Ναύπλιο, χαράματα Κυριακής 27 Σεπτεμβρίου 1831. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μεταβαίνει στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος για να παρακολουθήσει τον όρθρο και τη θεία λειτουργία. Εκεί συναντά τους Γεώργιο και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, οι οποίοι, αφού τον χαιρετούν, τον προσπερνούν και στέκονται δεξιά και αριστερά της στενής εισόδου του ιερού ναού. Λίγα λεπτά αργότερα, αφού εισέρχεται στην εκκλησία ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον αρπάζει από το αριστερό χέρι και τον πυροβολεί στη βάση του κρανίου. Ταυτόχρονα, ο νεαρός Γιώργης τον μαχαιρώνει στα δεξιά της βουβωνικής χώρας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, δίχως να προλάβει να πει λέξη, σκοτώνεται ακαριαία, ενώ ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του τον αφήνει να πέσει μαλακά στο έδαφος και σπεύδει να κυνηγήσει τους δολοφόνους του. Ο θάνατος αυτός έμελλε να καθορίσει την τύχη και το μέλλον του νεοελληνικού έθνους. Τις επόμενες μέρες, στις προσόψεις των σπιτιών της πόλης του Ναυπλίου κρεμιούνται μαύρα σεντόνια ως ένδειξη πένθους. Έτσι, ένα σημαντικό κεφάλαιο κλείνει με τον χειρότερο τρόπο για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η σορός του κυβερνήτη θα μεταφερθεί τον Απρίλιο του 1832 στην Κέρκυρα, από τον αδελφό του Αυγουστίνο, για να ταφεί στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας, δίπλα στον τάφο του πατέρα του, Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια.
Αναμφίβολα, ο Ιωάννης Καποδίστριας ανήκει στις πιο εμβληματικές μορφές του ελληνικού κράτους από ιδρύσεώς του. Χαρισματικός, ακέραιος, ταπεινός, ανιδιοτελής, εργατικός, εκσυγχρονιστής, οραματιστής και πρωτοπόρος, άφησε ανεξίτηλη παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι προς τιμήν του έχουν στηθεί σε πολλές πόλεις ανδριάντες και προτομές, πλατείες και δρόμοι φέρουν το όνομά του, ενώ στην Ελβετία θεωρείται εθνικός ήρωας.
Στη διάρκεια της θητείας του ο Καποδίστριας προχωρεί σε καινοτόμες για την εποχή μεταρρυθμίσεις και αλλαγές οι οποίες μεταμόρφωσαν την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, ιδρύει την πρώτη γεωργική σχολή, το πρώτο πρότυπο σχολείο, το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο και το πρώτο ορφανοτροφείο της χώρας, το οποίο στέγασε τα ορφανά του αγώνα της ανεξαρτησίας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1776 στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Η οικογένεια Καποδίστρια είναι μία από τις παλαιότερες του νησιού. Λέγεται πως έφτασε στην Κέρκυρα στα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα από την πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια, στη σημερινή Σλοβενία. Αν και το οικογενειακό τους όνομα ήταν Βιτόρι, σύντομα επικράτησε το επίθετο που προσδιόριζε την καταγωγή τους: Καποδίστρια.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν το έκτο παιδί της πολυμελούς οικογένειας του κόμη Αντώνιο-Μαρία Καποδίστρια και της Διαμαντίνας Γονέμη, που ήταν ευγενικής καταγωγής. Ο ίδιος γαλουχήθηκε σε ένα αριστοκρατικό, εύπορο, πατριαρχικό και θρησκευόμενο περιβάλλον και αυτό διαμόρφωσε τις αρχές και τις πεποιθήσεις του σε μεγάλο βαθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας έτρεφε βαθιά εκτίμηση στο πρόσωπο του πατέρα του, ο οποίος ήταν πετυχημένος νομικός και πολιτικός της εποχής. Για εκείνον στάθηκε μέντορας και η πολιτική του σκέψη επέδρασε στη δική του σταδιοδρομία. Η μητέρα του, από την άλλη, ήταν μια θρησκευόμενη γυναίκα, στάση που εμφύσησε στον γιο της, γι’ αυτό η χριστιανική πίστη διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο σε όλη την ενήλικη ζωή του.
