Το λιτό τοπίο της Κύθνου, η εύφορη κοιλάδα της Μεσαριάς, οι ξερολιθιές, τα σκόρπια ξωκλήσια, το ημιορεινό φυσικό περιβάλλον της και οι περιπατητικές διαδρομές χαρίζουν στους επισκέπτες του κυκλαδίτικου νησιού, που βρίσκεται ανάμεσα στην Κέα και στη Σέριφο, μια αίσθηση οικειότητας και απλότητας. Η Κύθνος είναι, όμως, και ένας τόπος που παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Ο Μαρουλάς ήταν η παλαιότερη προϊστορική εγκατάσταση των Κυκλάδων και η θέση του χρονολογείται στη μεσολιθική περίοδο (8.500-6.500 π.Χ.). Οι ανασκαφές στο συγκεκριμένο σημείο έφεραν στο φως ερείπια κυκλικών κατασκευών που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως χώροι διαμονής. Η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού, που βρισκόταν στη βορειοδυτική ακτή και ονομαζόταν Κύθνος, λέγεται σήμερα Βρυόκαστρο.
Οι επιφανειακές έρευνες εκεί αποκαλύπτουν πλούσια ευρήματα χάρη στα οποία κατανοήθηκε η πολεοδομία και η οικιστική οργάνωση της οχυρωμένης πόλης, η οποία κατοικήθηκε αδιάκοπα από το 10 π.Χ. έως και τον 6 μ.Χ. αι. Επιτύμβια ανάγλυφα, γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, ενσφράγιστες λαβές εμπορικών αμφορέων είναι μερικά από τα σπουδαία ευρήματα της περιοχής. Στην υποβρύχια ανασκαφή του αρχαίου λιμανιού (όρμος «Μανδράκι») μεταξύ άλλων αποκαλύφθηκαν δύο μαρμάρινα αγάλματα της ρωμαϊκής περιόδου και τμήματα του παράκτιου οχυρωματικού τείχους.
Για την ανάδειξη αυτού του μοναδικού πολιτιστικού αποθέματος της Αρχαίας Κύθνου έπειτα από ανασκαφές 25 ετών, έπρεπε να δημιουργηθεί ο κατάλληλος χώρος. Έτσι, εδώ και λίγο καιρό έχει παραδοθεί στο κοινό το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύθνου.
Για την ανάδειξη αυτού του μοναδικού πολιτιστικού αποθέματος της Αρχαίας Κύθνου έπειτα από ανασκαφές 25 ετών, έπρεπε να δημιουργηθεί ο κατάλληλος χώρος. Έτσι, εδώ και λίγο καιρό έχει παραδοθεί στο κοινό το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Κύθνου, που υλοποιήθηκε με πιστώσεις ΕΣΠΑ-επιχειρησιακό πρόγραμμα Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
Όπως επισημαίνει μιλώντας στη LiFO ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημήτρης Αθανασούλης: «Το ετοιμόρροπο παλιό σχολείο της Κύθνου, η πρόχειρη αποθήκη αρχαιοτήτων, αναστηλώθηκε και μεταμορφώθηκε από το προσωπικό της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων σε ένα κτίριο-κόσμημα για το νησί. Σήμερα, η πρόσοψη του μουσείου είναι ίσως η πιο όμορφη γωνιά της Μεσαριάς. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές, απρόσιτα μέχρι τώρα, κρυμμένα μέσα σε κιβώτια ανασκαφών, μεταμορφώθηκαν από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων σε λαμπερά εκθέματα. Οι Θερμιώτες και οι επισκέπτες του όμορφου νησιού μπορούν να ανακαλύψουν γοητευτικές ιστορίες που ξετυλίγονται στις προθήκες του μουσείου. Υπερδιπλασιάζοντας, με υπόγεια επέκταση, τους χώρους του, η νέα μουσειακή υποδομή, εκτός από την έκθεση, θα φιλοξενεί στις νέες σύγχρονες αποθήκες και στα νέα εργαστήριά της αρχαιολόγους και συντηρητές που θα προάγουν τη μελέτη του κυθναϊκού παρελθόντος».
Από την πλευρά της, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη κατά την τελετή εγκαινίων δήλωσε: «Το να αποδίδεις ένα μουσείο στις τοπικές κοινωνίες είναι πολύ σημαντικό, γιατί αποδίδεις μέρος της ταυτότητάς τους. Για το ΥΠΠΟΑ και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, η απόδοση μιας πολιτιστικής υποδομής σε έναν τόπο, στους πολίτες, στους κατοίκους, είτε είναι ένα μουσείο είτε ένας αρχαιολογικός χώρος που αναδεικνύεται και οργανώνεται, είναι μια ξεχωριστή μέρα, μια μέρα χαράς. Ουσιαστικά, η πολιτεία, διά του αρμοδίου φορέα της, αποδίδει στην τοπική κοινωνία αυτό που της ανήκει.
