Τον περασμένο Ιούλιο, σε μια αναγκαστικά Zoom συνέντευξη από το σπίτι του στην Ισπανία, και από το ξενοδοχείο Ammos στα Χανιά, μιλήσαμε με τον Βίγκο Μόρτενσεν για το «Falling», το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με θέμα τη ζόρικη σχέση και το ξεκαθάρισμα των παλιών λογαριασμών ανάμεσα σε έναν μεσήλικο γκέι άνδρα, τον Τζον Πίτερσον (τον υποδύεται ο ίδιος), και τον ομοφοβικό, επιθετικό ηλικιωμένο πατέρα του Γουίλις, σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από τον βετεράνο Λανς Χένρικσεν.
Το καθεστώς παγκόσμιου lockdown είχε αρχίσει λίγο να υποχωρεί και ενώ ήμασταν και πάλι σε μια θέση βελτιωμένη, κοινωνικά και κινηματογραφικά σίγουρα δεν ήταν απελευθερωμένη. Τότε, ο τρις υποψήφιος για Όσκαρ Άραγκορν από τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» δεν μπορούσε να ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να δει τον γιο του.
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στην Αθήνα, όπου ολοκληρώνει τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ «Crimes of the Future». Μιλάει για την περιπέτεια της σκηνοθεσίας, τα παιχνίδια της μνήμης, τη συμβουλή της Ανιές Βαρντά αλλά και τον Καναδό σκηνοθέτη που κάνει ένα «νόστιμο» πέρασμα από το «Falling» ως γιατρός που τιμωρεί με επιστημονική απάθεια τον απαράδεκτο πατέρα.
— Γιατί γυρίσατε την ταινία;
Δεν είναι το μόνο σενάριο που έχω γράψει. Και αν δεν έχεις σκηνοθετήσει ποτέ ‒που κάποιος σοβαρός λόγος υπάρχει που δεν συνέβη κάτι τέτοιο‒, δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεις χρήματα για να γυρίσεις μια ταινία. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν είσαι γνωστός ηθοποιός. Η υποκριτική και η σκηνοθεσία δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση. Και βέβαια εξαρτάται από το τι είδους ηθοποιός είσαι: αν έρχεσαι προετοιμασμένος για τον δικό σου ρόλο, ξέρεις απέξω τα λόγια και δεν σε νοιάζουν οι συνάδελφοί σου, δεν βρίσκεσαι σε πλεονεκτική θέση για να σκηνοθετήσεις.
Ανέκαθεν είχα μια περιέργεια για το τι συμβαίνει γύρω μου, πώς συντελείται η ομαδική προσπάθεια που λέγεται κινηματογράφος. Το απόλαυσα και αισθάνθηκα μια χαρά, με τη μόνη διαφορά ότι, αντί εγώ να παρατηρώ και να ρωτάω συνεχώς, οι άλλοι μου ζητούσαν εξηγήσεις και λεπτομέρειες. Πράγμα που βρίσκω φυσιολογικό, διότι η υποχρέωση να βρεις απαντήσεις βελτιώνει το αποτέλεσμα.
Όταν πηγαίνω σινεμά, δεν θέλω να μου εξηγήσεις τα πάντα, να υπογραμμίζεις κάθε συναισθηματική πτυχή, να εκθέτεις την πλοκή με προφανείς τρόπους, με μουσική, διάλογο, επιδεικτική δουλειά στην κάμερα. Τότε χάνω το ενδιαφέρον μου και ως θεατής, αδιαφορώ, δεν συμμετέχω. Όταν καλούμαι να συμπληρώσω τα κενά ως θεατής, τότε ο σκηνοθέτης με σέβεται.
— Μπορώ να υποθέσω πως απ’ όλες τις συγγραφικές σας απόπειρες το «Falling» πραγματοποιήθηκε διότι ήταν σωστή η συγκυρία;
Είχα μερικές άκυρες εκκινήσεις με τα προηγούμενα σενάριά μου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού. Απλώς τώρα βρήκα τους επενδυτές. Το πρωτοξεκίνησα πρόπερσι, γύρισα ένα μέρος, τα χρήματα αποσύρθηκαν, προσπάθησα κάτι άλλο, τα χρήματα και πάλι αποσύρθηκαν, χρησιμοποίησα ένα ποσόν και ξεκίνησα από το μηδέν, με έναν προϋπολογισμό ικανό να συντηρήσει τις απαιτήσεις του σεναρίου.
