Όσοι δούλευαν κάποτε στο Εθνικό Μουσείο του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας ελπίζουν ότι ένας νέος θεσμός μπορεί ν' αναγεννηθεί από την τέφρα της καταστροφικής πυρκαγιάς.
Από τη στιγμή που οι φλόγες κατάπιαν το Εθνικό Μουσείο καταστρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής των 20 εκ αντικειμένων που στέγαζε στους χώρους του, η ζωή του 35χρονου αρχαιολόγου Μουρίλο Μπάστος γύρισε ανάποδα.
Ο 35χρονος εργαζόταν σε ένα γραφείο μέσα στο αποικιακό ανάκτορο που κάποτε ήταν το σπίτι της πορτογαλικής βασιλικής οικογένειας. Τώρα, περιφέρεται στο κατακαμένο εσωτερικό του προσπαθώντας να βρει οτιδήποτε έχει επιβιώσει από την πυρκαγιά.
«Είχαμε συνηθίσει να δουλεύουμε με κλιματισμό, τώρα βρισκόμαστε σε ένα εργοτάξιο», είπε, καθαρίζοντας τις σκονισμένες μπότες του κατά τη διάρκεια του διαλείμματος του έξω από το περιφραγμένο περίβολο του μουσείου. Οι εξωτερικοί τοίχοι του μουσείου στέκονται ακόμα, αλλά τρεις από τους εσωτερικούς του ορόφους κατέρρευσαν.
Η πυρκαγιά τον Σεπτέμβριο ήταν μια αδιανόητη τραγωδία για ακαδημαϊκούς όπως ο Μπάστος. Πολλοί από αυτούς ξεκίνησαν να εργάζονται στο μουσείο ως ασκούμενοι και η πίκρα που πήραν βλέποντας το μουσείο να παραδίδεται στις φλόγες ήταν ανείπωτη.
Ωστόσο, κάποιοι βρήκαν νέο νόημα στο έργο διάσωσης, γιορτάζοντας κάθε ένα από τα 1.500 ευρήματα που κατάφεραν μέχρι τώρα να διασώσουν ανεξάρτητα από το πόσο μαυρισμένα ή κατεστραμμένα είναι. Ελπίζουν ότι το νέο Εθνικό Μουσείο θ' αναγεννηθεί από τις στάχτες του.
Μια σπουδαία στιγμή ήταν η ανακάλυψη της «Λουζίας» - το 11.500 ετών κρανίο της «πρώτης γυναίκας της Βραζιλίας» που θεωρήθηκε ότι χάθηκε στη φωτιά αλλά στη συνέχεια διασώθηκε με θραύσματα από τα υπολείμματα ενός μεταλλικού ντουλαπιού. «Ήταν μια συμβολική στιγμή», δήλωσε η ιστορικός Ρεγγίνα Ντάντας.
Έξι ημέρες την εβδομάδα, η ομάδα διάσωσης των 60 ατόμων χτενίζει λεπτομερώς τα ερείπια. Τα ευρήματά τους μεταφέρονται σε μια περιοχή ελέγχου, εξετάζονται από ειδικούς και αποθηκεύονται σε δοχεία.
Η αρχαιολόγος Κλαούντια Ροντρίγκες-Καρβάλχο, συντονίστρια της ομάδας και πρώην διευθύντρια του μουσείου, δήλωσε ότι μέχρι το Φεβρουάριο το κτίριο θα είναι αρκετά ασφαλές ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες σωστών ανασκαφών.
«Ποτέ δεν ήθελα να συμβεί αυτό, να είμαι εδώ, κάνοντας αυτό, αλλά εφόσον συνέβη, δεν μπορώ να φανταστώ ότι είμαι οπουδήποτε αλλού», είπε. Για δεκαετίες, οι διευθυντές παρακαλούσαν για κονδύλια προκειμένου να προστατεύσουν το μουσείο με τα ξύλινα δάπεδα.
Τον Ιούνιο, με την επέτειο των 200 χρόνων του μουσείου η τράπεζα ανάπτυξης της κυβέρνησης της Βραζιλίας συμφώνησε να χορηγήσει με 5.6εκ. δολάρια για εργασίες αποκατάστασης. Αλλά η οικονομική βοήθεια δεν έφτασε πριν από την πυρκαγιά.
«Νιώθω ηττημένη. Είχα εργαστεί σκληρά για να αποτραπεί αυτό το κακό» είπε η πρώην διευθύντρια.
Το 2017, ο προϋπολογισμός του μουσείου ήταν μόλις 203.000 δολάρια για τη φροντίδα της πιο πολύτιμης συλλογής ιστορικών, βιολογικών και ανθρωπολογικών αντικειμένων της Βραζιλίας. Δύο χρόνια νωρίτερα, το Ρίο ξόδεψε 54 εκατομμύρια δολάρια σε ένα λαμπερό Μουσείο του Μέλλοντος – του οποίου οι εκθέσεις είναι ψηφιακές.
Πολλές συλλογές από την ανθρωπολογία, εθνογραφία, παλαιοντολογία, γεωλογία, και όχι μόνο, που στεγάζονταν στο παλάτι καταστράφηκαν ολοσχερώς, Οι συλλογές βοτάνων, ασπονδύλων και σπονδυλωτών που φυλάσσονταν σε ξεχωριστά παραρτήματα, επιβίωσαν. Στοιχεία από πετρώματα, μέταλλο και πορσελάνη είχαν περισσότερες πιθανότητες να αντισταθούν στην έντονη ζέστη.
Η αστυνομία εξακολουθεί να διερευνά τα αίτια της πυρκαγιάς, και ο σημερινός διευθυντής του μουσείου, Αλεξάντερ Κέλερ, δήλωσε ότι γνώριζε πολύ καλά τον κίνδυνο πυρκαγιάς όταν ανέλαβε καθήκοντα τον Φεβρουάριο. Ωστόσο κι εκείνος δεν κατάφερε να εγκαταστήσει εγκαίρως ένα σύστημα ασφαλείας.
Γνωρίζαμε ότι δεν είχαμε την απαραίτητη προστασία», είπε. «Πόρτες πυρασφάλειας, σύστημα κατάσβεσης, τέτοια πράγματα. Αλλά σε ένα διατηρητέο κτίριο, με ένα πολύ ιδιαίτερο αρχείο, δεν μπορεί να κάνει κανείς ό,τι θέλει».
Για τον Κέλλερ κορυφαία προτεραιότητα είναι το άνοιγμα του μουσείου να προσεγγίσει περισσότερους Βραζιλιάνους.
Λιγότερα από 200.000 άτομα επισκέφθηκαν το μουσείο το 2017. Αντίστοιχα, κατά του πρώτους οκτώ μήνες λειτουργίας του, το Μουσείο του Μέλλοντος προσέλκυσε ένα εκατομμύριο επισκέπτες.
«Ένα μουσείο που δεν μιλάει στην κοινωνία καταδικάζεται σε εξαφάνιση», είπε χαρακτηριστικά ο Κέλλερ.
Με πληροφορίες από Guardian
σχόλια