ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στο Λονδίνο παρακολούθησα το "Witch" στο Prince Charles, ένα ρετρό σινεμά στη Leicester Square με δερμάτινα καθίσματα, κόκκινες κουρτίνες και πρόγραμμα που επί καθημερινής βάσεως μοιράζεται ανάμεσα σε ταινίες πρώτης προβολής και επανεκδόσεις– αν σε βγάλει ο δρόμος από κει, πρέπει να το επισκεφθείς.
To "Witch" του Ρόμπερτ Έγκερς προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Σάντανς τον Ιανουάριο του 2015, όπου έκλεψε τις εντυπώσεις και απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας. Τη διανομή της ταινίας στις ΗΠΑ ανέλαβε η ανερχόμενη εταιρεία A24, που εδώ και λίγα χρόνια κάνει θαύματα στο καλλιτεχνικό κύκλωμα και η οποία σοφά την κράτησε στις αποθήκες της έναν ολόκληρο χρόνο, δημιουργώντας με έξυπνες καταχωρίσεις στον σχετικό Τύπο θόρυβο γύρω από αυτή. Στους κύκλους των σκληροπυρηνικών σινεφίλ δεν υπήρχε κανείς που να μην είχε ακούσει για εκείνη τη μικρή, αμερικανική ταινία τρόμου που «θα σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου», ενώ η υποστήριξη της ταινίας από την επίσημη Εκκλησία των σατανιστών μόνο καλό έκανε στην προώθηση του φιλμ. Έτσι, έχοντας και την κριτική με το μέρος της, η A24 κυκλοφόρησε την ταινία στις αμερικανικές αίθουσες τον περασμένο Φεβρουάριο και, τηρουμένων των αναλογιών, τα πήγε θαυμάσια, καθώς έκλεισε με εισπράξεις 25 εκατομμύρια δολάρια περίπου, τριπλασιάζοντας το αρχικό της άνοιγμα στο box-office. Τη διανομή της ταινίας στον υπόλοιπο κόσμο, καθώς η A24 δραστηριοποιείται μόνο στις ΗΠΑ, ανέλαβε η Universal. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν θα τη δούμε ποτέ στις αίθουσες της χώρας μας.
Οι ταινίες τρόμου παραδοσιακά δεν τα πηγαίνουν ιδιαίτερα καλά στην Ελλάδα. Γενικά, πλην της κωμωδίας, δεν φαίνεται να υποστηρίζουμε ως κοινό το σινεμά των ειδών, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Με αυτό ως δεδομένο, τα τελευταία χρόνια οι ταινίες τρόμου της Universal προσπερνούν τις αίθουσες και καταλήγουν απευθείας στην αγορά του DVD. Από επιχειρηματικής άποψης, είναι απολύτως κατανοητή η απόφαση, χάσαμε όμως έτσι την ευκαιρία να απολαύσουμε σε αίθουσα μία από τις τρομακτικότερες ταινίες των τελευταίων ετών, το «Sinister», αλλά και το «Visit» του Μ.Ν. Σιάμαλαν («The Sixth Sense»,
«Unbreakable»), που ακριβώς επιστροφή στη φόρμα δεν το λες, είναι όμως found footage της προκοπής κι αυτό σπανίζει στις μέρες μας. Και όπως φαίνεται, εκτός κι αν στο παρά πέντε αλλάξει κάτι, πράγμα απίθανο, ούτε το «Witch» θα πάρει διανομή στις αίθουσες.
Ο Έγκερς βάλλει εμφανώς κατά της χριστιανικής ηθικολογίας, ταυτόχρονα φαίνεται να θέλει να κάνει κι ένα αντιαποικιοκρατικό σχόλιο, φοβάμαι όμως πως εκείνο που καταφέρνει τελικά είναι απλώς μια ταινία για την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στο εξωγενές κακό. Κι έτσι όπως την ολοκληρώνει, την αφήνει ανοιχτή σε (πολύ) συντηρητικές ερμηνείες.