Και πάλι ωστόσο, λίγο πριν από το ξεκίνημα, αναγκάστηκα να μειώσω τις εβδομάδες γυρίσματος από πέντε σε έξι. Αλλά είχαμε κάνει εντατικές πρόβες πριν, οπότε δεν χάσαμε άσκοπα χρόνο.
— Αφού η υπόθεση «σκηνοθεσία» είναι μεγάλος μπελάς μέχρι να πάρει σάρκα και οστά, γιατί δεν δοκιμάζετε να κάνετε εσείς παραγωγή στα δικά σας σενάρια κι έτσι να ελέγξετε το αποτέλεσμα;
Έχω κάνει τέσσερις φορές παραγωγή, αλλά προφανώς εννοείτε αυτό που γίνεται συνήθως στην Ευρώπη, με τους δημιουργούς, και σχεδόν καθόλου στην Αμερική. Από τότε που κατάφερα να βάλω όρο στα συμβόλαιά μου να έχει πάντα ο σκηνοθέτης το final cut, το μεταφέρω σε κάθε μου δουλειά. Το θεωρώ αυτονόητο προνόμιο και ευτυχώς οι παραγωγοί το δέχονται.
Νομίζω πως είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας να δουλεύεις πάνω σε μια ταινία επί μήνες και κάποιος άλλος να την πάρει από τα χέρια σου και να κάνει ό,τι νομίζει. Φυσικά και είχα το final cut στο «Falling». Αν έβγαινε πέντε ώρες ή χρειαζόμουν πολύ περισσότερα χρήματα, θα το συζητούσαμε, αλλά, έτσι όπως είναι, περίπου στις δύο ώρες, δεν βλέπω τον λόγο για το αντίθετο.
— Μου άρεσε πολύ η αναφορά σας στην Ανιές Βαρντά, και πιο συγκεκριμένα στη συμβουλή που σας έδωσε, εκείνη στην έξοδό της από μια μεγάλη καριέρα κι εσείς στην αρχή μιας ωραίας «περιπέτειας», με το πρώτο σας σενάριο που βρήκε τον δρόμο του στα πλατό. Σας είχε πει πως δεν πρέπει να δείχνετε αλλά να δημιουργείτε την περιέργεια στον θεατή να ψάξει, για να δει.
Ακριβώς αυτό ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Όταν πηγαίνω σινεμά, δεν θέλω να μου εξηγήσεις τα πάντα, να υπογραμμίζεις κάθε συναισθηματική πτυχή, να εκθέτεις την πλοκή με προφανείς τρόπους, με μουσική, διάλογο, επιδεικτική δουλειά στην κάμερα. Τότε χάνω το ενδιαφέρον μου και ως θεατής, αδιαφορώ, δεν συμμετέχω. Όταν καλούμαι να συμπληρώσω τα κενά ως θεατής, τότε ο σκηνοθέτης με σέβεται.
Ωστόσο κατανοώ την ανάγκη μιας μερίδας του κοινού να έχει έτοιμες απαντήσεις, όπως και στη ζωή άλλωστε: μερικοί άνθρωποι δεν αντέχουν τα μυστικά και τις σιωπές, έστω κι αν γνωρίζουν πως κανείς δεν είναι εντελώς διάφανος.
— Συμφωνώ απόλυτα και έρχομαι στην ταινία σας. Αν και ο πατέρας του πρωταγωνιστή στο «Falling» έχει επίσης κάποια μυστικά, δεν παύει να επιτίθεται λεκτικά στον γιο του και σε οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του, λέγοντας σχεδόν οτιδήποτε, κυρίως αρνητικό και προσβλητικό, του έρχεται στο μυαλό. Είναι ένα από τα πιο αμετανόητα καθάρματα που έχουμε δει ποτέ σε ρόλο πατέρα και αναρωτιέμαι πώς ο Τζον δεν χτυπά, ως αντίδραση, τον πατέρα που τον κακοποιεί ψυχικά από την παιδική του ηλικία.
Στο τσακ είναι να τον βαρέσει! Του το λέει κιόλας, «μη με αναγκάσεις, σε παρακαλώ». Ναι, είναι πολύ λογικό να βιαιοπραγήσει όταν του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, αλλά δεν το κάνει, για έναν απλό λόγο: δεν θέλει να τον χάσει από τη ζωή του. Επιστρατεύει τη λογική και την υπομονή του, σε βαθμό που πιστεύουμε πως είναι σχεδόν άγιος.
