Την προσέγγιζε για καιρό ο Ελληνοκύπριος σκηνοθέτης (και χορογράφος) Χάρης Μαυρομιχάλης την 87χρονη αλλά πάντα αειθαλή και ευφυώς «τσαούσα» μ' έναν αλάνθαστα ελληνικό τρόπο, ηθοποιό. Εκείνη όμως τον αποθάρρυνε λέγοντας του: «Ποιος χέστηκε για την Ολυμπία Δουκάκη; Άμα πεθάνω, κανείς δεν θα θυμάται το όνομά μου».
Τελικά πείστηκε, και τα γυρίσματα ξεκίνησαν ανήμερα των 80ων γενεθλίων της για να συνεχιστούν σποραδικά μέσα στα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η ταινία ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα σε μια αναδρομή στην πολυσχιδή καριέρα της (το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφιερώθηκε στο θέατρο, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως δασκάλα θεατρικών σπουδών) και σε ένα διεισδυτικό προφίλ μιας «δύναμης ζωής»: μιας γυναίκας που κοντεύει τα 90 και παραμένει αιχμηρή στο πνεύμα και σπαρταριστά αθυρόστομη στο λόγο που δεν παύει να τονίζει πόσο δεν δίνει μία για όλους και για όλα, πέρα από τα δικά της ενδιαφέροντα.
Η ταινία τελειώνει με ένα ταξίδι στις Μυκήνες, περιοχή από την οποία και κατάγεται. «Ήταν κάτι 'μητρογραμμικό' όπως λένε, το να έχω μαζί μου την κόρη και τις εγγονές μου μαζί μου στο χωριό της μητέρας μου και να νοιώσουν την παρουσία της» εξηγεί στο ντοκιμαντέρ η Ολυμπία Δουκάκη πριν πιάσει κουβέντα με ντόπιες γυναίκες που την θυμούνται από την προηγούμενη επίσκεψή της εκεί.