Το curation στο Netflix, ειδικά στον κινηματογραφικό του κατάλογο, παραμένει ένα από τα τρομερά μειονεκτήματα της πλατφόρμας – όχι μόνο της συγκεκριμένης πλατφόρμας, για να είμαστε δίκαιοι. Προφανώς δεν τους νοιάζει, ενδεχομένως εξετάζουν τα στατιστικά στοιχεία και εκτιμούν ότι δεν ενδιαφέρει ούτε το κοινό τους, αλλά εμείς δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι η φράση «δεν έχω τι να δω στο Netflix» ακούγεται τόσο συχνά απλώς επειδή αρέσει στον κόσμο να γκρινιάζει.
Δουλειά μας, πάντως, δεν είναι να πούμε στους υπεύθυνους της πλατφόρμας πώς να τρέξουν την επιχείρησή τους, δουλειά μας είναι να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα των θεατών με προτάσεις, σκαλίζοντας τον κατάλογο του Netflix. Στον οποίο υπάρχουν πράγματα για να δεις, απλώς δεν τα βρίσκεις λόγω του κάκιστου curation, μιας άνευ ποιοτικού κριτηρίου ή στοιχειωδών κινηματογραφικών γνώσεων ομαδοποίησης που μπορεί να βάζει στην ίδια κατηγορία το «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε με το «Red Notice», και το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» του Ζουλάφσκι με το «Kissing Booth» – δεν τα βγάζουμε από το μυαλό μας, τα δύο τελευταία π.χ. μπορείς να τα βρεις μαζί στην κατηγορία «Romantic Movies». Eπίσης, ο αλγόριθμος έχει την κακιά συνήθεια να πετάει διαρκώς μπροστά σου τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά, εξαφανίζοντας ακόμα και εσωτερικές παραγωγές του Netflix όταν περάσει κάποιος καιρός από την κυκλοφορία τους. Θα πρέπει να μπεις και να ψάχνεις αλφαβητικά ή να ξέρεις ότι κάποια ταινία υπάρχει ήδη στον κατάλογο και να πληκτρολογήσεις τον τίτλο της για να την εντοπίσεις.
Ο αλγόριθμος έχει την κακιά συνήθεια να πετάει διαρκώς μπροστά σου τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά, εξαφανίζοντας ακόμα και εσωτερικές παραγωγές του Netflix όταν περάσει κάποιος καιρός από την κυκλοφορία τους. Θα πρέπει να μπεις και να ψάχνεις αλφαβητικά ή να ξέρεις ότι κάποια ταινία υπάρχει ήδη στον κατάλογο και να πληκτρολογήσεις τον τίτλο της για να την εντοπίσεις.
Χωρίς πολλά πολλά, λοιπόν, ιδού δέκα ταινίες που δεν πριμοδοτεί ο αλγόριθμος, μα υπάρχουν στον κατάλογο του Netflix και μπορείτε να τις παρακολουθήσετε, από μεγάλες στιγμές της έβδομης τέχνης μέχρι ευπρεπέστατες ταινίες είδους και ντοκιμαντέρ με ενισχυμένη κινηματογραφική αξία.
The African Queen (1951)
O Τζον Χιούστον παίρνει τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Κάθριν Χέπμπορν, τους βάζει να παίξουν κόντρα στις περσόνες τους και να δείχνουν κουρασμένοι, γερασμένοι και ιδιότροποι, αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό το εξωτικό φυσικό περιβάλλον –θρυλικές οι ιστορίες για τις δυσκολίες των γυρισμάτων, γέννησαν και το σπουδαίο και παραγνωρισμένο «White hunter, black heart» του Κλιντ Ίστγουντ– και εφαρμόζει τους κανόνες του screwball σε μια σκούνα. Στα μισά της διαδρομής φτάνει εκεί που για άλλες ταινίες θα ήταν το τέλος, μόνο για να αφήσει τον έρωτα να ανθίσει για λίγο και στη συνέχεια να τον παραμερίσει μπροστά σε κάτι μεγαλύτερο από τους δύο ήρωες μεν, αλλά που, τώρα πια, μόνο από κοινού μπορούν να εκτελέσουν. Το μοναδικό Όσκαρ του Μπόγκι σε μια ρομαντική περιπέτεια ιδανική για θεατές που νοσταλγούν τον κλασικισμό του παλιού Χόλιγουντ.
