Eστω και με καθυστέρηση δύο μηνών, αυτή είναι η περίοδος των Όσκαρ και οι ταινίες που παρελαύνουν από τις κατά συνθήκη πολύ μικρότερες οθόνες διαπνέονται από το DNA του κοινωνικού προβληματισμού ή του δραματικού ουμανισμού, όταν δεν συνδυάζουν και τα δύο βασικά συστατικά προς βράβευση.
Μέχρι πέρσι, η εντατική θέαση με τον νου στα προγνωστικά διακοπτόταν από τους «ευπρόσδεκτους άσχετους», υπερπαραγωγές που γέμιζαν το κενό θεάματος που συνήθως δημιουργούσαν οι καλλιτεχνικές υποψηφιότητες – ή απλώς τα οσκαροδολώματα, που αποτύγχαναν να πλασαριστούν στις πεντάδες. Τα blockbusters της αρχής της ημερολογιακής χρονιάς ποτέ δεν διεκδίκησαν δάφνες ψαγμένου έργου, γι’ αυτό και έβγαιναν στις αίθουσες όσο γινόταν πριν από τον αρτιστίκ Δεκέμβριο των ψηφοφοριών και τον εμπορικό συνωστισμό του καλοκαιριού.
Η έλευση του Godzilla vs. Kong υποσχόταν ακριβώς την ανενδοίαστη διασκέδαση που ξέφυγε άγρια από την πρωτοχρονιάτικη, αλλά ελάχιστα γιορτινή Wonder Woman, προλαβαίνοντας ίσως τις εξ αναβολής περιπέτειες δράσης που θα σωρεύονται, αν οι καταστάσεις όντως το ευνοήσουν, στη συνέχεια. Αλίμονο: τα δύο τέρατα κονταροχτυπιούνται ανελέητα, σε μια επίδειξη ψηφιακών εφέ χωρίς καρδιά και οίκτο, με τους ανθρώπους κομπάρσους και παραπάνω διάλογο απ’ όσο τους αναλογεί και την αλυσίδα που τα εκπροσωπεί σε άμεσο κίνδυνο να τα βγάλει από την κυκλοφορία, αν δεν αναθεωρήσει άμεσα τον στόχο τους, αλλά και τους λόγους για να τσακώνονται ανελέητα.
Το «Godzilla vs. Kong» ξεκινά χωρίς περιττές εισαγωγές και επεξηγήσεις, βαριές αποσκευές και αφηγηματική σύνδεση με το παρελθόν, σαν καθαρόαιμο b-movie, και δεν κρύβεται πίσω από διανοούμενα ή παράγωγα σχήματα.
Ο Κινγκ Κονγκ δημιουργήθηκε στο Χόλιγουντ το 1933 και ο Γκοτζίλα στην Ιαπωνία το 1954, αμέσως μετά τη μεγάλη ύφεση και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντίστοιχα. Τα συλλογικά τραύματα υποδεικνύουν, χωρίς ανάγκη περαιτέρω ανάλυσης, τον συμβολισμό τους. Ο γιγαντιαίος γορίλας είναι ένας αρχετυπικός μπαμπούλας που επισημαίνει το λάθος της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τη φύση και ανακαλεί στην τάξη τους αναίσθητους και τους δόλιους. Ο Γκοτζίλα αντανακλά φρίκη μεγατόνων που ισοδυναμεί με πογκρόμ, τη νέμεση ενός ταπεινωμένου λαού και τη μετάλλαξη από την τιμωρία που δέχτηκε και πλέον λειτουργεί παραδειγματικά.
Για τους Αμερικανούς, ο φόβος μεταφράστηκε σε ένα ανθρωπόμορφο, ρωμαλέο, υπερήφανο και παρεξηγημένο πλάσμα. Στην Άπω Ανατολή, ένα υπερμέγεθες ερπετοειδές εξωγήινης μορφής, δηλωτικό της μετάλλαξης της οικείας πανίδας σε μυθολογικό θεό, τρομοκρατεί μια κοινωνία που μόλις άρχισε να ξαναχτίζεται και την ποδοπατά και πάλι από εσφαλμένους υπολογισμούς.
Ήταν ζήτημα χρόνου για τη Warner να ενώσει την απροσμέτρητη ισχύ των δύο πάλαι ποτέ λαστιχένιων και πλέον υπερ-digital τιτάνων και να την αντιπαραβάλει με την αυθάδεια της τεχνολογίας και του οριακά νόμιμου ελέγχου. Παλιές επωδοί, κουρασμένες από την επαναλαμβανόμενη χρήση δεκαετιών στο σινεμά, αλλά ασφαλή χαρτιά, γύρω από τα οποία συναρμολογείται το πρόσχημα της πλοκής για τους καβγάδες μεγατόνων μεταξύ των θεωρητικά ανίκητων μονομάχων. Μετά το λανσάρισμα των ξεχωριστών reboots της Monsterverse της Legendary, νομοτελειακά έπρεπε να διασταυρώσουν τα ξίφη τους για να επιβληθεί ο πιο alpha από τους δύο.
