Το πρώτο πράγμα που αντιλήφθηκα παρακολουθώντας τα δύο πρώτα επεισόδια της νέας σειράς του Γιώργου Καπουτζίδη στην ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες στο Μουσείο Μπενάκη ήταν ότι ο πιο αγαπημένος σεναριογράφος του ελληνικού κοινού, τα τελευταία 20 χρόνια, κατάφερε να αφεθεί πλήρως και να μπολιάσει αυτό το σενάριο με το queer χιούμορ του στην αυθεντική μορφή του.
Απόλυτα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην επταετία που μεσολάβησε από την «Εθνική Ελλάδος», την προηγούμενη δουλειά μυθοπλασίας του, ως τις «Σέρρες», ήρθε το δημόσιο coming out του και όλες οι γεμάτες ευαισθησία και ειλικρίνεια φορές που τοποθετήθηκε άφοβα για τα ζητήματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, αλλά και για τα προσωπικά του βιώματα, καταστάσεις που τον ανήγαγαν, μαζί με τον Φώτη Σεργουλόπουλο, στους δύο πιο προβεβλημένους γκέι άνδρες της Ελλάδας.
Είναι εμφανές, δηλαδή, ότι η πορεία του Καπουτζίδη πηγαίνει χέρι-χέρι, εξελίσσεται μαζί με την προσωπική του διαδρομή ως προς την αποκάλυψη της σεξουαλικής του ταυτότητας. Από τον μάλλον πανσεξουαλικό Χοσέ στις «Σαββατογεννημένες» στον ασέξουαλ Σπύρο του «Παρά Πέντε» και τον ανοιχτά γκέι, σοβαρό, μετρημένο και παντρεμένο Χρήστο, τον ήρωα που υποδύθηκε στην «Εθνική Ελλάδος», οι ρόλοι που κράταγε για τον εαυτό του ακολουθούσαν μια σχετική κλιμάκωση ως προς αυτό το κομμάτι.
Παράλληλα, στο άλλο απολαυστικό ετήσιο ραντεβού του με το κοινό, την παρουσίαση και τον ελληνικό σχολιασμό της Eurovision, χρόνο με τον χρόνο φαινόταν πως απελευθερωνόταν όλο και περισσότερο. Από το πιο συγκρατημένο, witty χιούμορ των πρώτων ετών έχει φτάσει πλέον σε μια απίστευτη φιέστα queer ευφυολογημάτων, ισάξια με αυτή που στήνουν οι μεγάλοι διδάξαντες της σχολής, όπως ο Γκράχαμ Νόρτον.
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα: Να ανοίξουν συζητήσεις στην ελληνική οικογένεια που θα αλλάξουν τις ισορροπίες, να νιώσουν τα νεαρά γκέι άτομα ότι εκπροσωπούνται, πράγμα που δεν νιώσαμε ποτέ εμείς, των παλαιότερων γενεών, ότι οι ιστορίες τους έχουν δύναμη και αξίζει να ειπωθούν, αλλά και οι γονείς τους να έρθουν σε επαφή με τον άγνωστο «μπαμπούλα» που κρύβεται στην ντουλάπα και να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους.
Οι «Σέρρες» λοιπόν είναι σίγουρα το πιο προσωπικό του σενάριο, και αυτό φαίνεται αμέσως στα πρώτα δύο επεισόδια. Οι «Σέρρες» είναι η ιστορία ενός νεαρού γκέι άνδρα, του Οδυσσέα, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, αλλά επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του για το μνημόσυνο της πολυαγαπημένης του μητέρας.
Εκεί, ο αποξενωμένος πατέρας του έχει ένα ατύχημα και ο Οδυσσέας αναγκάζεται να παρατείνει τη διαμονή του για να τον βοηθήσει, πράγμα που αδυνατούν να κάνουν τα ευθυνόφοβα, στρέιτ αδέρφια του.
Ο Καπουτζίδης έχει εξομολογηθεί ότι το σενάριο είναι σε κάποιο βαθμό βιωματικό, καθώς άρχισε να το γράφει στην πρώτη καραντίνα, όταν όντως βρέθηκε στην πατρίδα του για να βοηθήσει τον πατέρα του έπειτα από ένα ατύχημα – πόσο τραγικά ειρωνικό το γεγονός ότι και ο ίδιος βρισκόταν σε αμαξίδιο χθες, αναρρώνοντας από ένα ατύχημα που είχε πριν από λίγες μέρες που τον άφησε με σπασμένο χέρι και γύψο στο πόδι, αλλά χωρίς να χάσει λεπτό το χιούμορ, το κέφι και την αμεσότητά του.
