ΑΠΟ ΤΗN ΣΕΒΕΡΙΝ ΚΛΕΙΔΩΝΑ
Το καλό με τη rue de Fourcy είναι ότι, εάν και βρίσκεται πολύ κεντρικά συνδέοντας το Σηκουάνα και το νησάκι Σεν-Λουί με τη Rue de Rivoli και το Μαραί, είναι ένας αρκετά ήσυχος δρόμος, όσο ήσυχος μπορεί να είναι ένας δρόμος στο κέντρο του Παρισιού.
Είναι κάπως κέντρο-απόκεντρο και κάτι ανάλογο συμβαίνει με τη Maison européenne de la photographie (MEP), στον αριθμό 5-7 της rue de Fourcy. Κάθε σεζόν στο Παρίσι οι εκθέσεις «που δεν πρέπει να χάσεις» είναι πολλές, σημαντικές και με την ανάλογη μηντιακή προβολή. Η MEP, χωρίς να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της grand public πολιτιστικής ατζέντας, έχει πάντα ενδιαφέρουσες εκθέσεις, συνήθως από σύγχρονους φωτογράφους.
Μια από τις εκθέσεις αυτής της περιόδου είναι η αναδρομική έκθεση «L'Opéra du Monde», με έργα της Christine Spengler. H Christine Spengler (γενν.1945) είναι κατ'αρχήν μια γνωστή φωτογράφος πολέμου, μια από τις πρώτες γυναίκες που κάλυψε πολεμικές συγκρούσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου και συνεργάστηκε με μεγάλα περιοδικά. Είναι όμως και εικαστικός, τα έργα της είναι πολύ ιδιαίτερα και στην έκθεση «L'Opéra du Monde» στη ΜΕP παρουσιάζονται δείγματα και από τις δυο πλευρές της τέχνης της σε μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή.
Μέρος πρώτο: το μαύρο και το άσπρο
Όλα ξεκίνησαν από ένα παράτολμο, νεανικό ταξίδι περιπέτειας στο Τσαντ το 1970, που έληξε με 23 ημέρες φυλακή και μια μεγάλη προσωπική απόφαση. Παιδιά καλής οικογένειας από την Αλσατία, η Christine με τον αδερφό της Ερίκ θέλουν να ζήσουν το απόλυτο και να ξεφύγουν από αυτήν ακριβώς την καλή οικογένεια, γι'αυτό διασχίζουν με τζιπ μεγάλο μέρος της Σαχάρας για να φτάσουν στο Τιμπεστί, στο βόρειο Τσαντ και να βρεθούν κοντά στη φυλή των Τούμπου, τους ήρωες της προσωπικής τους μυθολογίας.
Εκεί η Christine Spengler τράβηξε την πρώτη της φωτογραφία, δυο αγωνιστές με τα καλάσνικωφ, πιασμένοι από το χέρι, βαδίζουν αργά, στην έρημο, προς το μέτωπο. Η φωτογραφία τραβήχτηκε σχεδόν κατά λάθος, με τη Nikon του Ερίκ, αλλά η στιγμή ήταν καθοριστική. «Γεννήθηκα την ημέρα που τράβηξα την πρώτη μου φωτογραφία» έχει δηλώσει η φωτογράφος και, αντί για συγγραφέας, αποφασίζει να γίνει πολεμική ανταποκρίτρια.
Ήταν εντελώς αυτοδίδακτη στη φωτογραφία, χωρίς καμιά σχέση με το χώρο, και αν είχε μια αναφορά σε σκηνή πολέμου, αυτή ήταν ο Γκόγια, αγαπημένος της ζωγράφος, και ο πίνακάς του «Los fusilamientos del 3 de mayo» με την αντίσταση των Ισπανών απέναντι στο Ναπολέοντα. Παρ'ολ'αυτά ξεκίνησε αμέσως τα μακρινά ταξίδια, με πολλή όρεξη και θάρρος.