Αν όμως κάνει κάτι τέτοιο, έχει κόψει τις γέφυρες αυτόματα, και τον βοηθά να εξαφανιστεί. Θέλει να τον βοηθήσει, γιατί είναι πατέρας του και τον αγαπά, σε πείσμα της σχέσης τους. Από υποκριτικής πλευράς, έπαιζα σαν να ήμουν στα πρόθυρα να του πω πολλά, αλλά δεν τα πρόφερα, έως ότου δεν αντέχω άλλο και ξεσπάω. Η μητέρα του είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, το ηθικό βαρόμετρο της ασυμφωνίας τους και η αφανής πυξίδα του σεναρίου.
Σηματοδοτεί επίσης τη διαφορετική προσέγγιση ενός προσώπου όταν ο χρόνος ξεμακραίνει, αν θέλετε την αναξιοπιστία της μνήμης, και του ελέγχου του παρελθόντος. Το φιλτράρισμα που κάνουμε στο παρελθόν μας τελικά καθορίζει τον χαρακτήρα μας.
— Ευτυχώς, ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ είναι εκείνος που «βάζει χέρι» στον πατέρα, κυριολεκτικά παρά μεταφορικά.
(γελάει) Όντως. Όταν έγραψα τον μικρό ρόλο του γιατρού ήταν η πρώτη μου επιλογή. Του έστειλα το σενάριο ‒ήταν μάλιστα από τους πρώτους που το διάβασαν‒, του πρότεινα να παίξει, γιατί ήξερα πως είναι και καλός ηθοποιός, εκτός όλων των άλλων, του είπα να μην πιεστεί αν δεν του αρέσει ή δεν προλαβαίνει και μου απάντησε καταφατικά, καθώς βρήκε πως θα έχει πλάκα να το δοκιμάσει, και το πλατό ήταν κοντά στο σπίτι του, στον Καναδά.
Δεν με εξέπληξε το γεγονός πως έφτασε στην ώρα του τη μέρα του γυρίσματος, απόλυτα διαβασμένος ‒ το πήγε με τη μία και γύρισε σπίτι του νωρίς!
— Έχει την κατάλληλη, κλινική ψυχραιμία για τον ρόλο.
Ναι, αυτό του είπα για να τον πείσω, και συμφώνησε. Ο Ντέιβιντ έχει μεγάλη κινηματογραφική πείρα με τις όψεις και τις εκδοχές του σώματος, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.
— Βέβαια. Υπάρχουν πολλά θέματα στο «Falling», αν και νομίζω πως υπερτερούν η μνήμη και ο ανδρικός ψυχισμός. Ειδικά όσον αφορά τον δεύτερο, η σκηνή του φινάλε μάς εκπλήσσει με τον τρόπο που ο Γουίλις, ο πατέρας, ένας άνθρωπος που μπαίνει και βγαίνει στο μυαλό του, χτυπημένος από άνοια, δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει από την αρχή.
Κανείς δεν είναι ένα πράγμα, κάτι που ισχύει περισσότερο για ανθρώπους με έντονη συμπεριφορά. Στο θέμα της μνήμης, από την αρχή δεν ήθελα να κάνω τη διάκριση του παρόντος από το παρελθόν με πολύ χτυπητά τεχνικά μέσα, δηλαδή με ασπρόμαυρο, ή προσομοίωση παλιού φιλμ, ή έντονες χρωματικές διαφορές. Θεωρώ πως ο ρεαλισμός του παρόντος διαχέεται στις αναμνήσεις και προτίμησα αποχρώσεις, μια απαλή χρωματική παλέτα και τη μετάβαση μέσα από τα ρούχα και τα αντικείμενα μιας άλλης εποχής, που ούτως ή άλλως διαχωρίζουν το τότε από το σήμερα.