Τα νησιά μας έχουν δύο τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα. Το μοναδικό πολιτιστικό τους απόθεμα και ένα ιδιαίτερα όμορφο φυσικό περιβάλλον. Αυτά τα δύο πρέπει να τα διατηρήσουμε αλώβητα, γιατί από αυτά εξαρτάται το βιώσιμο μέλλον των νησιωτικών κοινωνιών. Από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου του νησιού, διαπιστώνεται η πολύ σημαντική, η κομβική σε κάποιες ιστορικές περιόδους, σχέση της Κύθνου με την ευρύτερη ιστορία του αρχιπελάγους, αλλά και με το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού το οποίο παράγεται σε τούτο το νησί, όπως και σε όλες τις Κυκλάδες, στη μεγάλη ιστορική διαχρονία».
Όσον αφορά την ανακατασκευή και την ανακαίνιση του σχολείου, οι δύο αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Κατερίνα Καλαντζοπούλου και Δώρα Παπαγγελοπούλου, θα μας πουν: «Η ίδρυση αρχαιολογικού μουσείου στην Κύθνο υπαγορεύθηκε από την ανάγκη δημιουργίας μιας ιδιαίτερης κιβωτού μνήμης για καθένα από τα νησιά των Κυκλάδων που δεν διέθετε τον δικό του μουσειακό χώρο. Η δημιουργία του υπήρξε πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας αλλά και επιτακτική ανάγκη για την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, δεδομένου ότι η ανασκαφική έρευνα που διενεργείται στο νησί αδιάκοπα κατά τις τελευταίες δεκαετίες αποδίδει πλήθος ευρημάτων.
Στόχος του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Κύθνου είναι πρωτίστως να στεγάσει όλον αυτόν τον πλούτο που έχει αποδώσει και θα συνεχίσει να αποδίδει η κυθνιακή γη, αλλά παράλληλα να αποτελέσει έναν πολιτιστικό πόλο έλξης, έναν χώρο ανοιχτό στην τοπική κοινωνία και τους επισκέπτες του νησιού, όπου θα πραγματοποιούνται πολιτιστικές δράσεις (διαλέξεις, μουσικές εκδηλώσεις, θεματικές ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα)».
Η μόνιμη έκθεση φιλοξενεί επιλεγμένα δείγματα του υλικού πολιτισμού ενταγμένα σε ενότητες που αποσκοπούν στην παρουσίαση, με σύγχρονο και βιωματικό τρόπο, της αδιάσπαστης κατοίκησης του νησιού και των ποικίλων πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας από τους προϊστορικούς έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Τα εκθέματα προέρχονται κυρίως από ανασκαφικά σύνολα αλλά και από επιφανειακές έρευνες ή και περισυλλογές.
Όπως εξηγούν οι δύο αρχαιολόγοι, η έκθεση αποτελείται από επτά θεματικές ενότητες οι οποίες έχουν δομηθεί προκειμένου να ξεδιπλώσουν την ιστορία του νησιού. Για παράδειγμα, πλούσια ευρήματα διαφωτίζουν το παρελθόν ενός χωριού της Εποχής του Λίθου στην Κύθνο. «Ο Μαρουλάς, στη ΒΑ ακτή του νησιού, βόρεια του κόλπου των Λουτρών, ερευνήθηκε ανασκαφικά στη δεκαετία του ‘90 και χρονολογήθηκε με βάση δείγματα άνθρακα στην 9η χιλιετία π.Χ.
Η ιδιαίτερη σημασία του έγκειται αφενός στο γεγονός ότι αποτελεί τεκμήριο για την πρώιμη κατοίκηση των Κυκλάδων και την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο κατά τους προϊστορικούς χρόνους και αφετέρου στο γεγονός ότι πρόκειται για οικισμό, δηλαδή για υπαίθριες κατοικίες-καλύβες αντί για σπήλαια, κάτι που συναντάται πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο για αυτήν την περίοδο. Εκτίθενται λίθινα εργαλεία από οψιανό, χαλαζία και πυριτόλιθο. Οι κατοικίες, η ζωή στο χωριό και η πρακτική του ενταφιασμού κάτω από δάπεδα, όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα, παρουσιάζονται μέσω ψηφιακής εφαρμογής που προβάλλεται σε οριζόντια, επιδαπέδια οθόνη με τίτλο “Καλύβες για ζωντανούς και νεκρούς”», αναφέρουν οι Κατερίνα Καλαντζοπούλου και Δώρα Παπαγγελοπούλου.