Η είδηση της αυτοκτονίας του Ερίκ, στα 23, τη βρήκε στη Σαϊγκόν και το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Η πρώτη, βαθιά φάση του πένθους κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια και ήταν μια πολύ προσωπική υπόθεση αλλά και μια περίοδος ασταμάτητης, σκληρής δουλειάς με ανταποκρίσεις από πολλά μέρη του κόσμου, μόνο σε ασπρόμαυρο φιλμ, βιώνοντας την ατομική απώλεια μέσα στη γενικότερη καταστροφή.
Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης περιλαμβάνονται κυρίως φωτογραφίες από αυτή τη δεκαετία, Ιρλανδία, Ιράν, Καμπότζη, Βιετνάμ, Λίβανος, Βολιβία, Νικαράγουα, Αγφγανιστάν, Δυτική Σαχάρα. Οι φωτογραφίες είναι ασπρόμαυρες, σε μεγάλο μέγεθος και με ιδιόχειρη λεζάντα πού και πότε από τη φωτογράφο.
Οι επισκέπτες είναι αρκετοί, έρχεται διαρκώς κόσμος και οι περισσότεροι είναι Γάλλοι, νέοι αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία. Παρατηρώ και νομίζω ότι όλοι πλησιάζουν με κάποιο δέος στην αρχή τις φωτογραφίες, δεν αφορά ακριβώς τις συγκεκριμένες φωτογραφίες, αλλά τον πόλεμο, αυτό το αλλόκοτο και τρομερό γεγονός.
Κι ενώ περιμένει κανείς να δει σκληρά στιγμιότυπα βίας και καταστροφής, στην «L'Opéra du Monde» οι πιο πολλές είναι φωτογραφίες αμυδρής χαράς, καθημερινά στιγμιότυπα σε συνθήκες πολέμου αλλά σε περιβάλλον ανθρώπου και όχι μάχης.
Χωρίς να είναι αυτό ο βασικός σκοπός μου, είμαι ωστόσο πολύ χαρούμενη όταν, στο μέσο του πολέμου και της καταστροφής μπορώ να τραβήξω το χαμόγελο ενός παιδιού, μια αχτίδα ζωής ή την κοπέλα στο Λίβανο με το νυφικό της στη μέση των ερειπίων. Είναι μια μεγάλη χαρά για μένα να δείχνω, όταν μπορώ, την ελπίδα μέσα στην καταστροφή.
Αυτό που προσωπικά με συγκίνησε στη φωτογραφία με την κοπέλα (περισσότερο κι από τη φορμαρισμένη νυφική κουπ σε καιρό πολέμου) ήταν οι γκρεμισμένες πολυκατοικίες της Βηρυττού στο φόντο, ογκώδεις κι εγκαταλελειμμένες: αυτή η εικόνα από τις ειδήσεις της κρατικής τηλεόρασης του '80 διαμόρφωσε στο παιδικό μυαλό μου την έννοια του πολέμου, ελλείψει ευτυχώς άλλων παραστάσεων και παραμένει πολύ δυνατή μέχρι σήμερα.
Η πιο πρόσφατη φωτογραφία είναι από τη ζούγκλα του Καλαί (Απρίλιος 2016), όπου και πάλι αυτό που διάλεξε να φωτογραφήσει από τις τρομακτικές συνθήκες της ζωής εκεί είναι μια σκηνή ζωγραφισμένη αυτοσχέδια με πουλιά κι ο άντρας πίσω από το παράθυρο χαμογελάει, ελαφρώς αλλά χαμογελάει.