Adieu l’ami (1968)
Στη χώρα μας υπήρξε ιστορική ταινία «μπαμπά», όπως τις αποκαλούμε, ως συνάντηση κορυφής ανάμεσα σε δύο εμβληματικές αρσενικές φιγούρες της μεγάλης οθόνης. Δεν ξέρουμε αν οι «μπαμπάδες» είχαν αντιληφθεί τον υφέρποντα ομοερωτισμό, φανταζόμαστε ότι σε αυτή την περίπτωση το έργο θα άρεσε λιγότερο σε μερικούς. Εκεί που λες ότι ο Ζαν Ερμάν είναι καλύτερος σεναριογράφος από σκηνοθέτης –και μάλλον είναι–, έρχεται η μακροσκελής σεκάνς της διάρρηξης για να το πάρεις πίσω. Εκτιμάς την αφαίρεση με την οποία μάς δίνεται το ιστορικό της σχέσης μεταξύ Αλέν Ντελόν και Τσαρλς Μπρόνσον, άλλωστε αρκεί η χημεία τους, που είναι αναμφισβήτητη, και ο τρόπος που σου μεταφέρουν τα απαραίτητα με το βλέμμα: όλη η ταινία συνοψίζεται σε εκείνο του Μπρόνσον την τελευταία φορά που παίζει το παιχνίδι με το γεμάτο ποτήρι και τα νομίσματα και σε αυτό που μοιράζονται οι δυο τους στο φινάλε.
Μπορούσε να είναι και καλύτερο, μα το ίδιο δεν ισχύει για τους περισσότερους από εμάς;
Remains of the Day (1993)
Mεταφέροντας υποδειγματικά το ομώνυμο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο στη μεγάλη οθόνη, ο Τζέιμς Άιβορι ίσως να παρέδωσε την καλύτερη ταινία για τη βρετανική εγκράτεια που γυρίστηκε ποτέ, με ήρωα έναν αρτηριοσκληρωτικό, παλιομοδίτη μπάτλερ που βρέθηκε σε ένα τέλος εποχής δίχως να το καταλάβει και το αντιμετώπισε παθητικά, επειδή δεν ήξερε καλύτερα. Και τώρα, μετανιωμένος και γηραιότερος, τρέχει μήπως και καταφέρει να προλάβει το τέλος και της δικής του ιστορίας – γι’ αυτό και τα πάντοτε μελωδικά έγχορδα του Ρίτσαρντ Ρόμπινς ακούγονται πιο επιτακτικά από ποτέ.
Στον ρόλο του «ανθρώπου που δεν ήταν εκεί» ένας συγκλονιστικός Άντονι Χόπκινς, απαλλαγμένος από κάθε υποκριτικό τικ στο οποίο μας έχει συνηθίσει, εσωτερικός και προσηλωμένος όσο ποτέ άλλοτε, ενσωματώνοντας όλο το δράμα της καθυστερημένης μετάνοιας σε ένα υγρό βλέμμα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ.
Σοβαρός κίνδυνος για ασταμάτητα δάκρυα, εκτός κι αν σας κρατήσει σε απόσταση η βρετανικότητα του θεάματος – εμείς, πάντως, σας προειδοποιήσαμε.
Unfaithful (2002)
Ο Έιντριαν Λάιν υπήρξε μαύρο πρόβατο για την εγχώρια κριτική στα '80s και στα '90s, η οποία τον καταχώριζε υποτιμητικά στους «βιντεοκλιπάδες». Στη συνέχεια γνώρισε μερική κριτική αποκατάσταση και σίγουρα βοήθησε σε αυτό η «Άπιστη», ένα ριμέικ του (εξαιρετικού) «La femme infidele» του Κλοντ Σαμπρόλ, με την Νταϊάν Λέιν σε ρόλο ζωής και τον σκηνοθέτη να κερδίζει το στοίχημα που έχασε λίγα χρόνια πριν, με το άστοχο ριμέικ της κιουμπρικικής «Λολίτας». Ο τρόπος για να το πετύχει ήταν να κάνει μια ταινία που δεν αποτελεί ακριβώς ευθύ ριμέικ αλλά περισσότερο companion piece, μια δημιουργία σε διάλογο με την ταινία του Σαμπρόλ, αφηγούμενη τη θηλυκή πλευρά της ίδιας ιστορίας και μεταθέτοντας το βάρος από την κριτική στη μεγαλοαστική ανηθικότητα, στην εναντίωση προς τη δαιμονοποίηση της σεξουαλικότητας. Νευραλγική η σημασία του μελαγχολικού μουσικού score του Γιαν Καζμάρεκ για την ατμόσφαιρα της ταινίας – αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα σάουντρακ του εικοστού πρώτου αιώνα.
