«Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν γαμι@λη να με λυγίσει», ήταν το μότο του πιο ευαίσθητου σκληρού του αμερικανικού σινεμά, του ηθοποιού που απέδειξε πως ανάμεσα στους Μπρόνσον και Σβαρτσενέγκερ αυτού του χώρου, και τους Πατσίνο και Ντε Νίρο του πολύφερνου Μethod Αcting, υπήρχε χώρος ώστε μια ιδιοφυΐα της υποκριτικής αντίληψης, διαίσθησης και ενσυναίσθησης να αφήσει αξέχαστο αποτύπωμα σε αριστουργήματα αλλά και σε αξιολησμόνητες ταινίες.
Ο Τζιν Χάκμαν υπήρξε ο Σπένσερ Τρέισι της γενιάς του, άνετος και φυσικός σε «βαθμό κακουργήματος», νατουραλιστής σε επίπεδο που συχνά φαινόταν σαν να μην παίζει αλλά να βιώνει αβίαστα τους ρόλους, ένας everyman που έπειθε πως μεγάλωσε στο πεζοδρόμιο και δεν σήκωνε πολλά πολλά, τρομερός στο να ακούει προσεκτικά και να αντιδρά καίρια, η επιτομή του αμερικανικού DNA μπροστά στην κάμερα.
Όταν, πριν από περίπου μια δεκαετία, ένα συνεργείο στήθηκε έξω από το σπίτι του για τα γυρίσματα μιας ταινίας, βγήκε και ρώτησε μια βοηθό σκηνοθέτη αν χρειάζονταν κομπάρσους. Εκείνη προφανώς δεν τον αναγνώρισε και του απάντησε, «όχι κύριε, σας ευχαριστούμε». Το credit του κομπάρσου με τις λιγότερες πιθανότητες να επιτύχει θα ήταν ιδανικός επίλογος για έναν ηθοποιό που πάλεψε και επέμεινε να βρει τη θέση του σε ένα περιβάλλον που ποτέ δεν φανταζόταν πως ένας Τζιν Χάκμαν θα γινόταν παγκόσμιος σταρ.
Όταν ένα ωραίο πρωί ο πατέρας του μπήκε στο αυτοκίνητο και διέσχισε τον δρόμο μπροστά από το σπίτι όπου μεγάλωσε στο Σαν Μπερναρντίνο της Καλιφόρνια, κουνώντας το χέρι, ήξερε πως το αντίο ήταν οριστικό και το νεύμα του δεν ήταν απλώς ένας χαιρετισμός αλλά μια πολύ σύντομη τελετή παράδοσης του κλειδιού της ζωής, η απότομη ενηλικίωση συμπυκνωμένη σε μια στιγμή.

Από τη μέρα εκείνη ο μικρός Τζιν κατάλαβε πως έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του και να σκεφτεί πώς θα επιβιώσει, με δεδομένο πως ο πατριάρχης με το βαρύ χέρι και την αλήτικη συμπεριφορά αποτελούσε παρελθόν για την πληγωμένη οικογένεια. Επιθυμώντας να ζήσει μια περιπέτεια, κατατάχθηκε στο Ναυτικό στα 16 του, ταξίδεψε ως την Κίνα στα επαναστατικά χρόνια του Μάο και αργότερα πολέμησε στην Κορέα, απ' όπου και αποστρατεύτηκε πολύ γρήγορα και άδοξα επειδή έριξε τη μοτοσικλέτα του σε ένα φορτηγό χωρίς φώτα, και έσπασε πόδι, ώμο και γόνατο.
Το 1952, στα 22 του χρόνια, με απολυτήριο λόγω τραυματισμού και ημιτελείς σπουδές δημοσιογραφίας από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, έφτασε στη Νέα Υόρκη για να γίνει ηθοποιός, με μοναδικό εφόδιο την ερασιτεχνική θητεία του στο ραδιόφωνο του στρατού ως εκφωνητής ειδήσεων και DJ.
Έκανε όποια δουλειά μπορούσε να βρει: οδηγούσε φορτηγά, ήταν βοηθός σε κάβα (όπου του φέρονταν σαν σκουπίδι), πουλούσε γυναικεία παπούτσια σε μπουτίκ μόδας και γυάλιζε έπιπλα στο κτίριο της Chrysler, όποτε δεν τα μετέφερε σε ακριβά διαμερίσματα.
Όσο ήταν θυρωρός σε ξενοδοχείο, ένας συνάδελφός του από το Ναυτικό, ντυμένος στην πένα, τον προσπέρασε μουρμουρίζοντας, «Χάκμαν, είσαι κακομοίρης», κι αυτό τον πείσμωσε ώστε να προσπαθεί πιο πολύ στις οντισιόν. Η πρώτη του σύζυγος, η Φέι Μαλτίζ, που ήταν υπάλληλος τραπέζης, τον ενθάρρυνε να κυνηγήσει το όνειρό του και μαζί μετακόμισαν στην Καλιφόρνια. Στη σχολή που παρακολούθησε στην Πασαντίνα δεν τον θεωρούσαν τον πλέον υποσχόμενο σπουδαστή – άλλωστε ήταν μαθημένος στις χαμηλές προσδοκίες, αφού και στο σχολείο είχε ψηφιστεί ως ο λιγότερο πιθανός να πετύχει επαγγελματικά!
Κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερος από τους συμφοιτητές του, τους οποίους περιέγραφε ως «ζωντανές ηλιοκαμένες σανίδες του σερφ», και πολύ βαρύτερος ως σωματική κατασκευή, με πρόσωπο που θύμιζε «ανθρακωρύχο της διπλανής πόρτας», όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του σαρκαστικά, συμπάθησε μόνο έναν 19χρονο στη σχολή, εξίσου ασυνήθιστο στην εμφάνιση, τον Ντάστιν Χόφμαν. Ο τρόπος τους να αποδράσουν από τον διαγωνισμό ομορφιάς που αποτελούσαν οι υπόλοιποι ήταν ανεβαίνοντας στην ταράτσα, όπου έπαιζαν ταμπούρλο.

Αποφοίτησε με τον χαμηλότερο βαθμό που είχε δοθεί ποτέ και αντί να νιώσει ηττημένος από την αποτυχία του επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε μαθήματα με τον Τζορτζ Μόρισον, απόφοιτο του Actors Studio του Λι Στράσμπεργκ και θιασώτη του Μethod Αcting. Η είσοδός του στο θέατρο ήταν δύσκολη επειδή, όπως είχε πει, κανείς δεν ξεκινάει από την κορυφή, και ο πάτος στο Broadway είναι άσχημος.
Η μητέρα του, που κάποτε, σε μια κινηματογραφική αίθουσα, του είχε πει πως πολύ θα ήθελε να τον καμαρώσει εκεί ψηλά στο πανί, κάηκε ζωντανή στο πατρικό τους το 1962, σε μια πυρκαγιά που προκλήθηκε από το αναμμένο τσιγάρο της, και δεν πρόλαβε να χαρεί την επιτυχία που ήρθε αργότερα, αφού πρώτα συμμετείχε στη θεατρική κωμωδία Any Wednesday και σε έναν μικρό ρόλο στην ταινία Lilith το 1964.
Εκεί γνώρισε τον Γουόρεν Μπίτι, κέρδισε την εμπιστοσύνη και τη φιλία του, κι εκείνος τον σύστησε για να παίξει τον Μπακ Μπάροου, τον μεγαλύτερο αδελφό του Κλάιντ, στο θρυλικό Μπόνι και Κλάιντ. Συλλαμβάνοντας τον θυμό και το ατίθασο πνεύμα του χαρακτήρα, στοιχεία που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα του, τράβηξε την προσοχή της κοινότητας, και έχασε άδικα το Όσκαρ β' ρόλου από τον Τζορτζ Κένεντι στο Cool Hand Luke.
«Δεν έχει κανένα πρόβλημα να βάλει τα χέρια του στη φωτιά και να μην τα τραβήξει όσο γρήγορα θα τα τραβούσε ένας κανονικός άνθρωπος», είπε για τον Χάκμαν ο Άρθουρ Πεν, που θα τον σκηνοθετούσε ξανά στο Night Moves. Μανιώδης τελειομανής, ο Αμερικανός ηθοποιός δεν σταματούσε να παρατηρεί όποιον έβρισκε μπροστά του, πολλές φορές με κλινικό και ψυχρό τρόπο, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους για να κλέψει κινήσεις και βλέμματα από ανύποπτους περαστικούς. «Ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει προσωπικά περιστατικά προς όφελος μιας σκηνής. Όταν έδερνε σαδιστικά τον English Bob που υποδυόταν ο Ρίτσαρντ Χάρις στους Ασυγχώρητους του Κλιντ Ίστγουντ το 1992, είχε παραδεχθεί πως με τον Βρετανό είχαν συνεργαστεί παλιότερα στο Hawaii. Εκείνος δεν τον θυμόταν καν, και μετέφερε τη σνομπίστικη συμπεριφορά στη βία που απαιτούσε το σενάριο για να τον εκδικηθεί!

Για τον ρόλο του σερίφη Ντάγκετ κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ του. Είχε προηγηθεί ένα ακόμα, για α' ανδρικό ρόλο, 21 χρόνια νωρίτερα, για τον εμβληματικό ντετέκτιβ Ποπάι Ντόιλ στον Άνθρωπο από τη Γαλλία, μια δουλειά που κέρδισε αφού επτά τουλάχιστον συνάδελφοί του απέρριψαν τον ρόλο. Αν και η σκληρή ανατροφή του προδιέθετε για το αντίθετο, ο Χάκμαν είχε πρόβλημα να χειριστεί τη βία στην ταινία και ζητούσε επίμονα να τον αντικαταστήσει, όποτε έπρεπε να χαστουκίσει έναν έμπορο ναρκωτικών, ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Φρίντκιν, λάτρης του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας, που ευτυχώς δεν του έδωσε και πολλή σημασία.