Στην Ι.Μ. Πλατυτέρας σύχναζε από νεαρή ηλικία. Μάλιστα, ένα σοβαρό ατύχημα που είχε εκεί όταν ήταν μικρός, το 1792, καθόρισε τη σχέση του με τον Θεό και το ιερό στοιχείο: έπεσε από το άλογό του, το οποίο αφηνίασε και έτρεχε ανεξέλεγκτο, σέρνοντάς τον ως την περιοχή της Ι.Μ. Πλατυτέρας, αφήνοντάς τον ανήμπορο να αντιδράσει. Σώθηκε χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση του ιερέα της μονής, ο οποίος και τον περιέθαλψε.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας σπούδασε Ιατρική, Φιλοσοφία και νομικά στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εξάσκησε το ιατρικό λειτούργημα. Θεωρούνταν ο γιατρός των φτωχών. Σήμερα συγκαταλέγεται στους σαράντα επιφανέστερους αποφοίτους του πανεπιστημίου, μαζί με προσωπικότητες όπως ο Γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος.
Η επιστροφή του συμπίπτει με την κατάλυση της βενετοκρατίας και την έλευση των δημοκρατικών Γάλλων στο νησί, οι οποίοι επιδίωξαν ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών. Το 1799, μετά από τετράμηνη πολιορκία της Κέρκυρας από ισχυρές ρωσοτουρκικές δυνάμεις, οι Γάλλοι αποχώρησαν. Το 1800 ιδρύθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, το πρώτο νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα, υπό τον έλεγχο κυρίως των Ρώσων. Τότε ξεκινά η εμπλοκή του Καποδίστρια στην ενεργό πολιτική. Έναν χρόνο αργότερα κλήθηκε να αντικαταστήσει τον πατέρα του στην αποστολή που είχε αναλάβει μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο για την αποκατάσταση της τάξης, και να σταματήσει την εμφύλια διαμάχη στην Κεφαλλονιά. Το κατάφερε και αυτή ήταν η πρώτη πολιτική του επιτυχία.
Το 1808 ο Ιωάννης Καποδίστριας πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας λάβει ήδη από τον τσάρο Αλέξανδρο το παράσημο του Ιππότη του Τάγματος της Αγίας Άννας, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών κόμη Ρομαντζόφ. Έκτοτε, θα ακολουθήσουν ανοδική πορεία στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας, με αποκορύφωμα την τοποθέτησή του ως υπουργού Εξωτερικών της χώρας το 1816. Το 1822 αποσύρεται από το διπλωματικό σώμα λόγω διαφωνίας με τον τσάρο Αλέξανδρο για το ελληνικό ζήτημα και εγκαθίσταται στην Ελβετία, όπου σήμερα τιμάται ως εθνικός ευεργέτης.
Η παρουσία του εκεί αποδείχτηκε καθοριστική για την ανεξαρτητοποίηση της Ελβετίας από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, αφού συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και στη ουδετερότητά της. Επιπρόσθετα, ήταν καταλυτικός ο ρόλος του στη διαμόρφωση του νέου ελβετικού Συντάγματος, γι’ αυτό κάθε χρόνο κατατίθενται στεφάνια στο σπίτι του στην παλιά πόλη της Γενεύης, ενώ του έχει αποδοθεί ο τιμητικός τίτλος του επίτιμου πολίτη της Γενεύης και του Βο (Λωζάνη).
Στην Ελβετία ο Ιωάννης Καποδίστριας θα δραστηριοποιηθεί έντονα όσον αφορά το θέμα της διάδοσης του φιλελληνισμού στην Ευρώπη αλλά και την οικονομική στήριξη του απελευθερωτικού Αγώνα.