Layer Cake (2004)
Aπό τους αξιοπρεπέστερους, πλην όχι και τόσο δημοφιλείς εκπροσώπους της αναγέννησης του βρετανικού crime είδους στις αρχές της χιλιετίας, το «Layer Cake» έχει το στυλ, τη γλαφυρότητα, το voice-over, το «Don’t let me be misunderstood» από τον Joe Cocker, ένα φινάλε που τιμά την παράδοση των φιλμικών προγόνων του και καστ με ονόματα που θα μας απασχολούσαν αρκετά στη συνέχεια –και συνεχίζουν να μας απασχολούν μέχρι σήμερα–, με κορυφαίο του Χορού τον Ντάνιελ Κρεγκ. Όταν είχε ανακοινωθεί ότι θα ενσαρκώσει τον Τζέιμς Μποντ, οι διαμαρτυρίες δεν είχαν τελειωμό, μα η φωνασκούσα πλειοψηφία στα fora θα το είχε βουλώσει αν είχε δει αυτή την ταινία. Στο «Layer Cake» γινόταν εμφανές, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι o Κρεγκ θα φορούσε το κουστούμι του 007, αντί να τον φορά εκείνο.
Naboer (2005)
Κάπου θαμμένο στον κατάλογο της κατηγορίας horror βρίσκεται το ατμοσφαιρικό αυτό ψυχολογικό θρίλερ από τη Νορβηγία, που είχε περάσει και από τις ελληνικές αίθουσες, με ήρωα έναν άντρα που βοηθά την πρώην του να μαζέψει τα πράγματά της και την ίδια μέρα γνωρίζει τη σέξι νέα γειτόνισσα που μένει στο διπλανό διαμέρισμα με την αδελφή της. Το διαμέρισμά τους διογκώνεται και μικραίνει πολανσκικά, υπάρχει και μια πολύ νοσηρή σκηνή που θα «διώξει» όσους βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα. Η έκβαση της υπόθεσης ίσως είναι προφανής για τους πεπειραμένους του είδους, μα η δύναμη της ταινίας κρύβεται περισσότερο στον τρόπο που έρχεται. Προσφέρεται σε οικονομική συσκευασία –μόλις 75 λεπτά κρατά–, δεν αφήνει σημάδια και κάνει τη δουλειά.
The squid and the whale (2005)
Χρόνια πριν από το «Marriage Story», ο Νόα Μπάουμπακ είχε συστηθεί σε ένα ευρύτερο κοινό με μια άλλη ιστορία διαζυγίου που παντρεύει τον Γούντι Άλεν και τον Κασαβέτη με την αμερικάνικη indie εκκεντρικότητα των '00s και μας παρουσιάζει τα δοκιμαζόμενα μέλη μιας τετραμελούς οικογένειας, εστιάζοντας στον χαρακτήρα του Τζέσε Άιζενμπεργκ, το avatar του δημιουργού. Το ταξίδι του χαρακτήρα προς την απόρριψη των γονικών προτύπων και των προβολών τους πάνω του και προς τη συμφιλίωση με τον εαυτό του έχει μια αλήθεια, παρά την τεχνητή φύση του θεάματος, ίσως λόγω του αυτοβιογραφικού χαρακτήρα της ιστορίας. Εκείνο που ανεβάζει κατηγορία την ταινία είναι ένα συντρέχον, καυστικό σχόλιο για το κυνήγι της τελειότητας και της πρωτιάς και, βέβαια, η χρήση του «Ηey you» των Pink Floyd, πρώτα ως κωμικό εύρημα και έπειτα ως κραυγή σε βοήθεια. Έχουμε κι εμείς τις αδυναμίες μας – μας βάζεις Floyd, κερδίζεις την προσοχή μας και τη συμπάθειά μας.