Οι πραγματικοί τσακωμοί δεν έλειψαν ποτέ από τη ζωή του. Στα 72 του χρόνια ενεπλάκη σε καβγά: λογόφεραν με έναν άντρα, ο Χάκμαν του επιτέθηκε, του κατάφερε δυο-τρεις γροθιές στο πρόσωπο, κι ένας τρίτος τον έριξε στην άσφαλτο, «κάτι όχι και τόσο ευχάριστο στην ηλικία μου», όπως παραδέχθηκε αργότερα.
Λόγω του ευέξαπτου χαρακτήρα του τού είχαν δώσει το παρατσούκλι «Βεζούβιος», αλλά οι εκρήξεις του συγχωρούνταν λόγω της μεταμέλειας που έδειχνε και του ταλέντου του.
«Υπήρξε χαρισματικός, ακόμη και στα χειρότερά του», παραδέχθηκε ο Γουές Άντερσον για τα γυρίσματα των Royal Tenenbaums, ενώ ο Κέβιν Κόστνερ τον αποθέωσε, θεωρώντας ως τον καλύτερο συνεργάτη στην καριέρα του.
Η ψυχή της παρέας, όπως διατεινόταν ο Άρθουρ Πεν, ή βαθιά μοναχικός, που χρειαζόταν τον δικό του χώρο για να αποσύρεται διαρκώς, όπως έλεγε ο φίλος του από τη δεκαετία του '50, Ρόμπερτ Ντιβάλ, και όσοι τον γνώριζαν καλά;
Ο Χάκμαν ήταν η συνισταμένη πολλών παραδόξων, ένας βασανισμένος άνδρας που ψήφιζε Δημοκρατικούς και θαύμαζε την όμορφη Αμερική που ευαγγελιζόταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν, μιλούσε εξίσου άνετα για τέχνη και για τις αγαπημένες του Τζάγκουαρ, οδηγούσε μικρά αεροπλάνα και έκανε καταδύσεις, διάβαζε φανατικά, είχε ως λογοτεχνικά πρότυπα τον Στίβενσον, τον Μέλβιλ, τον Κόνραντ και τον Λόντον, μάλιστα έγραψε 4 μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία και το Wake of the Perdido Star, και βέβαια φιλοτέχνησε ιμπρεσιονιστικούς πίνακες, έχοντας πάρει μαθήματα ήδη από τη δεκαετία του '50.


Για χάρη της ζωγραφικής αποσύρθηκε οριστικά και αμετάκλητα από τα πλατό το 2004, βρίσκοντας πολύ αγχωτικό το επάγγελμα μετά το τέλος των γυρισμάτων του κύκνειου άσματός του, Welcome to Mooseport. Είχε προηγηθεί μια εκπληκτική καριέρα, ειδικά στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς του στα '70s, με το I never sang for my father (η δεύτερη χρονολογικά υποψηφιότητά του για Όσκαρ), το Poseidon Adventure, όπου δεν είχε κανένα πρόβλημα να «θυσιαστεί» πριν από το φινάλε, μια ασυνήθιστη για την εποχή κίνηση για πρωταγωνιστή μεγάλης ταινίας, η απαράμιλλη Συνομιλία του Κόπολα, που όταν έμαθε πως ο Μπράντο απέρριψε τον ρόλο στο συνωμοσιολογικό θρίλερ ανέβασε μόνος του τον πήχη, και βέβαια η αγαπημένη του ταινία, το Σκιάχτρο, η μοναδική που γύρισε με χρονική ακολουθία, παρέα με τον φίλο Χόφμαν στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο.
Το διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, και η αυτοκτονία του καλύτερού του φίλου σχεδόν τον διέλυσαν ψυχολογικά, έναν άνθρωπο που κανείς δεν θα χαρακτήριζε ιδιαίτερα συναισθηματικό, αλλά το ξεπέρασε, παίζοντας τρομερά στο Ο Μισισιπής καίγεται του Άλαν Πάρκερ, το comeback στην τελική φάση της σπουδαίας καριέρας του.
Έζησε ήσυχα στη Σάντα Φε, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με τη σύζυγό του ως το τραγικό χτύπημα της μοίρας που έκοψε το νήμα της κοινής τους ζωής ταυτόχρονα. Όταν, πριν από περίπου μια δεκαετία, ένα συνεργείο στήθηκε έξω από το σπίτι του για τα γυρίσματα μιας ταινίας, βγήκε και ρώτησε μια βοηθό σκηνοθέτη αν χρειάζονταν κομπάρσους. Εκείνη προφανώς δεν τον αναγνώρισε και του απάντησε, «όχι κύριε, σας ευχαριστούμε». Το credit του κομπάρσου με τις λιγότερες πιθανότητες να επιτύχει θα ήταν ιδανικός επίλογος για έναν ηθοποιό που πάλεψε και επέμεινε να βρει τη θέση του σε ένα περιβάλλον που ποτέ δεν φανταζόταν πως ένας Τζιν Χάκμαν θα γινόταν παγκόσμιος σταρ.