Την άνοιξη του 1827, τέλη Μαρτίου, η Γ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων, η οποία συνήλθε στην Τροιζήνα, ψήφισε ομόφωνα την πρόταση να ανατεθεί στον Ιωάννη Καποδίστρια η εξουσία της ελληνικής πολιτείας, με αποτέλεσμα την εκλογή του ως πρώτου κυβερνήτη του νεοελληνικού κράτους, με επταετή θητεία. Έναν χρόνο μετά αποβιβάστηκε στην Αίγινα. Το πλήθος τον υποδέχτηκε με ζητωκραυγές, αποκαλώντας τον «σωτήρα και ελευθερωτή». Τότε κυκλοφόρησε ο φοίνικας, το πρώτο νόμισμα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Στη διάρκεια της θητείας του ο Καποδίστριας προχωρεί σε καινοτόμες για την εποχή μεταρρυθμίσεις και αλλαγές οι οποίες μεταμόρφωσαν την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, ιδρύει την πρώτη γεωργική σχολή, το πρώτο πρότυπο σχολείο, το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο και το πρώτο ορφανοτροφείο της χώρας, το οποίο στέγασε τα ορφανά του αγώνα της ανεξαρτησίας.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν αδιαμφισβήτητα ο αναμορφωτής του ελληνικού έθνους, οι πολιτικές του ικανότητες ξεχώριζαν ως αξεπέραστες, ενώ η προσφορά του στο έθνος είναι πανθομολογούμενη. Άλλωστε, πέτυχε να φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα της διεθνούς καταξίωσης. Παράλληλα, ως προσωπικότητα, πάντοτε είχε μια ροπή σε όλα όσα τον υπερέβαιναν και διακρινόταν για τη διορατικότητά του. Είχε επιλέξει έναν εγκρατή και λιτό βίο, μακριά από κοσμικότητες και πολυτέλειες. Επίσης, είχε φυσική ευγένεια και εσωτερική καλλιέργεια. Ζούσε ασκητικά, ήταν εξαιρετικά μοναχικός, με λίγους κοντινούς φίλους και στις ελάχιστες στιγμές που αφιέρωνε στον εαυτό του επέλεγε να παίζει πιάνο και να ακούει τη Σονάτα του Αποχαιρετισμού, γνωστή και ως «Les Adieux». Συγχρόνως, εκτός από τη μουσική, αγαπούσε πολύ το διάβασμα, ειδικά τον Πλάτωνα και τον Γάλλο συγγραφέα και φιλόσοφο του Διαφωτισμού Μοντεσκιέ. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, επιλέγοντας να μην κάνει οικογένεια, ενώ η μοναδική γυναίκα της ζωής του ήταν η Ρωξάνδρα Στούρτζα ‒ μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας φλογερός, αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας.
Ο δημιουργός της νεότερης Ελλάδας όχι μόνο έζησε από κοντά σημαντικές στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας αλλά δεν δίστασε να συγκρουστεί με τις παραδοσιακές δυνάμεις της χώρας και να πολεμήσει, με προσωπικό κόστος, τις συντεχνιακές αντιλήψεις, τις εστίες διαφθοράς και τις πελατειακές λογικές.
«Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν, ας με δολοφονήσουν. Τόσο το χειρότερον δι’ αυτούς. Θα έλθη κάποτε η μέρα κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου» απαντούσε σε όλους όσοι του εξέφραζαν τις ανησυχίες τους για τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Αφορμή για την επίθεση στάθηκε η απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια να συλλάβει και να φυλακίσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον άρχοντα της Μάνης, πατέρα του Γεωργίου και αδελφό του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης δολοφονήθηκε επί τόπου από το εξαγριωμένο πλήθος, ενώ ο Γεώργιος, που αρχικά ζήτησε προστασία από τη Γαλλική Πρεσβεία, εν τέλει συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον Ιωάννη Καποδίστρια διαδέχτηκε στη θέση του κυβερνήτη της Ελλάδας ο αδελφός του, Αυγουστίνος. Για το τραγικό τέλος του Καποδίστρια ο Γκαίτε θα πει: «Από σήμερα παύω να είμαι φιλέλληνας».
Θάφτηκε νύχτα στο μέρος όπου επιθυμούσε, στη Μονή Πλατυτέρας. Σήμερα, πίσω από το ιερό βρίσκεται ο διακριτικός τάφος αυτής της σπουδαίας πολιτικής φυσιογνωμίας, πάνω στον οποίο αναγράφεται: «Ι.Α. Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδας».