Μακριά από τη ρομαντική εκδοχή του Πίτερ Τζάκσον, το Kong: Skull Island του Τζόρνταν Βογκτ Ρόμπερτς τοποθετήθηκε με σβελτάδα και αμεσότητα στο θέμα του. Απηχώντας την αφύπνιση της συνείδησης στα ’60s και την παράνοια που γέννησε ο πόλεμος του Βιετνάμ, πάντρεψε με επιτυχία το πολύτιμο θήραμα με τους διώκτες και τους προστάτες του στη Νήσο του Κρανίου όπου ζούσε ως μοναχικός βασιλιάς. Αντίθετα, ο νοήμων Γκοτζίλα του Γκάρεθ Έντουαρντς ατύχησε στη συνέχειά του.
Το Godzilla vs. Kong ξεκινά με τον δεύτερο σε μια προσομοίωση του πατρογονικού νησιού του, έναν φτυστό με τον πρωτότυπο χώρο προστασίας του κυρίως από τον αντίπαλό του, τον Γκοτζίλα, και φυσικά κατάλληλο για μελέτη και παρακολούθηση από επιστήμονες που δεν θέλουν το κακό του, και ένα μικρό κορίτσι, την κωφή Τζία, τελευταία επιζήσασα από τους αυτόχθονες κατοίκους του Skull Island.
Ο Κονγκ μόνο χαζός δεν είναι: ξεριζώνει ένα δέντρο και το εξακοντίζει στον ουρανό οργισμένος, τρυπώντας τον τεχνητό θόλο του biodome που τον καλύπτει και τον φυλακίζει. Η Τζία είναι η μόνη που τον καταλαβαίνει και επικοινωνεί νοηματικά μαζί του – και θα παραμείνει η μοναδική, με έστω ένα ίχνος πραγματικής συγκίνησης στο τεχνολογικά βεβαρημένο ενενηντάλεπτο οικοσύστημα της ταινίας. Στην παράκτια Πενσακόλα της Φλόριντα ο Γκοτζίλα αντιλαμβάνεται την παρουσία του Κονγκ και κινείται απειλητικά προς το μέρος του, σε ένα ξέφρενο υποβρύχιο κυνήγι για τη νίκη, ενώ ένας στόλος καταδιωκτικών πλοίων και αεροπλάνων προσπαθεί να εμποδίσει τη σύρραξη.
Η μάχη διαδραματίζεται στη μέση του Ειρηνικού, καθώς ένας άλλος επιστήμονας πείθει τους «κηδεμόνες» του Κονγκ να τον μεταφέρουν στην Ανταρκτική, σε μια πύλη που πιστεύεται πως οδηγεί στην Κοίλη Γη, εκεί απ’ όπου ενδεχομένως κατάγεται ο μαλλιαρός, ζοχαδιακός γορίλας (με την υπόσχεση πως θα βρει το είδος του, που τόσο απεγνωσμένα ψάχνει!).
Η εντυπωσιακή σεκάνς που όλοι περιμένουμε με το υποτιθέμενο ποπ-κόρν στο χέρι, η πρώτη από τις τρεις μεγάλες αναμετρήσεις που δομούν την ταινία, είναι και η πιο αδύναμη, παρά τη φουρτούνα που προξενεί. Ανάμεσα στα νερά και τα αεροπλανοφόρα, δείχνει τις ψηφιακές ραφές της, έχει υποβρύχιο νεύρο ωστόσο και κλείνει με ένα στρατηγικό κόλπο που φαντάζει αναληθοφανές ακόμα και στην ανενδοίαστη έλλειψη ρεαλισμού του φιλμ.
Στην Κοίλη Γη, που αναβιώνει την τρελή και αβάσιμη θεωρία της Hollow Earth, επιστημόνων που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν τον δέκατο έβδομο αιώνα, η κίνηση της κάμερας του ειδικευμένου σε σίκουελ Άνταμ Γουίνγκαρντ ελίσσεται χωρίς ανάσα, συστήνοντάς μας σε ένα φανταστικό βασίλειο οργιώδους φύσης και πολλών πιθανοτήτων.
Σύντομα όμως δανείζεται, από όποιον θυμηθεί, τον διαολεμένα γρήγορο στόλο του Star Wars, το μέλαν σύμπαν της DC και «κλειδιά» από την Οδύσσεια του Διαστήματος, με τον Κονγκ να κραδαίνει ξανά το ραβδί, αντί οστού, και τη βαρύτητα να αντιστρέφει τους όρους αμέσως μετά τη διάβαση της αστρικής θύρας προς το κοσμικό επέκεινα και το στροβίλισμα στις ζαλιστικές φωταψίες (πάντως, τα δύο στα τρία ανήκουν και πάλι στη Warner…).