Τhe Mist (2007)
Έχοντας ήδη στο ενεργητικό την «Τελευταία Έξοδο: Ρίτα Χέιγουορθ» και το «Πράσινο Μίλι», δύο από τις πιο αγαπημένες κινηματογραφικές διασκευές Στίβεν Κινγκ στην οθόνη δηλαδή, ο Φρανκ Ντάραμποντ θα μεταφέρει κι ένα βιβλίο τρόμου του συγγραφέα και θα πετύχει χατ-τρικ. Κρίμα που το Netflix δεν μας δίνει την επιλογή μεταξύ της έγχρωμης και της ασπρόμαυρης εκδοχής – ο Ντάραμποντ προτιμούσε τη δεύτερη, μα το στούντιο τού έβαλε φρένο. Η ευκολία με την οποία διαρρηγνύεται το «κοινωνικό συμβολαίο» μπροστά στην πρώτη δυσκολία ήταν το κεντρικό θέμα και στο βιβλίο, ιδιοφυώς ο Ντάραμποντ άλλαξε το φινάλε και μετέτρεψε την ιστορία σε σωστή αρχαιοελληνική τραγωδία, με τον Κινγκ να του βγάζει το καπέλο. Με άλλο πρωταγωνιστή στη θέση του Τομας Τζέιν το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο και η ταινία πιο γνωστή, μα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον Αμερικανό ηθοποιό ότι προσπαθεί φιλότιμα.
Jim and Andy: Τhe Great Beyond (2017)
Στο απόγειο της εμπορικής του δόξας, ο Τζιμ Κάρεϊ θα μεταμορφωνόταν στον αμφιλεγόμενο κωμικό Άντι Κάουφμαν –για κάποιους μια κωμική ιδιοφυΐα, για άλλους ο χειρότερος κωμικός που υπήρξε ποτέ– για τις ανάγκες της βιογραφικής ταινίας του Μίλος Φόρμαν με τίτλο «Man of the Moon»(1999), παρμένο από το ομώνυμο τραγούδι των R.E.M., που είχε γραφτεί για τον Κάουφμαν. Ο Κάρεϊ είχε επιτρέψει σε ένα συνεργείο να τον καταγράφει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπου συμπεριφερόταν και εκτός φακού πότε ως Άντι Κάουφμαν πότε ως Τόνι Κλίφτον –το alter ego του Κάουφμαν– μα ποτέ ως Τζιμ Κάρεϊ. Το ντοκιμαντέρ αξιοποιεί αυτό το υλικό για να αναδείξει την ανάγκη ενός ηθοποιού να χαθεί στην προσωπικότητα ενός άλλου ώστε να ξεφύγει από τη δική του, τη διαχείριση της φήμης και τη μάχη με την εικόνα του. Μεταξύ άλλων, μας υπενθυμίζει ότι η δουλειά ενός καλλιτέχνη δεν σταματά όταν φεύγει από τη σκηνή ή το πλατό, στην πραγματικότητα τότε ξεκινά.
Τhe Sparks Brothers (2021)
H «αγαπημένη μπάντα της αγαπημένης σας μπάντας» είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους Sparks, το εκκεντρικό μουσικό δίδυμο που, αν και Αμερικανοί, έκαναν (σχετική) επιτυχία στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με ένα ιδιοσυγκρασιακό κράμα glam rock, new wave, ροκ όπερας και post-punk ήχων μετά σκωπτικών και δηκτικών στίχων. Η συνεργασία τους με τον Λεός Καράξ για την «Annette» τους έκανε ευρύτερα γνωστούς στα γεράματα, ενώ η συμμετοχή της Κέιτ Μπλάνσετ στο βιντεοκλίπ του «Girl is crying in her latte» από το νέο τους άλμπουμ σίγουρα δεν έβλαψε. Το ντοκιμαντέρ του Έντγκαρ Ράιτ, που προστέθηκε μόλις στον κατάλογο του Netflix, σίγουρα θα βοηθήσει στην ενίσχυση του μύθου τους.
Δεν χρειάζεται να γνωρίζετε απολύτως τίποτα γι' αυτούς και για τη μουσική τους για να δείτε το ντοκιμαντέρ. Από το απόσπασμα στην αρχή, όπου ο Έντγκαρ Ράιτ τους βάζει να απαντήσουν συνηθισμένες ερωτήσεις που αφορούν τους ίδιους, καταλαβαίνετε ότι βρίσκεστε σε καλά χέρια και, χάρη στην κωμική τους στόφα, το έτσι κι αλλιώς αξιοπερίεργο μουσικό τους έργο και, φυσικά, τα συνεχή σκηνοθετικά ευρήματα και τη φρενήρη αφήγηση του Ράιτ ειλικρινά δεν θα καταλάβετε πότε πέρασαν 140 λεπτά – μερικοί θα θέλετε κι άλλο.