Ντάρια Κοσκόρου
Διευθύντρια-επιμελήτρια του Μουσείου Καποδίστρια και απόγονος της οικογένειας Καποδίστρια
Το Μουσείο Καποδίστρια, το μοναδικό μουσείο αφιερωμένο στον Α’ Κυβερνήτη της Ελλάδας, στεγάζεται στην Κουκουρίτσα, ένα από τα οικογενειακά κτήματα των Καποδίστρια στην Κέρκυρα, όπου έζησε ο ίδιος για ένα διάστημα στα νεανικά του χρόνια. Από αυτό το μέρος μιλάει στη LiFO η κ. Ντάρια Κοσκόρου, η οποία διευθύνει το συγκεκριμένο μουσείο.
Όπως λέει η ίδια: «Το Μουσείο Καποδίστρια παρουσιάζει, μέσα από μία βιογραφική έκθεση η οποία παρακολουθεί τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια, τη μεγαλύτερη συλλογή προσωπικών αντικειμένων του κυβερνήτη. Στην έκθεση δημιουργούνται χρήσιμες συνδέσεις της ζωής του με την ιστορία της Κέρκυρας και της Επτανήσου, της Ευρώπης των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα και της νεότερης Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η Κουκουρίτσα, το κτήμα με την εξοχική οικία όπου στεγάζεται το μουσείο, έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, οπότε ο επισκέπτης του βιογραφικού μουσείου ανακαλύπτει ταυτόχρονα τη γοητεία της επτανησιακής αρχοντικής αγροικίας και το ξεχωριστό κερκυραϊκό τοπίο».
Όσον αφορά την προσωπικότητα του Ι. Καποδίστρια, επισημαίνει: «Είναι εντυπωσιακό το ότι ακόμη και σήμερα μιλάμε διαρκώς για τον Ιωάννη Καποδίστρια, γεγονός που καταδεικνύει πόσο μας εμπνέει η προσωπικότητά του και υπογραμμίζει το ανεξίτηλο αποτύπωμα που μας άφησε το έργο του. Προσωπικά, αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάτι από τον χαρακτήρα του, αυτό θα ήταν το αίσθημα ενός “υπερβατικού” ηθικού χρέους, θα λέγαμε, που ένιωθε για την πολιτική του αποστολή. Βρέθηκε σε σπουδαίες θέσεις, με εξουσία και ανέσεις, αλλά θυσίασε κάθε “ασφαλή” επιλογή που του προσφέρθηκε, ώστε να υπηρετήσει με ανιδιοτέλεια αυτά που πρέσβευε, ακολουθώντας τη δική του ηθική πυξίδα».
Τι δεν είναι ευρέως γνωστό γι’ αυτόν; Η Ντάρια Κοσκόρου απαντά: «Έζησε σε μια περίοδο με συνταρακτικές κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις, γεμάτες γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας, όπως η ανεξαρτησία της Αμερικής, η Γαλλική Επανάσταση, η δράση του Ναπολέοντα. Ο ίδιος γεννήθηκε στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα και πέθανε στην ελεύθερη Ελλάδα. Μέσα σε μόλις 56 χρόνια ζωής αφουγκράστηκε και επηρέασε όσο λίγοι την εποχή του, μια περίοδο τόσο ανατρεπτική, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε το όραμα των Ελλήνων για ελευθερία, στην επίτευξη του οποίου συνέβαλε και ίδιος καθοριστικά».
Καταλήγοντας, προσθέτει στη συζήτησή μας: «Τέλος, μέσω των ιδιωτικών επιστολών του, οι οποίες είναι προσβάσιμες διαδικτυακά μέσω του Ψηφιακού Αρχείου Ι. Καποδίστρια που δημιούργησε το μουσείο μας, φωτίζονται λιγότερο γνωστές πτυχές της προσωπικής του ζωής. Στις πολυάριθμες επιστολές ανακαλύπτουμε έναν άνθρωπο εξαιρετικά επιμελή και λιτό, έναν κοσμοπολίτη που αποστρεφόταν τις κοσμικότητες, αγαπούσε το διάβασμα και τη μουσική και αγωνιούσε για την τύχη της οικογένειας και της πατρίδας του.
