Στην βασίλισσα Νεφερτάρι φαίνεται ότι ανήκουν τα πόδια διαμελισμένης μούμιας που είχαν βρεθεί στον τάφο της συγκεκριμένης στην περιοχή της Κοιλάδας των Βασιλέων στην Αρχαία Αίγυπτο.
H Νεφερτάρι ήταν η δεύτερη και αγαπημένη σύζυγος του Μεγάλου Φαράω Ραμσή του Β’ (1279 – 1213 π.Χ), ο οποίος για χάρη της έχτισε ένα ιερό ακριβώς δίπλα στο δικό του, στο Αμπού Σιμπέλ. Τα κολοσσιαία αγάλματα της εκεί είναι ισομεγέθη με τα δικά του, ως σύμβολα του απέραντου σεβασμού που ο Φαραώ έτρεφε για τη δεύτερη σύζυγο του. Η αγάπη του για εκείνην έχει κυριολεκτικά διακοσμήσει τους τοίχους του τάφου της, μέσα από τα ποιήματα λατρείας και πένθους που συνέθεσε, όταν εκείνη έφυγε από τη ζωή: «Η αγάπη μου είναι μοναδική – κανείς δεν μπορεί να την ανταγωνιστεί, γιατί είναι η ομορφότερη γυναίκα που υπάρχει. Μόνο με ένα πέρασμα της έκλεψε την καρδιά μου». Αυτοί είναι μερικοί από τους στίχους που εμφανίζονται στο εσωτερικό του τάφου μαζί με σκηνές από το Βιβλίο των Νεκρών, με τη Νεφερτάρι σε σκηνές από την καθημερινότητα της, αλλά και τη μετά θάνατον ζωή της.
Mε τη βοήθεια της τεχνολογίας, οι ακτίνες Χ, η οστεολογική ανάλυση και μια σειρά ακόμη ελέγχων μπορούν να πιστοποιήσουν ποια ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια των ποδιών.
Ο τάφος της Βασίλισσας Νεφερτάρι ανακαλύφθηκε το 1904 από τον διακεκριμένο Ιταλό αιγυπτιολόγο Ερνέστο Σκιαπαρέλι. (Αν το όνομα του θυμίζει κάτι είναι γιατί ανήκε στη διάσημη οικογένεια των Σκιαπαρέλι που διακρίθηκε στις τέχνες, τα γράμματα και τις επιστήμες. Μέλος της ίδιας οικογένειας ήταν και ο ξάδελφος του αιγυπτιολόγου και γνωστός αστρονόμος Τζοβάνι Σκιαπαρέλι που πρώτος παρατήρησε τα φημισμένα «κανάλια» του Άρη. Της ιδίας οικογένειας και η Έλσα Σκιαπαρέλι, η ευρηματική σχεδιάστρια μόδας, καινοτομίες της οποίας επιβιώνουν στο γυναικείο ντύσιμο έως τις μέρες μας).
Πέρα από αυτά, ο τάφος της Νεφερτάρι είναι ένας από τους μεγαλύτερους στην αρχαιολογικού ενδιαφέροντος περιοχή της Κοιλάδας των Βασιλέων, με μοναδικές τοιχογραφίες στο εσωτερικό του, το οποίο βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και κατά το παρελθόν είχε κάνει πολλούς να το αποκαλούν «Καπέλα Σιστίνα της Αιγύπτου». Ωστόσο, το περιεχόμενο του τάφου είχε ήδη λεηλατηθεί κατά την αρχαιότητα. Ό,τι απέμεινε μέσα σ’ αυτόν ήταν μικροαντικείμενα (σπασμένα αγγεία, 34 ξύλινα ομοιώματα shabtis, κουμπιά με ανάγλυφο το όνομα του βασιλιά, κ.α), καθώς και ένα θραύσμα της σαρκοφάγου της από ροζ γρανίτη, ένα ζευγάρι από περίτεχνα ξύλινα σανδάλια και δύο μουμιοποιημένα πόδια σπασμένα σε κομμάτια.
