν και η σπουδαιότητά του δεν αγγίζει εκείνη του κρατήρα του Ευφρονίου -ένα σημαντικό αγγείο που αφαιρέθηκε επίσης από το μουσείο ΜΕΤ το 2008 καθώς αποδείχθηκε προϊόν λαθρανασκαφής από την Ιταλία- το αγγείο του Πύθωνα θεωρείται ένα αξιοθαύμαστο διασωθέν αντικείμενο από μία εποχή που οι Έλληνες αποίκησαν στην Ποσειδωνία (Paestum) της Καμπανίας, νότια της Ρώμης, όπου ανήγειραν ναούς και δημιούργησαν έργα τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς.
Αξιωματούχοι του ΜΕΤ δήλωσαν πως, όπως και οι αξιωματούχοι της αστυνομίας, πιστεύουν ότι και τα δύο αγγεία (του Πύθωνα και ο κρατήρας του Ευφρονίου) πέρασαν από τα χέρια του Τζιάκομο Μέντιτσι, ενός 79χρονου Ιταλού εμπόρου τέχνης που είχε συλληφθεί το 1997 και καταδικαστεί το 2004 σχετικά με λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τους New York Times, ο Μέντιτσι αρνήθηκε κάθε εμπλοκή του με το πρόσφατα κατασχεθέν αγγείο. Παράλληλα, εκπρόσωπος του οίκου δημοπρασιών Sotheby's αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα εκείνου που τους προμήθευσε το αγγείο προς πώληση, επικαλούμενος θέματα ιδιωτικότητας, ωστόσο είπε πως ο οίκος δεν είχε γνώση κανενός προβλήματος σε σχέση με την προέλευση της αρχαιότητας όταν χειριζόταν την πώληση.
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης είχε δημοσιεύσει πρώτη φορά τις υποψίες του για το ότι το αγγείο είναι κλεμμένο, στο «The Journal of Art Crime» το 2014, ενώ τόνισε πως είχε στείλει τα σχετικά στοιχεία και στο ΜΕΤ.
Αλλά, όπως τόνισε σε μία συνέντευξή του, δεν είχε κάποια ανταπόκριση και την περασμένη άνοιξη, απογοητευμένος που δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, επικοινώνησε με έναν εισαγγελέα στο Μανχάταν, τον Matthew Bogdanos, που ειδικεύεται στο έγκλημα τέχνης. Τα στοιχεία που παρείχε περιελάμβαναν φωτογραφίες Polaroid, που λήφθηκαν μεταξύ 1972 και 1975, και είχαν κατασχεθεί από αποθήκες του Μέντιτσι το 1995. Σε αυτές, απεικονίζεται το αγγείο, ακόμα επικαλυμμένο με χώμα.
«Όταν έστειλα στην αμερικανική αστυνομία τις πληροφορίες, μου είπαν αμέσως ότι αυτό ήταν "μια σπουδαία υπόθεση"», τόνισε ο δρ. Τσιρογιάννης. «Ήταν ξεκάθαρο πως αυτό το σπάνιο αντικείμενο είχε κλαπεί».
Ο δρ. Τσιρογιάννης πρόσθεσε πως τα στοιχεία δείχνουν ότι το αντικείμενο αφαιρέθηκε από έναν τάφο στη νότια Ιταλία και κατέληξε στην κατοχή του Μέντιτσι -ο οποίος έχει καταδικαστεί από δικαστήριο της Ρώμης για συνωμοσία στη διακίνηση αρχαιοτήτων, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται σε μουσεία σε όλο τον κόσμο.
Μιλώντας στο LiFO.gr ο δρ. Τσιρογιάννης τονίζει πως «η υπόθεση αυτή υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη υποκρισία των μουσείων που αρνούνται να συνεργαστούν με τους ακαδημαϊκούς ερευνητές -το ΜΕΤ δεν απάντησε ποτέ στα σχετικά με την υπόθεση email μου, για παραπάνω από τρία χρόνια τώρα- συνεχίζοντας σιωπηρά να κατέχουν παράνομες αρχαιότητες μέχρι ένας ερευνητής να αποκαλύψει την παρανομία. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει και τα εξαιρετικά και άμεσα αποτελέσματα που μπορεί να έχει η έντιμη συνεργασία μεταξύ ενός ακαδημαϊκού ερευνητή και τις αρχές ενός κράτους που πραγματικά ενδιαφέρονται για την έμπρακτη καταπολέμηση του εγκλήματος της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων σε διεθνές επίπεδο, χωρίς να μένουν σε κενού περιεχομένου στομφώδεις εξαγγελίες ευρείας κατανάλωσης».
Ο Μέντιτσι δήλωσε τη Δευτέρα στους New York Times ότι δεν είχε καμία ανάμνηση πως είχε χειριστεί το εν λόγω αγγείο. «Απολύτως όχι», είπε, προσθέτοντας ότι είχε απαλλαγεί από τον κατ' οίκον περιορισμό το περασμένο έτος, αφότου εξέτισε το μισό της ποινής των 8,5 ετών, που μειώθηκε λόγω καλής συμπεριφοράς.
«Είμαι ελεύθερος [...] Πήγα σε δίκη, διήρκεσε χρόνια, καταδικάστηκα για μερικά από τα αντικείμενα» που οι Ιταλοί εισαγγελείς πίστευαν ότι είχαν λεηλατηθεί «και τώρα δεν έχω καμία σχέση με το δικαστικό σύστημα. Η ιστορία έχει τελειώσει», είπε.
Το ΜΕΤ, από την πλευρά του, αμφισβήτησε τις αναφορές πως είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις σχετικά με το αγγείο. Αξιωματούχοι του δήλωσαν ότι το μουσείο είχε δει τη δημοσιευμένη έρευνα του δρ. Τσιρογιάννη το 2014 και είχε προβληματιστεί από την επανεμφάνιση του ονόματος του Μέντιτσι σε σχέση με ένα έργο τους. Είπαν ότι επικοινώνησαν ανεπίσημα με τις ιταλικές αρχές, αλλά δεν έλαβαν καμία απάντηση. Το μουσείο ανέφερε ότι τον Δεκέμβριο του 2016 έστειλε στο ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού επίσημη αίτηση για την επίλυση της υπόθεσης και ανέμενε καθοδήγηση από τους Ιταλούς, όταν οι εισαγγελείς του Μανχάταν εξέφρασαν τον Ιούνιο τις δικές τους ανησυχίες.
Όπως επισημαίνουν οι New York Times, η τελευταία περίπτωση σημειώνεται καθώς όλο και περισσότερα μουσεία πιέζονται για να «καθαρίσουν» τις συλλογές τους από αρχαιότητες που διακινούνται από γνωστούς λαθρεμπόρους, των οποίων τα αντικείμενα προέρχονταν από την Ιταλία, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Καμπότζη, την Ινδία, την Αίγυπτο και άλλες χώρες που μαστίζονται από λεηλασίες.