Το Μουσείο Καποδίστρια λειτουργεί σήμερα ως ένας σύγχρονος φορέας πολιτισμού, με δράσεις και υπηρεσίες για τον μουσειακό και ψηφιακό επισκέπτη, τον ερευνητή, τον μαθητή, την τοπική και διεθνή κοινότητα. Για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και τα 190 χρόνια από τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια το μουσείο σχεδιάζει μια σειρά δράσεων που θα προσφέρουν ευκαιρίες για γνώση, για τώρα και για το μέλλον».
Λένα Διβάνη
Συγγραφέας και καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
«Το χάρισμά σου μπορεί να σε σκοτώσει: το πικρό ποτήρι του Καποδίστρια»
Η καθηγήτρια και συγγραφέας Λένα Διβάνη έγραψε πρόσφατα το βιβλίο «Το πικρό ποτήρι: Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στις σελίδες του εξετάζει τη διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τη δόξα και τον θάνατο αλλά και το ειδύλλιό του με τη Ρωξάνδρα. Για την ίδια ο Ιωάννης Καποδίστριας αποτελεί τον αγαπημένο της ήρωα και, όπως λέει, είναι «ο σταυροφόρος της μόρφωσης, ο γιατρός των φτωχών, ο διεθνής κοσμοκαλόγερος, ο ταμένος της πατρίδας».
Στη συνέχεια λέει: «Ο βίος και η πολιτεία του Ιωάννη Καποδίστρια, του πρώτου κυβερνήτη της νεογέννητης Ελλάδας, μπορεί να μας διαφωτίσει γι’ αυτό το εκ πρώτης ανάγνωσης παράδοξο. Δηλαδή μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως το μεγαλύτερό σου προτέρημα μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αυτό που θα σε θάψει. Ο Ιωάννης γεννήθηκε ευγενής, δηλαδή πολύ προνομιούχος, στην ωραία, ενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Μορφώθηκε στο διάσημο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, έγινε γιατρός και έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι το Ευαγγέλιό του, αυτό που θα τον καθοδηγούσε στη δημόσια και την ιδιωτική του ζωή, ήταν οι Αρχές του, τις οποίες πολύ χαρακτηριστικά έγραφε με κεφαλαίο Α. Τι έλεγαν αυτές οι αρχές; Δυο πράγματα κυρίως: ότι προηγείται το κοινωνικό σύνολο του προσωπικού συμφέροντος και, δεύτερον, ότι οι ανίσχυροι δικαιούνται προστασία.
Τη δεύτερη αρχή είχε την ευκαιρία να την εφαρμόσει αμέσως. Όταν γύρισε στο νησί του για να ασκήσει την ιατρική, αποφάσισε ότι δεν θα γινόταν ο διάσημος γιατρός των πλουσίων αλλά ο γιατρός των φτωχών, των ανυπεράσπιστων. Έφτανε πάνω στο άλογό του μέχρι και στο τελευταίο χωριό της Κέρκυρας όταν τον χρειαζόταν κάποιος ‒ έστω κι αν δεν είχε χρήματα να τον πληρώσει. Το έκανε δωρεάν και συχνά άφηνε και τα φάρμακα ή χρήματα για τα φάρμακα. Αυτή η στάση ήταν σπανιότατη, αν όχι αδιανόητη για έναν ευγενή της εποχής. Οι περισσότεροι δεν καταδέχονταν όχι να συναναστρέφονται αλλά ούτε καν να μιλάνε με το πόπολο, τους πένητες, τους ανθρώπους που δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα.