Οι περισσότερες φωτογραφίες έχουν τη μικρή λάμψη της ελπίδας αλλά όχι όλες. Ο βομβαρδισμός της Πνομ Πεν το 1975 απο τους κόκκινους Χμερ είναι μια εντελώς ανατριχιαστική φωτογραφία πολέμου, με όλες τις αποχρώσεις του μαύρου, του γκρι και του μεταλλιζέ (το προσωπικό μου χρώμα για το θάνατο), τραβήχτηκε σε real time, η απόγνωση των ανθρώπων είναι τρομαχτική κι όλα έχουν σκοτεινιάσει από την επιδρομή, ακόμα και ο ήλιος που είναι ψηλά... Είναι η φωτογραφία που επαγγελματικά την καθιέρωσε, χάρη σε αυτή έγινε μέλος του πρακτορείου Sygma και στα διάφορα λήμματα και σελίδες σχετικά με "Καμπότζη, Πολ Ποτ κλπ" ακόμα και σήμερα αυτή η φωτογραφία εμφανίζεται πολύ, με ή χωρίς τα credits.
Την ίδια εποχή η Christine Spengler δούλεψε πολύ στο Ιράν επί ΧομεΪνί όπου χάρη στη γυναικεία της ταυτότητα μπόρεσε να μπει σε σπίτια και σε κλειστούς χώρους για να φωτογραφήσει τις ιρανίδες κοπέλες και γυναίκες.
Από τα χιτ της έκθεσης είναι η φωτογραφία στο ιρανικό νεκροταφείο των μαρτύρων του Qöm, όπου δυο γυναίκες, καλυμμένες με τα μαύρα τσαντόρ, κυκλοφορούν ανάμεσα στους τάφους και ψιλοκουβεντιάζουν, μιας και το νεκροταφείο είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη που μπορούν να βρίσκονται χωρίς αντρική συνοδεία. Σε κάθε σημείο ταφής υπάρχει η φωτογραφία του πεθαμένου που είναι στολισμένη με λουλούδια και αγαπημένα μικροαντικείμενα. Αυτά θα είναι η έμπνευση για τα επόμενα, εικαστικά, έργα της Christine Spengler.
Μέρος δεύτερο : η εποχή των χρωμάτων
Μετά την πρώτη περίοδο της ασπρόμαυρης φωτογραφίας πολέμου, η Spengler ξεκίνησε το εικαστικό της έργο με αυτό που αποκαλεί «ονειρικά φωτομοντάζ»: φωτογραφίες ανθρώπων που θαυμάζει πολύ όπως η Μαργκερίτ Ντυράς, η Μαρία Κάλλας, ο Κάρλο Γκαρντέλ, μαντόνες, ταυρομάχοι, ή δικές της φωτογραφίες, τις οποίες επεξεργάζεται φωτογραφικά, επηρεάζοντας τη σύνθεση και το χρώμα και προσθέτοντας λουλούδια, πέτρες, φτερά κι άλλες αναπάντεχες ή περίεργες λεπτομέρειες σε εκθαμβωτικά χρώματα. Το αποτέλεσμα είναι μια ονειρική, μπαρόκ, αλμοδοβαρική σύνθεση ενός πολύ προσωπικού μικρο-σύμπαντος.
Για τη δημιουργία όλων αυτών ανακαλεί πολλά από τα παιδικά της χρόνια στην Ισπανία, όπου εγκαταστάθηκε από τα 6, για να μεγαλώσει με τους θείους της μετά το γονικό διαζύγιο. Το αστικό διαμέρισμα της οδού Βελάσκεζ με τους πίνακες του Σολάνα, οι επισκέψεις κάθε δεύτερη Παρασκευή στο Μουσείο του Πράδο, τα μαθήματα φλαμένκο, ο ταυρομάχος θείος, η σουρρεαλίστρια καλλιτέχνις μητέρα δημιουργούσαν το φλογερό εικαστικό σκηνικό των παιδικών χρόνων στη Μαδρίτη.
Με αυτά τα έγχρωμα φωτομοντάζ, νομίζω ότι βρήκα τον τρόπο να καταργήσω τα όρια μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που επέστρεφα από ρεπορτάζ, δημιουργούσα, όπου κι αν βρισκόμουν, νεκρές φύσεις γεμάτες χρώμα που με βοήθησαν σιγά-σιγά να συμφιλιωθώ με το θάνατο και να ξεπεράσω τα χρόνια, σε άσπρο-μαύρο, του πολέμου.