Αυτό που διαφοροποιεί καταρχήν τις «Σέρρες» από οτιδήποτε άλλο έχουμε δει στην ελληνική τηλεόραση είναι το προφανές, ότι τοποθετούν έναν γκέι χαρακτήρα στο επίκεντρο της ιστορίας.
Δηλαδή ο Οδυσσέας δεν είναι ούτε η καρικατούρα «τρελή του χωριού», ούτε ο κολλητός φίλος της πρωταγωνίστριας, στον οποίο καταφεύγει για να πει τον πόνο της όταν την πληγώνει το μάτσο αρσενικό με το οποίο είναι ερωτευμένη, ούτε καν ένας δευτερεύων χαρακτήρας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται μια υποπλοκή. Ο Οδυσσέας είναι οι «Σέρρες».
Μιλώντας, μάλιστα, στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στο πάνελ της πρωτοβουλίας Upfront της LiFO και της Tsomokos για τη συμπερίληψη στον χώρο εργασίας, ο Γιώργος Καπουτζίδης εξήγησε σχετικά:
«Έχω βιώσει αποκλεισμό, και μάλιστα πολύ έντονο. Από το '70, που υπάρχουν ελληνικές σειρές, πρέπει να έχουν γίνει 800-900 σίριαλ. Ούτε μία σειρά ανάμεσα σ' αυτές δεν έχει ως κεντρικό έναν γκέι χαρακτήρα. Αρχικά ήταν ο τύπος με τον οποίο έσπαγαν πλάκα και αργότερα έγινε ένας φίλος, ο πιστός φίλος της πρωταγωνίστριας, ή ένα φίλος που ζει μια κακοποιητική συμπεριφορά και πρέπει να τον λυπηθούμε κ.ο.κ., αλλά ποτέ δεν είναι ο πυρήνας της σειράς, αυτός που διηγείται την ιστορία. Έχω βιώσει, έχω ζήσει, ως γκέι άνθρωπος, έρωτες ωραίους, σχέσεις, χωρισμούς, κατάγματα, πολλά πράγματα και δεν έχω δικαίωμα να διηγηθώ την ιστορία μου. Για πολλούς λόγους».
Και όλα αυτά που έχει ζήσει ο Καπουτζίδης, που έχουμε ζήσει όλοι οι γκέι άνδρες στην Αθήνα, στην επαρχία, στην Ελλάδα, τα έχει ενθέσει στη σειρά. Με αφοπλιστικό χιούμορ και γνήσια συγκίνηση.
Η αποδοχή και η στήριξη της μάνας, η απόρριψη του πατέρα, που όμως κρύβει μια βαθύτερη άρνηση της πραγματικότητας, μια βαθιά αγάπη για τον γιο του και κυρίως ένα μόνιμο άγχος για το «τι θα πει ο κόσμος», το σόι που δεν σταματά να κουτσομπολεύει, η παλιά φίλη που αρχικά λειτουργούσε ως «κάλυψη» και τελικά εξελίχθηκε σε πολύτιμο στήριγμα, η γηροκόμηση των γονέων, οι αμήχανες και συχνά αστείες οικογενειακές συζητήσεις για το γκέι βίωμα, οι δυσκολίες των γκέι σχέσεων, η πολυγαμία που εναντιώνεται στη συναισθηματική δέσμευση και, καταπώς όλα δείχνουν, πολλά ακόμα που θα ακολουθήσουν – είναι πάγια η σεναριακή τακτική που ακολουθεί ο Καπουτζίδης να μην τα δίνει όλα από τα πρώτα επεισόδια και να κρατάει πολλούς κρυμμένους άσους.