Την πρώτη και βασική αρχή του, αυτή που τον ανάγκαζε να βάζει τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα και την πατρίδα σε πρώτη, την είδαμε να μπαίνει σε εφαρμογή αμέσως μόλις ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, την οποία, σημειωτέον, δεν ενέκρινε, την εύρισκε πρόωρη. Πρώτα απ’ όλα, ο Καποδίστριας, όταν είδε ότι δεν μπορούσε άλλο να υπερασπίσει τους εξεγερμένους Έλληνες, παραιτήθηκε αμέσως από μια λαμπρότατη θέση που είχε κερδίσει με το σπαθί του, τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, μιας υπερδύναμης. Δεν σκέφτηκε ούτε το διεθνές πρεστίζ που του έδινε μια τέτοια θέση ούτε τα χρήματα που θα μπορούσε να κερδίσει. Στη συνέχεια εκλήθη από τους Έλληνες, τους διαλυμένους από τον εμφύλιο, να τους ενώσει και να γίνει ο πρώτος κυβερνήτης τους.
Κατεβαίνοντας στην Ελλάδα ο ίδιος, ήξερε ότι πάει να ανεβεί έναν γολγοθά, να πιει το πικρό ποτήρι της αχαριστίας. Αφού όμως, σύμφωνα με τις αρχές του, η πατρίδα προηγούνταν, το θεώρησε καθήκον του να αναλάβει το βαρύ αυτό έργο. Προσωπικά δεν ήθελε να κερδίσει απολύτως τίποτα. Ούτε καν τον μισθό του δεν πήρε ποτέ. Θεώρησε, λοιπόν, αδιανόητο να υπάρχουν Έλληνες που βάζουν πρώτα τα προνόμιά τους, τα κέρδη τους, από το συμφέρον της πατρίδας. Σύμφωνα με τις αρχές του αυτό ήταν τόσο απαράδεκτο, που τον μετέτρεψε σε αμείλικτο διώκτη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον οποίο φυλάκισε, γιατί δεν ήθελε να παραδώσει στο κρατικό ταμείο τις προσόδους από το τελωνείο στο Λιμένι. Έβαλε, δηλαδή, έναν Μανιάτη άρχοντα, έναν μέγιστο τοπάρχη, στη φυλακή. Αυτό όλοι ήξεραν ότι ισοδυναμούσε με συμβόλαιο θανάτου, αυτά ήταν τα έθιμα της Μάνης. Όλοι τον είχαν προειδοποιήσει, άλλωστε, ότι κινδύνευε, αλλά το αυτί του δεν ίδρωνε. “Ας με σκοτώσουν”, είπε, “εγώ είμαι ο φύλακας της παρθένου Ελλάδος και αυτοί οι βιαστές της”. Και, φυσικά, τον σκότωσαν. Οι αρχές του, επειδή εφαρμόστηκαν τόσο μονολιθικά, τον έκαναν κουφό και τυφλό στην πραγματικότητα της Ελλάδας, που δεν γνώριζε καλά. Έτσι χάσαμε όλοι. Αυτός τη ζωή του και οι Έλληνες τη δυνατότητα να βοηθήσει στο χτίσιμο του κράτους τους ένας από τους ικανότερους, αξιότερους και ηθικότερους Έλληνες».
Θάνος Βερέμης
Ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ
«Η προσπάθεια του Καποδίστρια να ιδρύσει ένα σύγχρονο κράτος και οι αντίπαλοί του»
Ο καθηγητής και συγγραφέας Θάνος Βερέμης, ο οποίος έχει ασχοληθεί ενδελεχώς με την ιστορία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, την πολυδαίδαλη πολιτική του πορεία, υποστηρίζει τα εξής: «Η επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας από τη Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, με αυξημένη θητεία και ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, οφειλόταν στην αποτυχία των δύο πρώτων Εθνοσυνελεύσεων και των εμφύλιων πολέμων που προέκυψαν από τις αδυναμίες τους. Είναι η πρώτη φορά που οι επαναστατημένοι θα αποκτήσουν έναν κοινής αποδοχής ηγέτη με τεράστια πείρα τόσο στη διοίκηση όσο και στην εξωτερική πολιτική.
Ο μεγάλος ιστορικός του δέκατου ένατου αιώνα Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος θα αποτιμήσει με τα ακόλουθα λόγια το πολίτευμα της Τροιζήνας: “Το πολίτευμα τούτο υπήρξε ομολογουμένως ευπρεπέστερον όλων των προηγουμένων, συνεπύκνωσεν εις χείρας ανδρός ενός πάσαν την εκτελεστικήν εξουσίαν, επέτρεψε αυτώ τον διορισμόν όλων των αρχών και την κίνησιν των κατά γην και θάλασσαν δυνάμεων, ώρισεν διά την προθεσμίαν της εξουσίας ταύτης εις επταετίαν”.