Σε μια εσοχή, με χαμηλό φωτισμό, τα ονειρικά φωντομοντάζ περιλαμβάνουν τα πορτρέτα των αγαπημένων της προσώπων που έχουν πεθάνει, στολισμένα κι αυτά με υφάσματα, κοσμήματα και κάθε είδους μεμοραμπίλια, όπως είχε δει να κάνουν οι χήρες στο νεκροταφείο του Ιράν.
Στις συνεντεύξεις και τα κείμενα της καταλόγου της έκθεσης, η Christine Spengler μιλάει με μεγάλη έμφαση γι' αυτά τα έργα της, ήταν το απαραίτητο αντίβαρο ελεύθερης προσωπικής δημιουργίας μετά από τη μαυρίλα του θανάτου γενικά στο death wish που νιώθει κάθε πολεμικός ανταποκριτής όταν επιστρέφει στη βάση του. Επίσης, τη βοήθησαν πολύ, ψυχαναλυτικά, να αποκαταστήσει τις περίπλοκες οικογενειακές καταστάσεις του παρελθόντος (όπως par excellence η συγκρουσιακή σχέση μητέρας-κόρης) και να δεχτεί το θάνατο ειδικά.
Στις συνεντεύξεις αυτές μιλάει με τον αναμφίβολα γοητευτικό τρόπο κάποιου που έχει ταξιδέψει πολύ και σε συνθήκες κινδύνου, η προσωπικότητά της είναι μυθιστορηματική όταν διηγείται κομμάτια από την προσωπική και οικογενειακή σάγκα ενώ και η εμφάνισή της είναι κάπως αναπάντεχη σε σχέση με τις φωτογραφίες (μεγάλα κοσμήματα, λουλούδι στα μαλλιά, έντονο μακιγιάζ) αλλά πλήρως συντονισμένη με τα εικαστικά της έργα.
Για προσωπική αντίληψη μπορεί κανείς να δει δύο ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις με αφορμή την έκθεση που βρίσκονται εδώ και εδώ.
Ένα από όσα μου έκαναν εντύπωση είναι όταν τη ρωτούν ΤΗΝ κλασική ερώτηση, εάν υπάρχει γυναικεία φωτογραφία, γυναικείο βλέμμα κλπ, η Christine Spengler απαντά, μιλώντας αποκλειστικά για την ίδια, «είχα πάντα τη ψυχική και φυσική αντοχή ενός άντρα για να τραβήξω τα σίγουρα στιγμιότυπα, αυτά που περίμενε από μένα το Παρί Ματς, το Τάιμ και το Λάιφ και μετά συνέχιζα πιο ελεύθερα, η γυναικεία καρδιά μου με πήγαινε σε αυτούς που είχαν μείνει ζωντανοί» (γιατί μια πραγματικά χειραφετημένη γυναίκα δεν έχει στερεότυπα).
Κατά τα άλλα, είναι φανερό ότι όλοι μας, οι περισσότεροι από μας, προχωράμε με αυτό που έχουμε, αυτό μεταφέρουμε σε όλη τη ζωή μας, αυτό το ένα προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε με το δικό του τρόπο καθένας, κι όποιος το καταφέρνει είναι πολύ τυχερός.
L'Opéra du Monde
Maison européenne de la photographie (MEP)
4 Ιουνίου 2016
ΥΓ Στην είσοδο της έκθεσης έχει τοποθετηθεί πορτρέτο της Λεϊλά Αλαουί, ως φόρος τιμής στη γαλλο-μαροκινή φωτογράφο που σκοτώθηκε ενώ βρισκόταν σε επαγγελματική αποστολή στη Μπουρκίνα Φάσο, στην εξτρεμιστική επίθεση το Γενάρη του 2016.
σχόλια