Ο Αίας ο Τελαμώνιος, βασιλιάς της Σαλαμίνας, υπήρξε κι αυτός ένας από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης κι ορκίστηκε να την προστατεύσει αν ποτέ χρειαζόταν. Όταν ήρθε η ώρα έφυγε μαζί με τους άλλους Αχαιούς για την Τροία και εκεί διακρίθηκε ιδιαιτέρως όχι μόνο για την ανδρεία αλλά και για το ήθος και τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του.
Ο Αίας είναι μετά τον Αχιλλέα ο δυνατότερος πολεμιστής του ελληνικού στρατού. Όταν ο Αχιλλέας έχει αποσυρθεί από τη μάχη χολωμένος με τον Αγαμέμνονα, ο Αίας είναι αυτός που μονομαχεί με τον Έκτορα και οι δύο ήρωες έρχονται ισόπαλοι. Παρά τη δίνη του πολέμου και της δικής τους μονομαχίας αναγνωρίζουν ο ένας την αξία του άλλου και ανταλλάσουν όπλα. Ο Αίας χαρίζει στον Έκτορα τη ζώνη του και μ'αυτήν αργότερα ο Αχιλλέας θα τον σύρει με το άρμα του νεκρό. Ο Έκτορας χαρίζει στον Αίαντα το ξίφος του. Μ'αυτό θα αυτοκτονήσει αργότερα ο Αίας. Όπως παρατηρεί ο θαυμάσιος Ι. Κακριδής «των εχθρών τα δώρα δεν βγαίνουν ποτέ σε καλό».
Ο Αίας μεταφέρει τον νεκρό Αχιλλέα. Τον προστρέχουν ο Ερμής και η Αθηνά. Μελανόμορφος αμφορέας του Ζωγράφου του Αντιμένη, 520-510 π.Χ., Μουσείο του Λούβρου
Ο Αίας είναι αυτός που αποσπά τον νεκρό του Πατρόκλου από τα χέρια των Τρώων κι αργότερα τον νεκρό του ίδιου του Αχιλλέα. Όμως, όταν έρχεται η ώρα να δοθούν σε έναν Αχαιό πολεμιστή ως δώρο τιμητικό τα όπλα του Αχιλλέα, η προσφορά του ήρωα παραβλέπεται, τα όπλα παίρνει ο Οδυσσέας, μια επιλογή που μάλλον έγινε από φθόνο: να μην αναγνωρίσουν οι άλλοι Αχαιοί βασιλείς του Αίαντα τα αναμφισβήτητα πρωτεία. Το ίδιο κιόλας βράδυ ο Αίας οργισμένος σχεδιάζει να τους σφάξει όλους, όμως η Αθηνά τυφλώνει το μυαλό του κι ο ήρωας επιτίθεται σε ένα κοπάδι πρόβατα. Όταν συνέρχεται το πρωί νιώθει τόσο ντροπιασμένος, τόσο απελπισμένος και μόνος, ώστε επιλέγει να αυτοκτονήσει. Στήνει όρθιο το ξίφος του στο χώμα και καρφώνεται πάνω του.
Αυτή η τελευταία πράξη του μεγάλου ήρωα αποτυπώθηκε από πολύ νωρίς σε διάφορες μορφές της αρχαίας ελληνικής εικονογραφίας. Διαλέγω σήμερα να μοιραστώ μαζί σας μερικές από αυτές τις εικόνες.
Χάλκινο ειδώλιο, 720-700 π.Χ., ίσως η πρωιμότερη απεικόνιση της σκηνής στην ελληνική τέχνη (Βρετανικό Μουσείο)
Μετόπη από τον ναό της Ήρας, Foce del Sele, Paestum (570 π.Χ.), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο του Paestum. Εδώ εικονίζεται πιθανόν μιά παραλλαγή του μύθου σύμφωνα με την οποία ο Αίας δεν μπορούσε να πεθάνει γιατί ήταν άτρωτος, όπως ο Αχιλλέας. Τον είχε τυλίξει ο Ηρακλής στην λεοντή του όταν ήταν μωρό στη Σαλαμίνα, έμεινε όμως ακάλυπτη η μασχάλη του που ήταν το μόνο τρωτό του σημείο. Σύμφωνα με την παραλλαγή αυτή ο ήρωας δεν μπορούσε να πεθάνει και κάποιος θεός τον βοήθησε ώστε να διαπεράσει το ξίφος τη μασχάλη του.