Τα ευρήματα χωρίζονται σε τρία τμήματα: ένα μεγάλο μέρος του ποδιού που αποτελείται από την επιγονατίδα, τμήμα του μηρού και της κνήμης, ένα μεσαίου μεγέθους κομμάτι επίσης από το γόνατο και ένα μικρότερο από το μηριαίο οστό. Επειδή ο Σκιαπαρέλι υπήρξε διευθυντής του Μουσείου Egizio στο Τορίνο από το 1894 μέχρι και τον θάνατο του το 1928, τα ευρήματα των ανασκαφών του πριν από 20 χρόνια προστέθηκαν στη συλλογή του Μουσείου. Μεταξύ αυτών πλέον θα βρίσκονται και τα πόδια της μούμιας. Στο συγκεκριμένο Μουσείο, ας σημειωθεί ότι φιλοξενούνται περισσότερα από 300.000 αντικείμενα, γεγονός που καθιστά το Egizio το δεύτερο μεγαλύτερο και πλήρες, σε αιγυπτιακές αρχαιότητες, Μουσείο στον κόσμο. Πρώτο, είναι εκείνο του Καΐρου.
Όσο για τα πόδια της Βασίλισσας, αυτά έχουν τη δική τους ιστορία: επειδή βρέθηκαν στον τάφο της Νεφερτάρι, ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως δικός της ακριβώς λόγω των επιγραφών και των τοιχογραφιών που κρύβονται στο εσωτερικό του, από τότε θεωρείτο ότι ανήκαν σ’ εκείνη. Όμως, κάτι τέτοιο, τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν ήταν εφικτό να τεκμηριωθεί επιστημονικά. Πλέον με τη βοήθεια της τεχνολογίας, οι ακτίνες Χ, η οστεολογική ανάλυση και μια σειρά ακόμη ελέγχων μπορούν να πιστοποιήσουν ποια ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια των ποδιών. Η ανθρωπομετρική ανασύσταση και ανασυγκρότηση του πραγματικού μεγέθους των γόνατων που βρέθηκαν αποκάλυψαν ότι αυτά ανήκαν σε γυναίκα με ύψος γύρω στο 1,65-1,68, σύμφωνα και με την επικεφαλής της συγκεκριμένης έρευνας, τον καθηγητή Maciej Henneberg, από το Πανεπιστήμιο της Αδελαϊδας στην Αυστραλία.
Κατά τον ίδιο, η Νεφερτάρι φαίνεται πως ήταν κατά 84% (!) ψηλότερη από τις γυναίκες της εποχής της, κατά τη διάρκεια της 3ης Ενδιάμεσης Περιόδου του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου. Η ανάλυση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την ταρίχευση της βασίλισσας φαίνεται να διαφέρουν από εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν για τον σύζυγο της, ενώ η οστεολογική και ανθρωπολογικές αναλύσεις δείχνουν ότι τα πόδια ανήκαν σε άτομο που κατά πάσα πιθανότητα έπασχε από αρτηριοσκλήρωση και όταν πέθανε η ηλικία του κυμαινόταν μεταξύ των 40 και των 60 ετών της ζωής του. Η απόκλιση σε ό,τι αφορά την ηλικία είναι μεγάλη, κυρίως λόγω της καταπόνησης των οστών που βρέθηκαν.
Βάσει και των συγκριτικών ερευνών των αιγυπτιολόγων που αφιερώθηκαν στα ευρήματα του τάφου της Νεφερτάρι, όταν πέθανε εκείνη, ο σύζυγος της πρέπει να βρισκόταν στο 25ο έτος της μακροχρόνιας μοναρχίας του. Το μέγεθος των σανδαλιών που βρέθηκαν στον τάφο ταιριάζει επίσης με τις διαστάσεις που λογικά θα είχαν το σώμα και τα πόδια της, ενώ η ποιότητα τους μαρτυρά επίσης τη βασιλική καταγωγή της ιδιοκτήτριας. Δυστυχώς, δεν υπήρχε διαθέσιμο DNA που θα μπορούσε να ρίξει περαιτέρω φως στις έρευνες.
«Μία διαφορά ανάμεσα στη ραδιοχρονολόγηση και το Αιγυπτιακό μοντέλο χρονολόγησης ήταν για καιρό σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ των ειδικών. Έτσι και τώρα προκύπτουν ερωτήματα για το πότε ακριβώς ανέτειλε το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου. Στο μέλλον, έχουμε κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι η ραδιοχρονολόγηση –και μέσω των εξεταζόμενων ευρημάτων, βασιλικών ή μη- θα μπορέσει να επικυρώσει ή να διαψεύσει τις εκτιμήσεις μας», καταλήγει ο Henneberg.