Από τα μέσα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 ήταν αμέτρητα τα γκρουπ που ονειρεύονταν να γίνουν οι νέοι Beatles ή οι Stones. Τα πιο πολλά ήταν μαύρα χάλια (όχι, δεν ήταν όλες οι κυκλοφορίες των ’60s της προκοπής, με όσο μεγάλη δόση νοσταλγίας και να τις ακούσεις και όσο κι αν τις εξωραΐσει ο χρόνος) έτσι δικαιολογημένα τα έφαγε η μαρμάγκα. Πριν από καμιά δεκαετία που έγινε η έκρηξη του downloading και μπορούσες να έχεις πρόσβαση στα αρχεία χρηστών που μοιράζονταν ακόμα τα πιο άγνωστους και ξεχασμένους δίσκους, γέμισε ο τόπος από άθλιες συλλογές αλλά και από χαμένα διαμαντάκια που αν δεν είχα αυτή τη δεύτερη ευκαιρία θα έμεναν για πάντα στα αζήτητα.
Ένα από τα άλμπουμ που είχε βγει το 1967 και είχε ξεχαστεί εντελώς (λίγο δίκαια, λίγο άδικα) ήταν το μοναδικό που κυκλοφόρησαν οι Νεροχύτες. Το συγκρότημα του James Ervan Parker -που αργότερα πέρασε και από τους Them- ονομαζόταν Kitchen Cinq -με το sink γραμμένο έτσι, εντελώς χιψτερικά, από την γαλλική λέξη για το πέντε, κάνοντας και λογοπαίγνιο με τον αριθμό των μελών του γκρουπ. Το συγκρότημα από το Τέξας έβγαλε καναδυό single με διασκευές ως The Illusions και μετά μετακόμισε στο Λος Άντζελες για να δουλέψει με τον Lee Hazelwood. Αυτός τους πρότεινε να γίνουν λίγο πιο χίπηδες, να αλλάξουν το όνομα σε Νερο-χύτες για να έχουν πιο πολλές ελπίδες για επιτυχία και να στρωθούν να γράψουν δικά τους κομμάτια. Τελικά την παραγωγή στο άλμπουμ δεν την έκανε αυτός, την έκανε ο Hokom και έτσι έβαλαν και πέντε διασκευές (από τα συνολικά 11 τραγούδια του δίσκου): το “Solitary Man” του Neil Diamond και τα Codine (Buffy Ste. Marie), “Last Chance to Turn Around (Gene Pitney), Still in Love with You Baby (the Beau Brummels) και το “I Can’t Let Go”των Hollies. Ο δίσκος που ονομάστηκε εντελώς αποτυχημένα “Everything but…” ήταν αρκετά καλός και μάλιστα ξεκινάει καταπληκτικά με ένα κομμάτι που έγραψαν σε πολλά κέφια, το You’ ll be sorry one day.
Παρόλα αυτά, ενώ είχε όλα τα στοιχεία που έκαναν πετυχημένο έναν δίσκο στα τέλη των ’60s, δεν είχε και τίποτα ξεχωριστό ή πρωτότυπο. Ήταν μια απ’ τα ίδια. Αυτό προφανώς τον έβαλε κατευθείαν στο χρονοντούλαπο και τον άφησε καταχωνιασμένο και ξεχασμένο για 40 χρόνια, γιατί ποιος ήθελε ένα αντίγραφο των Beau Brummels ή των Gerry and the Peacemakers με αμερικάνικη προφορά;
Το “Everything but…” δεν ξανακυκλοφόρησε ποτέ, το έβρισκες μόνο στο e-bay και μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε επίσημα σε CD. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα που η Light in the Attic έβγαλε ολόκληρο το άλμπουμ σε μια έκδοση της προκοπής, μαζί με ό,τι άλλο είχαν κυκλοφορήσει σε 45άρια.
Η συλλογή λέγεται «When the Rainbow Disappears: An Anthology 1965-68».
Αυτά είναι μερικά από τα κομμάτια τους. No bad.
σχόλια