Πήλινος βωμός, πιθανόν από τη Γέλα της Σικελίας (530 π.Χ.), NY Carlsberg Glyptotek
Ετρουσκικός καλυκωτός κρατήρας, πιθανόν από το Vulci (400-350 π.Χ.), Βρετανικό Μουσείο
Μελανόμορφος αμφορέας του Εξηκία (530 π.Χ.), Μουσείο Καλών Τεχνών και Αρχαιολογίας, Boulogne-sur-Mer. Η συγκλονιστικότερη κατά τη γνώμη μου παράσταση είναι αυτή: ο ζωγράφος επιλέγει να εικονίσει τη στιγμή που ο Αίας στερεώνει το ξίφος του στο έδαφος.
Ο Σοφοκλής αφιερώνει μια ολόκληρη τραγωδία στην αυτοκτονία του Αίαντα. Σε αυτήν ο ήρωας πριν φύγει από τη ζωή εκφωνεί έναν μονόλογο για τους λόγους που τον οδήγησαν σ'αυτή τη λύση. Σ'αυτόν ζητά από το Δία μόνη χάρη να στείλει μαντατοφόρο στον αδελφό του τον Τεύκρο να βρει αυτός το πτώμα πρώτος, να μην τον βρουν οι εχθροί και τον πετάξουν στα όρνια. Έπειτα ζητά από τον Ερμή να τον βοηθήσει να φύγει ήρεμα από τη ζωή και από τις Ερινύες να εκδικηθούν τους Ατρείδες για το θάνατό του. Μετά απευθύνεται στον Ήλιο και του ζητά να δώσει το μήνυμα του θανάτου του στους γέροντες γονείς του. Και καταλήγει:
"Μα δεν έχει νόημα για όλα τούτα να θρηνώ. Ας αρχίσω αυτό που πρέπει να κάνω για να τελειώσω γρήγορα. Θάνατε, Θάνατε, έλα γρήγορα κοντά μου, αν και θα έχω πολύ χρόνο μαζί σου εκεί κάτω να κουβεντιάζω. Κι εσένα φως της σημερινής μέρας, εσένα αρματηλάτη Ήλιε για τελευταία πιά φορά σας χαιρετάω. Κι εσάς, φως, χώμα ιερό της πατρίδας μου της Σαλαμίνας, βάθρο της πατρικής εστίας, Αθήνα δοξασμένη, γενιά συγγενική μου, και εσάς πηγές, ποτάμια, κάμποι της Τροίας εδώ που με θρέψατε, σας χαιρετώ. Αυτά είναι τα τελευταία λόγια που λέει ο Αίας και τα υπόλοιπα στον Άδη, σε κείνους κάτω θα τα πω."
Η τελευταία φράση του μονόλογου του Αίαντα από το Σοφοκλή είναι το νήμα που πιάνει ο Καβάφης
«Tα δ' άλλα εν Άδου τοις κάτω μυθήσομαι»
«Τωόντι», είπ' ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο, «αυτός
ο στίχος είν' ωραίος και πολύ σωστός
τον έγραψεν ο Σοφοκλής βαθιά φιλοσοφώντας.
Πόσα θα πούμ' εκεί, πόσα θα πούμ' εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Aυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».
Για να επανέλθω στον Αίαντα. Στην τραγωδία το πτώμα του βρίσκει μετά το θάνατό του η σύζυγός του Τέκμησσα, που ο Σοφοκλής την βάζει να λέει "Δεν πρέπει να τον δει κανείς. Τώρα θα τον καλύψω με τούτο το πανί, θα τον τυλίξω, γιατί κανείς, και αγαπημένος ακόμη, δεν αντέχει να βλέπει το αίμα του να τρέχει απ'τα ρουθούνια κι απ'την πληγή που άνοιξε μοναχός του".
Αυτή ακριβώς η στιγμή αποδίδεται σε μια κύλικα του Ζωγράφου του Βρύγου (490 π.Χ.). Πρόκειται για τη μοναδική σκηνή στην οποία ο ήρωας εικονίζεται να έχει πέσει ύπτιος επάνω στο ξίφος.
σχόλια