Και συνεχίζουν: «Η αρχαία πόλη της Κύθνου μάς αποκαλύπτεται χρόνο με τον χρόνο μέσα από τις συστηματικές ανασκαφές. Βρίσκεται στη ΒΔ ακτή του νησιού, στη χερσόνησο με το σημερινό τοπωνύμιο Βρυόκαστρο. Η έκταση της τειχισμένης πόλης είναι 285 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένης μικρής βραχονησίδας που ονομάζεται Βρυοκαστράκι, η οποία ήταν συνδεδεμένη με την ακτή κατά την αρχαιότητα, όπως έδειξαν οι υποβρύχιες έρευνες, αλλά λόγω της ανύψωσης της στάθμης της θάλασσας έχει σήμερα αποκοπεί από τη στεριά. Η πόλη ερευνάται συστηματικά με επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές από το 1990 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάν σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Η ακμή της πόλης, από τους αρχαϊκούς χρόνους ακόμα, γίνεται αντιληπτή από την ανασκαφή του ιερού του μεσαίου πλατώματος (ιερό Άρτεμης και Απόλλωνα), που βρέθηκε ασύλητο, με τα πολύτιμα αναθήματα στη θέση τους. Επιπλέον, οι σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων στο νότιο νεκροταφείο της πόλης, στην Επισκοπή, έδωσαν αρκετά στοιχεία για τα ταφικά έθιμα».
Ο κ. Αθανασούλης με τη σειρά του προσθέτει: «Στο μουσείο μπορούν οι επισκέπτες να ανακαλύψουν ιστορίες πίστης μέσα από τα αφιερώματα των αρχαίων Κυθνίων στα ιερά της Δήμητρας και Κόρης, της Αφροδίτης, του Ασκληπιού, της Άρτεμης και του Απόλλωνα, αλλά και μέσα από τη μεταβυζαντινή εικόνα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Να απολαύσουν τον θησαυρό κοσμημάτων από τα αφιερώματα στο ιερό της Άρτεμης και του Απόλλωνα. Να περιηγηθούν στον μελαγχολικό κόσμο του επέκεινα μέσα από τα αρχαία ταφικά μνημεία.
Να αφουγκραστούν πώς ο αρχαίος κόσμος μεταμορφώθηκε σε χριστιανικό, μέσα από τα ευρήματα της νησίδας Βρυοκαστράκι, όπου ο Βυζαντινός αυτοκράτορας οικοδόμησε ένα κάστρο για να προστατεύει το νησί και τους κατοίκους του από την αραβική εισβολή. Να περιεργαστούν την πολύχρωμη κεραμική από την ενετική πρωτεύουσα των Θερμιών, το κάστρο της Ωριάς. Όμως, κάθε εύρημα από τα εκατοντάδες της έκθεσης αφηγείται και μια δική του μικροϊστορία, την οποία μπορούν να ανακαλύψουν μόνοι τους οι επισκέπτες μέσα από την περιήγηση στο πιο σύγχρονο μουσείο των Κυκλάδων».
Παράλληλα, στους χώρους του μουσείου δίνεται η ευκαιρία της περιήγησης σε εκθέματα τα οποία περιγράφουν το αγροτικό τοπίο από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, στην ύπαιθρο του νησιού υπήρχαν και μικρότεροι οικισμοί, πύργοι και αγροτικές εγκαταστάσεις. Γι’ αυτό περιλαμβάνονται αντικείμενα από περισυλλογές και από ανασκαφές της Εφορείας Κυκλάδων σε αρχαίες θέσεις της υπαίθρου στη διαχρονική της διάσταση, δεδομένου ότι πολλά στοιχεία του τοπίου παραμένουν αναλλοίωτα ως τις μέρες μας.
Στην τελευταία ενότητα, η οποία φέρει τον τίτλο «Από την Κύθνο στα Θερμιά» εκτίθενται αντικείμενα από το Βρυοκαστράκι (τμήμα της αρχαίας πόλης) όπου κατά τις συστηματικές ανασκαφές βρέθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική. Στην υποενότητα «Επισκοπή Κέω και Θερμίων» δίνεται έμφαση στη μεσοβυζαντινή περίοδο, κατά την οποία (από τον 12ο αι. και εξής) το νησί είναι πλέον γνωστό ως Θερμιά, γεγονός που δηλώνει ότι τα ιαματικά λουτρά παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο στη ζωή και την ιστορία του.
Στο ταξίδι αυτό στον χρόνο ο επισκέπτης θα συναντήσει αμέσως μετά τις υποενότητες «Η ενετική περίοδος και το Κάστρο της Ωριάς» και «Το νησί μετά το 1537», στην οποία περιλαμβάνεται φορητή λατρευτική εικόνα της περιόδου με θέμα την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Τέλος, στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου εκτίθενται επιγραφές και αρχιτεκτονικά μέλη από το Βρυόκαστρο και άλλες περιοχές του νησιού.
Σε ένα νησί με ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, το νέο αρχαιολογικό μουσείο έρχεται να προστεθεί ως μια κοιτίδα πολιτισμού, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού του προϊόντος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.