Ας μιλήσουμε όμως για την ταινία. To «Witch» μας μεταφέρει στην Αμερική του 17ου αιώνα. Μια οικογένεια χριστιανών εξορίζεται από την πουριτανική κοινότητα όπου διέμενε, επειδή ο πατέρας στηλίτευε την απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Λόγο, και εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στο δάσος. Εκεί, η εξαφάνιση του μικρότερου μέλους της οικογένειας δίνει το έναυσμα για μια σειρά από γεγονότα που διαταράσσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στην οικογένεια, φέρνουν μυστικά στο προσκήνιο και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Με νωχελικούς ρυθμούς, ενιαίο τόνο, δυσοίωνα πλάνα και σάουντρακ που θυμίζει σε φιλοσοφία εκείνο του Τζέρι Γκόλντσμιθ για το "Omen", ο Έγκερς στήνει μια ατμόσφαιρα «ενόχλησης» και διογκούμενης απειλής, την οποία κορυφώνει με στοιχειωτικές εικόνες, εμπνευσμένες από άλλες εικαστικές τέχνες και από τους σχετικούς λαϊκούς θρύλους. Κι έτσι, κάνει μια πολύ τρομακτική ταινία, δίχως μάλιστα να καταφεύγει σε απότομα ξαφνιάσματα, στα λεγόμενα jump scares. Να σημειωθεί εδώ πως σε πείσμα μεγάλης μερίδας της κριτικής, που τα θεωρεί σε κάθε περίπτωση αδυναμία, τα jump scares, εκτελεσμένα σωστά και σε μικρές δόσεις, είναι ένα αποτελεσματικότατο εργαλείο τρομοπαραγωγής στα χέρια ενός σκηνοθέτη – σκέψου το φινάλε της "Carrie" του Ντε Πάλμα ή την πρώτη εμφάνιση νεκρού στο "Sixth Sense". Όταν, όμως, ο σκηνοθέτης κάνει κατάχρηση αυτού του εργαλείου, το καθιστά αναποτελεσματικό, καθώς χάνεται το στοιχείο της έκπληξης, ενώ παράλληλα προσπαθεί (μάλλον) να καλύψει τις δικές του αδυναμίες. To "Witch", πάντως, δεν έχει ούτε ένα τέτοιο, πράγμα ασυνήθιστο για ένα σύγχρονο φιλμ τρόμου.
Με αυτά και μ' εκείνα, ο Έγκερς αντεπεξέρχεται με το παραπάνω στις απαιτήσεις του είδους και υπογράφει έναν αξιόλογο αμερικανικό εκπρόσωπο ενός υπο-είδους, το οποίο σχεδόν μονοπωλεί το βρετανικό σινεμά – οι Βρετανοί, λόγω του παγανιστικού τους παρελθόντος, έχουν να επιδείξουν περισσότερες ταινίες με μάγισσες και αιρέσεις. Aν εξετάσεις τι θέλει να πει με την ταινία του όμως, η κατάσταση δεν είναι εξίσου ρόδινη. Ο Έγκερς βάλλει εμφανώς κατά της χριστιανικής ηθικολογίας, ταυτόχρονα φαίνεται να θέλει να κάνει κι ένα αντιαποικιοκρατικό σχόλιο, φοβάμαι όμως πως εκείνο που καταφέρνει τελικά είναι απλώς μια ταινία για την εγγενή, κατά την άποψή του, αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στο εξωγενές κακό. Κι έτσι όπως την ολοκληρώνει, την αφήνει ανοιχτή σε (πολύ) συντηρητικές ερμηνείες.
Είναι όμως μια ταινία που πρέπει να δεις. Παρά τις ενστάσεις μου κι ενώ έχουν περάσει μέρες από την προβολή, τη σκέφτομαι ακόμα – αυτό ίσως κάτι να σημαίνει. Και ναι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, κυκλοφορεί μια μέτρια κόπια του "Witch" στα «sites της αμαρτίας», αλλά είναι μεγάλο κρίμα να δεις την ταινία έτσι. Αξίζει να σπεύσεις στο Ιντεάλ στις 11/05, όπου θα κάνει τη μία και μοναδική προβολή της σε ελληνική αίθουσα ως ταινία έναρξης του Horrorant Film Festival, προκειμένου να την παρακολουθήσεις, όπως της αξίζει. Ε, κι αν δεν μπορέσεις ή δεν βρεις εισιτήριο, κάνε λίγο υπομονή, μέχρι να κυκλοφορήσει σε Blu-ray και DVD, ώστε να τη νοικιάσεις και να την απολαύσεις στη σωστή ποιότητα εικόνας και, το τονίζω αυτό, με πεντακάναλο ήχο. Βλέπεις, το ηχοτοπίο της ταινίας είναι καμωμένο από το υλικό που φτιάχνονται οι εφιάλτες.