Η mainstream σκηνοθετική προσέγγιση του έμπειρου Σταμάτη Πατρώνη δίνει στη σειρά την αίσθηση οικειότητας που μάλλον επιθυμούσε ο Καπουτζίδης. Γιατί είναι ρίσκο από μόνο του να παρουσιάζεις στην ελληνική τηλεόραση ένα τέτοιο σενάριο, οπότε η σκηνοθεσία, κάπως, πρέπει να ακολουθεί, να αγκαλιάζει και όχι να υπερτονίζει ή να προσεγγίζει ελλειπτικά την ιστορία γιατί τότε –σε περίπτωση που, για παράδειγμα, αναλάμβανε να σκηνοθετήσει τις «Σέρρες» κάποιος κινηματογραφικός σκηνοθέτης, πράγμα που βλέπουμε όλο και συχνότερα πλέον στην τηλεοπτική μυθοπλασία– το αποτέλεσμα μπορεί να ξένιζε εις διπλούν τον μη μυημένο θεατή, αυτόν, δηλαδή, στον οποίο θέλει να απευθυνθεί ο δημιουργός.
Γιατί αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα: Να ανοίξουν συζητήσεις στην ελληνική οικογένεια που θα αλλάξουν τις ισορροπίες, να νιώσουν τα νεαρά γκέι άτομα ότι εκπροσωπούνται, πράγμα που δεν νιώσαμε ποτέ εμείς, των παλαιότερων γενεών, ότι οι ιστορίες τους έχουν δύναμη και αξίζει να ειπωθούν, αλλά και οι γονείς τους να έρθουν σε επαφή με τον άγνωστο «μπαμπούλα» που κρύβεται στην ντουλάπα και να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους.
Και μετά έρχεται η ταιριαστή μουσική επένδυση του Φοίβου Δεληβοριά και το προσεγμένο casting. Ο Γιώργος Γάλλος, που κεντάει μέσα από τις σιωπές και τα γεμάτα ανημπόρια βλέμματα στον ρόλο του πατέρα. Η Λένα Δροσάκη, που αποδεικνύεται απολαυστική καρικατούρα της μέσης Ελληνίδας influencer, όσο και η Γιούλη Τσαγκαράκη στον ρόλο της ανακατώστρας θείας. Η Μαριλού Κατσαφάδου, που μοιάζει επίσης ιδανική στον ρόλο της «αδελφομάνας» φίλης. Και βέβαια ο Πάνος Νάτσης, ο πρωταγωνιστής της σειράς, που τόσο άδικα σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν από λίγο καιρό. Θα ακουστεί υπερβολικό, αλλά ένιωσα την ίδια συναισθηματική φόρτιση, βλέποντάς τον και σκεπτόμενος αυτό που συνέβη, με όταν παρακολούθησα για πρώτη φορά το «Dark Knight» του Κρίστοφερ Νόλαν, με τον Χιθ Λέτζερ να έχει μόλις φύγει.
Οι επαναστάσεις στην τηλεόραση ξεκινούσαν διεθνώς πάντα από τις συνδρομητικές πλατφόρμες και όχι από τα ελεύθερα κανάλια, οπότε είναι τεράστιο το βήμα που κάνει ο Γιώργος Καπουτζίδης. Είναι επίσης απόλυτα κατανοητό να θέλει ο ΑΝΤ1 να κρατήσει ένα από τα βαριά του πυροβολικά για τη νέα streaming πλατφόρμα του, όπου θα προβάλλονται αποκλειστικά οι «Σέρρες» από σήμερα, ως το πρώτο «ΑΝΤ1+ original», με νέο επεισόδιο κάθε εβδομάδα.
Δεν μπορώ όμως να μη σκεφτώ και πόσο κρίμα είναι μια σειρά που όντως θα λειτουργήσει εκπαιδευτικά για την ελληνική οικογένεια και καταπραϋντικά για τις παθογένειες και την τοξικότητά της, να περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό που θα αποφασίσει να πληρώσει συνδρομή για το content του ΑΝΤ1+, τη στιγμή που, για παράδειγμα, το «Super Mammy» του Μάρκου Σεφερλή, με τα rape jokes και τη μουμιοποιημένη, Mrs Doubtfire αισθητική, τοποθετείται στο κυριακάτικο prime time του actual σταθμού.
Είναι πολύ στρεβλή η αντίληψη που έχουν ακόμα, εν έτει 2022, οι ιθύνοντες της ελληνικής τηλεόρασης για το τι απευθύνεται σε «όλη την οικογένεια», τι ανήκει στο σήμερα και τι αντιπροσωπεύει το χθες.
Οι «Σέρρες» προβάλλονται στη νέα streaming πλατφόρμα ΑΝΤ1+. Περισσότερα στο antennaplus.gr