Η Βασιλική Μιχαλοπούλου ανήκει στη νέα γενιά του έντεχνου τραγουδιού, ακολουθώντας μια διαδρομή που ξεκίνησε από τη Νομική και κατέληξε στη μουσική. Με αφορμή τον πρώτο της δίσκο, «Ενδεχόμενα», μιλά στη LIFO για την ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από το τραγούδι, τις επιρροές της, αλλά και τη σχέση της με την τέχνη και τις συγκινήσεις που αυτή γεννά.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μέχρι τα δέκα μου χρόνια μεγάλωσα στο Κιάτο Κορινθίας, την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου. Ύστερα επιστρέψαμε στην Αθήνα, στο Χαλάνδρι. Στα παιδικά μου χρόνια δεν υπήρχε καμία ουσιαστική ενασχόληση με τη μουσική. Ήμουν καλή μαθήτρια, ακολούθησα σπουδές στη Νομική, εργάστηκα στον τομέα για τρία-τέσσερα χρόνια, αλλά μέσα μου υπήρχε πάντα αυτό το μικρόβιο του τραγουδιού. Ήταν κάτι που δεν με άφηνε σε ησυχία.
Είμαι παιδί του έντεχνου τραγουδιού, αν και χρησιμοποιώ τον όρο κυρίως για λόγους συνεννόησης. Για μένα, η τέχνη υπάρχει σε όλα τα είδη. Η μουσική μου συνδυάζει στοιχεία από την παράδοση, αλλά παράλληλα εμπεριέχει και μοντέρνες επιρροές. Αυτός ο συνδυασμός είναι που με εκφράζει.
Όταν ήμουν φοιτήτρια, άρχισα να ψάχνω πιο συνειδητά το μουσικό μου μονοπάτι. Μπήκα σε μια θεατρική ομάδα και, μέσα από έναν αυτοσχεδιασμό, μου βγήκε αυθόρμητα να τραγουδήσω. Είπα το “Δίχτυ” του Σταύρου Ξαρχάκου. Τότε ήταν που αισθάνθηκα πως κάτι πέρασε από εμένα στους άλλους, κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τότε ότι μπορούσα να μεταδώσω. Οι φίλοι μου με παρότρυναν να το ψάξω περισσότερο – και το έκανα. Έτσι, γράφτηκα στο Ωδείο, και ένας καινούργιος κόσμος άνοιξε μπροστά μου.
Τη Νομική την εγκατέλειψα πρόσφατα, όταν πλέον συνειδητοποίησα ότι τα live μου μεγάλωναν οργανικά, ότι η μουσική είχε αρχίσει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Ταυτόχρονα, ήρθαν και τα επτά τραγούδια του δίσκου “Ενδεχόμενα”, σε μουσική και στίχους του Γιώργου Καψάσκη, οπότε η συγκυρία ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να της αντισταθώ.
Ο δίσκος αυτός μιλά για την ουσία των πραγμάτων. Κάθε ένα από τα επτά τραγούδια αποτυπώνει και μια διαφορετική πτυχή μου, μια διαφορετική συναισθηματική και μουσική αναζήτηση.
Στη σημερινή εποχή, το να ακολουθήσει κάποιος ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα είναι σίγουρα δύσκολο. Για μένα, όμως, η απόφαση να αφιερωθώ στο τραγούδι δεν πάρθηκε βιαστικά. Αντιθέτως, οι σπουδές μου με βοήθησαν να μπω στη μουσική με έναν τρόπο που μου επέτρεψε να παραμείνω πιστή σε αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν αναγκάστηκα να κάνω εκπτώσεις – και αυτό είναι κάτι πολύτιμο.
Όσον αφορά τα μουσικά είδη, η βασική κινητήριος δύναμη που με καθοδηγεί είναι η συγκίνηση. Δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με την τραπ μουσική, γιατί μέχρι στιγμής δεν έχω νιώσει ότι μπορεί να μου προκαλέσει αυτό το συναίσθημα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ποτέ να το κάνει. Μου φαίνεται πως υποκινεί άλλου είδους πράγματα, διαφορετικά από τη δική μου καλλιτεχνική αναζήτηση.
Ένας άνθρωπος που μπορεί να συγκινηθεί με ένα έργο τέχνης είναι κάποιος που αφήνει ελεύθερη την ευαισθησία του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι όσοι ακούν κάτι όμορφο είναι αυτομάτως και καλοί άνθρωποι. Ούτε ότι εκείνοι που δεν συγκινούνται είναι άτεχνοι. Η τέχνη είναι μια υποκειμενική εμπειρία και ο καθένας τη βιώνει με τον δικό του τρόπο.
Η μουσική δεν είναι προνόμιο κανενός πολιτικού ρεύματος. Είναι, όμως, παιδεία. Είναι καλλιέργεια. Είναι ένας τρόπος να αμβλύνει τις γωνίες μας, να λύνει διαφορές, να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι, στο τέλος της ημέρας, είμαστε όλοι ίσοι – με τις ανασφάλειες, τις επιδιώξεις και τα όνειρά μας».
Δείτε και ακούστε περισσότερα από τη Βασιλική Μιχαλοπούλου στο Instagram, στο Spotify και στο YouTube.