Οι κακοί κάνουν και πάλι το θαύμα τους προς το φινάλε και, για να μην αποκαλυφθούν σπόιλερ, μια ολόκληρη πόλη γίνεται λιάδα από την ύβρη και την αμετροέπεια, σε ένα παρατεταμένο ξυλίκι που ισοπεδώνει τόσα οικοδομικά τετράγωνα, που θα έκαναν τους original δημιουργούς του Γκοτζίλα της Toho να αναφωνούν με δέος.
Το Godzilla vs. Kong ξεκινά χωρίς περιττές εισαγωγές και επεξηγήσεις, βαριές αποσκευές και αφηγηματική σύνδεση με το παρελθόν, σαν καθαρόαιμο b-movie, και δεν κρύβεται πίσω από διανοούμενα ή παράγωγα σχήματα. Στρατολογεί μια αρμαθιά ικανών ηθοποιών, όπως ο Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, ο Ντέιμιαν Μπισίρ και η Ρεμπέκα Χολ, κωμικών ανακουφίσεων (Μπράιαν Ταϊρί Χένρι) και νεανικών συμπληρωμάτων (Μίλι Μπόμπι Μπράουν) για να ικανοποιηθούν τα πιτσιρίκια της υπόθεσης. Όλοι όμως λειτουργούν υπηρεσιακά, εντελώς υποτυπωδώς, και δεν συγκρίνονται ούτε με τον Τομ Χίντλεστον, τον Σάμιουελ Τζάκσον, τον Τζον Γκούντμαν και την Μπρι Λάρσον του ισορροπημένου σε δράση και σκέψη Skull, αλλά ούτε και με τους Μπράιαν Κράνστον, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Άαρον Τέιλορ Τζόνσον, Κεν Γουατανάμπε και Ντέιβιντ Στράδερν από τον Γκοτζίλα του Έντουαρντς (που είχε προλάβει να χαραμίσει τη Ζιλιέτ Μπινός και τη Σάλι Χόκινς), είτε σε μέγεθος ταλέντου είτε σε ποσοστό χρησιμότητας στην πλοκή βέβαια.
Σε μια πανάκριβη παραγωγή, που φλερτάρει με τα διακόσια εκατομμύρια δολάρια, αν δεν πρυτανεύουν οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, θα όφειλε να βασιλεύει η πρωτοτυπία ή ένας στόχος που δεν έχει ξαναθέσει παρόμοιο κινηματογραφικό εγχείρημα. Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει και το θέαμα μένει ξεκρέμαστο και μηχανικό, αν και ο όρος μοιάζει ειρωνικός στην εποχή που τίποτε χειροπιαστό δεν αναπνέει μπροστά στον φακό.
Αν ρίξουμε μια ματιά στο παγκόσμιο box-office των αιθουσών τους τρεις πρώτους μήνες του 2021, θα δούμε πως οι επτά στις δέκα πρώτες ταινίες είναι κινεζικές και η δέκατη ιαπωνική. Στην κορυφή βρίσκεται μια ρομαντική κομεντί, που έχει πλησιάσει τα εννιακόσια εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις – δεν έχει σημασία ο τίτλος. Η δεύτερη είναι επίσης κωμωδία, και την πρώτη ημέρα προβολής της ξεπέρασε το ρεκόρ των Avengers. Τρίτος έρχεται ο Γκοτζίλα εναντίον Κονγκ, με συμπαθείς εισπράξεις στη Ρωσία, αλλά κυρίως χάρη στο ενδιαφέρον που προκαλεί στην Ασία, λόγω ιστορίας και θέματος.
Η συντριπτική πλειονότητα των εισιτηρίων εύλογα έχει κοπεί στις χιλιάδες ανοιχτές κινεζικές αίθουσες, αλλά η πρωτοκαθεδρία τους, με νούμερα που ζαλίζουν για ταινίες που δεν θα δούμε ποτέ, γιατί δεν μας αφορούν, προβληματίζει, ακόμη κι αν σύντομα θα ελευθερωθούν οι αμερικανικές υπερπαραγωγές. Το παραδοσιακό Χόλιγουντ δεν θα πρωταγωνιστήσει, όπως μέχρι πρότινος, αλλά θα στριμωχτεί από την κινεζική αγορά, που, όπως δείχνουν σε πρώτη θεώρηση τα στοιχεία, δεν θα περιοριστεί στη γειτονιά της, ούτε θα φιλοξενεί ευπειθώς και σε συμφωνημένο ποσοστό τους ξένους στη χώρα της, αλλά θα υποδεικνύει τα γούστα του κοινού της στις αμερικανικές εταιρείες παραγωγής, που ρισκάρουν όλο και περισσότερο – και δεν το θέλουν καθόλου, νομίζω.
Συνεπώς, blockbusters που ξαναγεννιούνται κατά βούληση, franchises που καίγονται από στραβοπατήματα και σίκουελ που παλιά πόνταραν μόνο στη φόρα, χωρίς momentum, θα το σκέφτονται καλύτερα σε επίπεδο σεναρίου και φρεσκάδας των επιμέρους υλικών τους, αλλά και των λόγων ύπαρξής τους. Αλλιώς, όλοι χάνουν, και χρόνο και χρήμα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.