Πράγματι, η αντίληψη του Καποδίστρια για το νεωτερικό κράτος της Ελλάδας ήταν να είναι ενιαίο και συγκεντρωτικό. Ο Παπαρρηγόπουλος ερμηνεύει τη βούληση του κυβερνήτη ότι δεν θα δεχόταν ποτέ να τεθεί επικεφαλής ενός «αναρχικού» και «πολυαρχικού» πολιτεύματος όπως αυτό των προηγούμενων Εθνοσυνελεύσεων.
Στο ελάχιστο διάστημα της τριετούς του δράσης, ο Καποδίστριας πάταξε την πειρατεία στο Αιγαίο και όσο ήταν δυνατό τη ληστεία, ασχολήθηκε με την εκπαίδευση, την οικονομία, τη δημιουργία τακτικού στρατού, την ίδρυση της Σχολής των Ευελπίδων και την ίδρυση ορφανοτροφείου στην Αίγινα, όπου υπήρχε και η πρώτη σχολή τεχνιτών στην Ελλάδα: ξυλουργοί, υδραυλικοί, ωρολογοποιοί, τεχνίτες μετάλλου και οπλουργοί στελέχωσαν επαγγέλματα απαραίτητα στην κοινωνία της εποχής.
Ο Καποδίστριας ανέθεσε ακόμα στον Ιρλανδό φιλέλληνα Ουίλιαμ Μπένετ Στίβενσον να ετοιμάσει μεγάλη έκταση στην Αίγινα για την καλλιέργεια πατάτας. Σκόπευε έτσι να εξασφαλίσει τροφή για 12.000 ανθρώπους επί έναν χρόνο. Μοίρασε ακόμα γεωργικά εργαλεία, βόδια και σπόρους σε αγρότες καλλιεργητές. Για τη μόρφωσή τους ίδρυσε Γεωπονική Σχολή.
Από τις πρώτες του ενέργειες όταν έφτασε στην Ελλάδα ήταν να ασκήσει έλεγχο στις τοπικιστικές τάσεις προς όφελος της κεντρικής διοίκησης. Καθώς τα τελωνεία της νότιας Πελοποννήσου και ειδικότερα εκείνο στο Λιμένι της Μάνης αποτελούσαν πηγή εσόδων για τους Μαυρομιχαλαίους, η οικογένεια δεν είχε σκοπό να το παραδώσει στο κράτος. Ήταν αδύνατο για την ηγεσία των Μανιατών να αντιληφθεί ότι το νέο κράτος θα ήταν ενιαίο και συγκεντρωτικό.
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, μάλιστα, είχε ζητήσει εχέγγυα από τον κυβερνήτη ότι δεν θα επέτρεπε στους άλλους Μανιάτες προκρίτους να αμφισβητήσουν τα πρωτεία του. Στον Ελβετό φιλέλληνα και φίλο του, Εϋνάρδο, εμπιστευόταν ο Καποδίστριας την ενόχλησή του από τη φάρα της Μάνης.
Ο Κασομούλης, στα έγκυρα «Ενθυμήματά» του, περιγράφει τον κλειστό χαρακτήρα του κυβερνήτη και την έκπληξη για έναν πολιτικό ηγέτη που δεν ακολουθούσε την πεπατημένη των πελατειακών δικτύων. Το ότι ο Καποδίστριας στράφηκε εναντίον των προκρίτων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την πρόσκλησή του στην Ελλάδα, αποτελεί απόδειξη της ανιδιοτέλειάς του.
Από την αρχή η ανέχεια ανάγκασε τον Καποδίστρια να προβεί σε αιματηρές οικονομίες. Παρά τη γαλλική και ρωσική μηνιαία βοήθεια, η Ελλάδα δεν έλαβε το δάνειο των 60.000 φράγκων που επιδίωξε να εξασφαλίσει ο κυβερνήτης.
