Σε μια φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα παρουσιάστηκαν χθες στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), οι μελέτες για την αποκατάσταση του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα, καθώς ήταν οι πρώτες που ήρθαν στο συμβούλιο, μετά τον θάνατο του Χαράλαμπου Μπούρα, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών, στις 27 Ιουλίου 2016.
Εκτός από το εισαγωγικό σημείωμα που είχε γράψει ο ίδιος τον Απρίλιο, για το θέμα των δύο μελετών και το οποίο διαβάστηκε στη συνεδρίαση, τηρήθηκε επίσης ενός λεπτού σιγή για τον σπουδαίο αρχιτέκτονα, που ταυτίστηκε με το έργο της αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης (ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως, ΕΣΜΑ, από το 1985 ως τον θάνατό του), ενώ η συμβολή του στην αναστήλωση αρχαίων μνημείων εν γένει, υπήρξε καθοριστική. Επιπλέον, η γγ του υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού, Μαρία Βλαζάκη, ενημέρωσε τα μέλη του ΚΑΣ ότι η τελευταία εισήγηση του Χ. Μπούρα, που απεστάλη στο υπουργείο και αφορούσε τη μελέτη αποκατάστασης των τειχών της Ακρόπολης (θα έρθει αργότερα στο ΚΑΣ), είχε ημερομηνία 22 Ιουλίου 2016.
Συγκεκριμένα, οι δύο μελέτες που πήραν τα εύσημα και το «πράσινο φως» των μελών και των εισηγητών του ΚΑΣ, αφορούν την αποκατάσταση του ορθοστάτη και του αντιθηματικού τοίχου του τυμπάνου, που αποτελούν μέρος του δυτικού αετώματος του Παρθενώνα. Όπως αναφέρθηκε από τους μελετητές, πρόκειται για σωστικές επεμβάσεις με στόχο να αντιμετωπιστούν άμεσα τα προβλήματα του σημείου (κυρίως ρηγματώσεις από διάφορες αιτίες), ενώ στο μέλλον θα μπορούν να χρησιμεύσουν στην καλύτερη αξιολόγηση για το αν θα ήταν χρήσιμες οι συμπληρώσεις στους δύο ορθοστάτες που απουσιάζουν. Ως προς τις επεμβάσεις, θα ακολουθηθεί η γνωστή στην Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (ΥΣΜΑ) διαδικασία η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, στην αφαίρεση των σιδηρίων που έχουν οξειδωθεί (από την επέμβαση Ν. Μπαλάνου στις αρχές του 20ού αιώνα), στη δομική αποκατάσταση κάθε αρχιτεκτονικού μέλους χωριστά καθώς και στη συστηματική συντήρηση των αρχαίων επιφανειών του μαρμάρου. Επίσης, θα γίνει μερική αποσυναρμολόγηση του τοίχου και συμπλήρωσή του με λιθόπλινθους, όπου χρειάζεται, ώστε να εξασφαλιστεί η στατική του επάρκεια.