Από το τέλος της δεκαετίας του '60 που ξεκίνησε η μουσική του πορεία μέχρι σήμερα ο Larry Coryell είναι ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες του κόσμου. Οι πιστοί οπαδοί του τον αποκαλούν «θεό της κιθάρας, έναν ευρηματικό μουσικό που αποδίδει τα μέγιστα σε ό,τι παίζει», για τη "New York Times" είναι ένας πραγματικός «στρατιώτης της ροκ τζαζ fusion», ενώ στο «Down Beat Magazine» τον έχουν χαρακτηρίσει «νονό της fusion». Καινοτόμος και ευρηματικός, ήταν από τους πρώτους σημαντικούς εκπροσώπους του ροκ-τζαζ fusion, παίζοντας δίπλα σε ονόματα-θρύλους όπως οι Eric Clapton, Chick Corea, Albert Dailey, Jimi Hendrix, Paco de Lucia, John McLaughlin, Billy Cobham, Keith Jarrett, Miles Davis και πολλοί άλλοι. Επηρεασμένος από τους Chet Atkins, Chuck Berry και Wes Montgomery, o Larry Coryell ξεκίνησε την καριέρα του από τη Νέα Υόρκη και έγινε γνωστός στην Αμερική το 1967, μετά τη συνεργασία του με τους Gary Barton Quartet.
«Έγινα κιθαρίστας επειδή ήταν αδύνατο να το αποφύγω» λέει. «Δεν έχω ιδέα τι το προκάλεσε. Ήταν απλά τη φυσική ροή των πραγμάτων. Ήμουν μουσικόφιλος. Μπορεί να ήταν κάτι που υπέβοσκε, αλλά υπήρχε πάντα. Η μητέρα μου έπαιζε πιάνο και ο βιολογικός μου πατέρας ξέρω ότι ήταν πιανίστας, αν και δεν τον γνώρισα ποτέ».
«Στην τζαζ με τράβηξαν η πολυπλοκότητα των συνθέσεων και η ελευθερία που σου δίνει να αυτοσχεδιάζεις - γι' αυτό ενδιαφέρθηκα. Όταν κατάλαβα ότι είναι κάτι που μπορείς να κάνεις αυθόρμητα, με κέρδισε ολοκληρωτικά». Μιλάει για τη γνωριμία του με τον Wes Montgomery και τον Gabor Szabo και την επιρροή τους σε μια ολόκληρη γενιά μουσικών, τον πιανίστα Bill Evans και τον Grant Green. «Η πρώτη φορά που είδα τον Grant Green να παίζει ήταν καθοριστική για μένα» λέει. «Κατάλαβα πόσο σκληρά χρειαζόταν να δουλέψω για να γίνω καλλιτέχνης».
«Έχουν αλλάξει πολλά στην τζαζ μουσική όλα αυτά τα χρόνια που παίζω. Τώρα πια έχει γίνει βιομηχανία. Το 1965 που ξεκίνησα δεν ήταν έτσι, αλλιώς τη γνώρισα. Ειδικά μετά την επέκταση των επιχειρήσεων στην Ευρώπη και την Ασία άλλαξαν πολλά πράγματα. Αυτή η πλευρά που με ενδιαφέρει όμως, το να παίζω δηλαδή σε ένα κλαμπ, έχει παραμείνει ίδια».
«Η σκληρή δουλειά δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κι η δική μας ήταν δυο φορές πιο σκληρή, επειδή θέλαμε να μάθουμε από τους δασκάλους μας, να πάρουμε όσο πιο πολλά μπορούσαμε και να φτιάξουμε κάτι καινοτόμο...».
Στα άλμπουμ του, που κυκλοφόρησαν την περίοδο 1960-70, ήταν πραγματικά από τους πρωτοπόρους που συνδύασαν ροκ και τζαζ με ανατολικές επιρροές μαζί με κλασικούς έγχορδους ήχους. Το 1974 δημιούργησε τους 11th House, τη πιο δημοφιλή και επιτυχημένη fusion band της εποχής. Μετά τη διάλυσή της υπέγραψε με τον Clive Davis στην Arista Records και κυκλοφόρησε μια σειρά από σόλο άλμπουμ.
Το 2007 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Improvising my Life with Music, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Washington και κυκλοφόρησε παράλληλα δύο βιβλία όπου διοχέτευσε τη γνώση που του χάρισαν οι πολύχρονες εμπειρίες του γύρω από τη μουσική.
Επίσης, έχει σχεδιάσει τη δική του σειρά από κιθάρες με την Cort. Οι τελευταίες του ηχογραφήσεις κυκλοφορούν από την Chesky Records («Impressions», «Traffic», «Electric»), τη Rhombus Records («Laid Back & Blues»), τη High Notes («Cedars of Avalon»), και τη Favored Nations («Tricycles»).
Στην Αθήνα θα εμφανιστεί την Παρασκευή το βράδυ μαζί με τον οργανίστα Joey DeFrancesco και τον κορυφαίο ντράμερ Alphonse Mouzon σε μία «μοναδική καλλιτεχνική σύμπραξη», για πρώτη φορά στην Ελλάδα
σχόλια