Το δικό του «αντίο» στον Βασίλη Αλεξάκη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, απηύθυνε ο γιος του σπουδαίου συγγραφέα.
Ο Δημήτρης Αλεξάκης, σε ανάρτησή του στο Facebook, περιγράφει τις στιγμές που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του πατέρα του. «Του άφησα στο χέρι μια πένα, κάμποσο μελάνι, μερικές κόλλες χαρτί».
Παράλληλα, μιλά για τη συγκίνηση ενός εκ των δύο διασωστών του ΕΚΑΒ που διαπίστωσαν το θάνατο του συγγραφέα, αποκαλύπτοντας πως ξέσπασε σε κλάματα.
Η κηδεία του συγγραφέα του θα είναι πολιτική «δυστυχώς χωρίς τον κόσμο που επιθυμούσε να είναι εκεί», εξαιτίας της πανδημίας.
Ο γιος του Βασίλη Αλεξάκη ζητά αντί στεφάνων να στηριχθεί το σωματείο των εργαζομένων στη δημόσια υγεία, το περιοδικό Σχεδία και στη συλλογική κουζίνα El Chef.
«Ο πατέρας μου έφυγε χθες από τη ζωή λίγο μετά τις 3 το απόγευμα, ήρεμα, έχοντας δίπλα του την Gultamze, που τον φρόντιζε τους τελευταίους μήνες, και μένα. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή προς τον κήπο. Ένας από τους δύο διασώστες του ΕΚΑΒ που διαπίστωσαν τον θάνατο έτυχε να είναι και ο ίδιος συγγραφέας. Άρχισε να κλαίει. «Τον αγαπούσα τον κύριο Βασίλη, έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία και τον έχω πάει 5 φορές στο Σωτηρία...» Κατάλαβα πως η Φωτεινή είχε φτάσει από τη φωνή της. Πριν τον πάρουν οι υπάλληλοι του γραφείου τελετών, ψάξαμε με τον Γιώργο τη μικρή αποθήκη, το γραφείο, και αφήσαμε στα χέρια του μια πένα, κάμποσο μελάνι, μερικές κόλλες χαρτί. Η κηδεία του θα είναι πολιτική. Η ταφή θα γίνει τις προσεχείς μέρες στου Ζωγράφου, με ελάχιστους (εξαιτίας των συνθηκών) παρευρισκόμενους. Aντί στεφάνων, όσες και όσοι το επιθυμούν μπορούν να κάνουν μια δωρεά, συνοδεύοντας την κατάθεσή τους με την ένδειξη «Μνήμη Βασίλη Αλεξάκη», στο συντονιστικό των εργαζομένων δημόσιας υγείας Support Health Workers, στη συλλογική κουζίνα «El Che-f» ή στην εφημερίδα «Η Σχεδία» την οποία είχε διανείμει ο ίδιος στους δρόμους. Έχουμε 12 Ιανουαρίου, μόλις άρχισε να βρέχει. Στη Γεωργία, λένε πως «ο καιρός κλαίει» — σημαίνει ότι κάποιος καλός άνθρωπος έφυγε, λέει η Gultamze.»
Ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης πέθανε σε ηλικία 77 ετών.
Ο Ελληνογάλλος συγγραφέας μυθιστορημάτων έγραψε τόσο στα ελληνικά όσο και στα γαλλικά ενώ τα έργα του αντλούσαν και από τους δύο πολιτισμούς, προσφέροντας με το ύφος του μια οικεία και προσωπική οπτική των ιστοριών του στον αναγνώστη.
Το 2007 είχε βραβευτεί με το Grand prix du roman από τη Γαλλική Ακαδημία, για το βιβλίο του Ap. J.-C (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «μ.Χ.»). Το πρώτο έργο του που γράφτηκε στην μητρική του γλώσσα, ήταν το "Τάλγκο", κυκλοφόρησε το 1982 και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να σημειώνει σπάνια επιτυχία. Το 1984 μάλιστα έγινε και ταινία με τον τίτλο Ξαφνικός Έρωτας.
Σε ηλικία μόλις 17 ετών ο Βασίλης Αλεξάκης έλαβε υποτροφία και έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία. Η υποτροφία του ήταν μικρή και έτσι αναγκάστηκε να δουλέψει σε ένα εστιατόριο. Μετά από τρίχρονες σπουδές επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αλλά γύρισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι το 1968 μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα.
Εργάστηκε στη Monde des livres για δεκαπέντε χρόνια. Όντας σχεδιαστής σκίτσων, ο Αλεξάκης υπήρξε δημοσιογράφος της εφημερίδας Le Monde ενώ έγραψε και ραδιοφωνικά κομμάτια.
Το 2007 η Γαλλική Ακαδημία του απένειμε το Μεγάλο Βραβείο μυθιστορήματος και το 2014 συνυπέγραψε το κείμενο ''Είναι η ώρα της Ευρωπαϊκής αριστεράς". Το 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το τμήμα Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Σκέφτομαι και γράφω και στις δυο γλώσσες. Σε ποια γλώσσα ονειρεύομαι; Εξαρτάται από τα πρόσωπα που βλέπω. Αν είναι Γάλλοι, μιλάνε γαλλικά, αν είναι Έλληνες, ελληνικά», έλεγε παλιότερα στη LiFO, αφηγούμενος την ζωή του.
Ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και η ταινία του «Οι Αθηναίοι» κέρδισε το Α΄ βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ κωμωδίας του Σανρούς το 1990. Για το θέατρο είχε γράψει τα «Εγώ δεν...» και «Μη με λες Φωφώ.»