Καθώς η απαλλαγή της Πελοποννήσου από τους Αιγύπτιους πραγματοποιήθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα των Ναϊτών, έμενε στους Έλληνες να απαλλάξουν τη Στερεά Ελλάδα από την τουρκική παρουσία, πράγμα που έγινε χάρη στον Υψηλάντη.
Στο δίτομο έργο ενός φιλέλληνα, αλλά αυστηρού επικριτή του Καποδίστρια, του Γερμανού Φρειδερίκου Τιρς, υπάρχουν έγκυρες πληροφορίες για το ελληνικό κράτος της εποχής του κυβερνήτη και η εντυπωσιακή πρόβλεψη για το μέλλον της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
Στις αρχές του 1828 ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική τράπεζα, η «Eθνική χρηματιστηριακή τράπεζα», και ο Καποδίστριας, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, κάλεσε τους προκρίτους της χώρας να καταθέσουν εκεί τα χρήματά τους. Στη συνέχεια κακίζει πολλούς από αυτούς για την έλλειψη προθυμίας και πατριωτισμού.
Η βρετανική αντιπολίτευση εναντίον του Καποδίστρια ενδυναμώθηκε μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (2/14 Σεπτεμβρίου 1829). Συνδέθηκε τότε με τις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των ελληνικών συνόρων και τη μορφή του πολιτεύματος της Ελλάδας, θέματα τα οποία εντάσσονταν στη διελκυστίνδα του ανταγωνισμού συμφερόντων Αγγλίας - Γαλλίας. Τότε ο Βρετανός πρωθυπουργός, δούκας του Ουέλινγκτον, κατηγόρησε τον Καποδίστρια πως υποδαύλιζε μια εξέγερση στα Επτάνησα με αντιβρετανικό χαρακτήρα. Η αφορμή βρέθηκε στους δισταγμούς του κυβερνήτη για την επιλογή υποψήφιου μονάρχη της Ελλάδας και μάλιστα του Λεοπόλδου, που συνδεόταν ιδιαίτερα με την Αγγλία. Είναι, επίσης, γεγονός ότι τόσο ο Μαυροκορδάτος όσο και η Ύδρα ανήκαν στη φιλοβρετανική μερίδα των αντικαποδιστριακών.
Η προσπάθειά του να καταργήσει τον κατακερματισμό των στρατιωτικών δυνάμεων και τον τοπικισμό των προκρίτων τον έφερε αντιμέτωπο με τις δυνάμεις που είχαν αναλάβει τη διεξαγωγή του Αγώνα αλλά και με τις έριδες μεταξύ Ελλήνων. Εκτός από τους τοπικούς άρχοντες της Μάνης, της Ύδρας και του Μοριά, είχε αντιπάλους και λόγιους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος πίστευε ότι ο Καποδίστριας ήταν εχθρός του Διαφωτισμού, και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που υπερασπιζόταν το σύστημα της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Ο Καποδίστριας, από τη φύση του και τις πολιτικές του εμπειρίες, έμαθε να σέβεται την πεφωτισμένη δεσποτεία. Αντιπαθούσε τους μικρούς εξουσιαστές, ένοπλους και προκρίτους, και νοιαζόταν για την τύχη της πλειονότητας της κοινωνίας που αποτελούνταν από ακτήμονες αγρότες. Η κύρια επιδίωξή του ήταν η διανομή της κρατικής γης σε αυτούς ώστε να γίνουν ισότιμοι πολίτες του νέου κράτους. Στην προσπάθειά του αυτήν τον πρόλαβε ο θάνατος.
Σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας λόρδο Πάλμερστον, ο Καποδίστριας εξηγούσε τη συμπεριφορά του έναντι της γηγενούς αλλά και ξένης αντιπολίτευσης προς τη διακυβέρνησή του.
Θεωρούσε τους Έλληνες αντιπολιτευόμενους, ούτε λίγο ούτε πολύ, κατάλοιπα της τουρκοκρατίας και της νοοτροπίας του οθωμανικού παρελθόντος και αντιλαμβανόταν ότι οι ξένοι εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα όπως τα αντιλαμβάνονταν».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 28.3.2021