Την άνοια δεν επιθυμούσα να την καταγράψω ως εξωτερικός παρατηρητής, αντικειμενικά και με κριτική διάθεση, αλλά σαν να βρίσκομαι μέσα στο μυαλό των προσώπων, του πατέρα, του γιου και της κόρης του. Αυτό φαίνεται στη σεκάνς του δείπνου, όπου η κάμερα κινείται περίπου κυκλικά και τα σπασμωδικά πλάνα αντανακλούν τον αποπροσανατολισμό του πατέρα. Είναι ανήσυχος, γιατί δεν καταλαβαίνει εντελώς τι του λένε και χάνει πολλούς από τους διαλόγους, γίνεται ευερέθιστος ‒ και τελικά εριστικός. Όποτε φωνάζει, όμως, ανακτά τον έλεγχο, γιατί η επίθεση είναι ο μόνος αμυντικός μηχανισμός του. Τότε η κάμερα σταματά την κίνηση. Προσπαθήσαμε να το εφαρμόσουμε με νύξεις, αλλά για μας ήταν σημαντικό να δηλώσουμε την ψυχική κατάσταση σε διάδραση, χωρίς να επιλέξουμε πλευρά.
— Το «Falling» είναι βρετανο-καναδική παραγωγή, εσείς και ο Λανς Χένρικσεν Αμερικανοί με ρίζες από τη Δανία, το στόρι αμερικανικό, αν και οικουμενικό στη βάση του φυσικά, και μένετε στην Ισπανία. Τελικά, εκεί είναι το «σπίτι» σας;
Σημασία δεν έχει πού, αλλά πώς ζεις. Έχω περάσει πολλές φάσεις, σε πολλές πόλεις, βουνά και χώρες, αν και αγαπώ ιδιαίτερα τη φύση. Η αλήθεια είναι πως νιώθω πολύ άνετα στην Ισπανία και θα έλεγα πως περνάω καλά και δημιουργικά στο lockdown αν δεν μου έλειπε ο γιος μου, που βρίσκεται στις ΗΠΑ και δεν μπορώ να τον επισκεφθώ, πέρα από τις κουβέντες μας στο Skype. Αν ταξιδέψω εκεί, ίσως να μην μπορέσω να επιστρέψω. Υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό και μία από τις αιτίες που τα πράγματα χειροτέρεψαν είναι ο εγκληματικός χειρισμός του Τραμπ.
Όταν μου λένε πως στις μεσογειακές χώρες, στην Ισπανία, την Ιταλία (φαντάζομαι και την Ελλάδα κατηγορούν), οι κάτοικοι δεν υπακούουν στους νόμους και κάνουν του κεφαλιού τους, τους απαντώ «κοιτάξτε τι γίνεται στις ΗΠΑ του Τραμπ ή στη Βραζιλία του Μπολσονάρου και μετά ελάτε να κατηγορήσετε τους υπόλοιπους».
— Τι κάνατε κατά τη διάρκεια της πανδημίας;
Έγραψα ένα σενάριο, για να γίνει ταινία φυσικά. Είναι όπως και με τους ηθοποιούς: πρέπει να προπονείσαι σε περίοδο γενικής αδράνειας, μέχρι τη στιγμή που η καλή στιγμή και η τύχη σού χτυπήσουν την πόρτα. Ειδάλλως δεν θα τα καταφέρεις να αντεπεξέλθεις. Επίσης, δουλεύω για την ταινία, κάνω συνεντεύξεις, θα ταξιδέψω για να την προωθήσω και κάποια στιγμή περιμένω να βγει στις αίθουσες, πρώτα της Ισπανίας, μετά στη Γαλλία και τη Σκανδιναβία, στην Ελλάδα ελπίζω, ώσπου να πάρει το δρόμο της προς τις ΗΠΑ, γιατί, αν και αμερικανικό στόρι, με Αμερικανούς ηθοποιούς και πρεμιέρα στο Sundance, θα υπολογιστεί ως ευρωπαϊκή ταινία με κριτικές και βραβεία ίσως, και θα προβληθεί μετά. Δεν πειράζει όμως, αρκεί να παίξει στις αίθουσες.
Εσείς φαντάζομαι πως την είδατε αναγκαστικά σε link. Την πλοκή και την αισθητική την κατανοείτε βέβαια, αλλά μακάρι να την ξαναδείτε στην αίθουσα. Η δουλειά στον ήχο κυρίως, αλλά και στις αποχρώσεις της εικόνας και στις ανάσες του Χένρικσεν, το βλέμμα της Λόρα Λίνεϊ, δίνουν τόσο πολλά που το laptop αφαιρεί. Για την αίθουσα το γύρισα το «Falling»…
————————————-
Το «Falling» δεν έχει προβληθεί ακόμη στις ελληνικές αίθουσες