Το Βρετανικό Μουσείο περιλαμβάνει στις εκθέσεις του «κλεμμένη πολιτιστική ιδιοκτησία» και αρχαιότητες που αποκτήθηκαν μέσω αρπαγής, σύμφωνα με το κορυφαίο δικηγορικό γραφείο του Geoffrey Robertson, QC, που αγωνίζεται για την επιστροφή αρχαιολογικών θησαυρών στις χώρες από τις οποίες αφαιρέθηκαν.
Ο Robertson καλεί τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ιδρύματα και μουσεία να επιστρέψουν τα πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα που, κατά το παρελθόν, εκλάπησαν από «κατακτητές ή αποικιακούς αφέντες» σε βάρος των λαών που βρίσκονταν υπό την εξουσία τους.
«Οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου έχουν μετατραπεί στους μεγαλύτερους αποδέκτες κλεμμένης ιδιοκτησίας παγκοσμίως και ένα μεγάλο μέρος των λάφυρων δεν εκτίθενται καν στο κοινό», σημειώνει ο ίδιος, κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στα Ελγίνεια που απαιτεί η Ελλάδα, σε κλεμμένη πέτρινη κεφαλή από το Νησί του Πάσχα και στα περίφημα μπρούτζινα του Μπενίν, των οποίων την επιστροφή ζητά η Νιγηρία.
Κατά τον συνήγορο που αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Βρετανικόμουσείο διαδίδει μία σειρά από «προσεκτικά κατασκευασμένα ψέματα και μισές αλήθειες» για το πως ο Λόρδος Έλγιν δήθεν έσωσε γλυπτά από τον Παρθενώνα ή το πώς περιήλθαν αυτές οι αρχαιότητες στην ιδιοκτησία τους «νόμιμα». Κάνει λόγο για «εγκυκλοπαιδικά μουσεία» όπως το Λούβρο και το Metropolitan στη Νέα Υόρκη που παρακρατούν κομμάτια πολύτιμης κληρονομιάς άλλων χωρών, που αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια αναταραχών ή πολέμων.
Βρετανικό Μουσείο: Εντελώς νόμιμη η δράση του Έλγιν
Ο Robertson κατηγορεί τους υπεύθυνους του μουσείου αλλά και την ίδια την κυβέρνηση για ανεπαρκείς απαντήσεις σε οποιοδήποτε αίτημα επαναπατρισμού αρχαιοτήτων από τις μόνιμες εκθέσεις του. Εκπρόσωπος του βρετανικού Μουσείου επιβεβαίωσε ότι επιτρέπει ξεναγήσεις «κλεμμένων αγαθών», από εξωτερικούς συνεργάτες. Η ίδια πάντως επιμένει ότι τα Ελγίνεια γλυπτά περιήλθαν νόμιμα στην ιδιοκτησία με την έγκριση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
«Δεν αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα σύγκρουσης ή βίας. Η δράση του Λόρδου Έλγιν εξετάστηκε προσεκτικά από επιτροπή της Βουλής το 1816, και αποδείχθηκε εντελώς νόμιμη», υποστηρίζει το ίδιο άτομο. «Το Βρετανικό Μουσείο αναγνωρίζει τις δύσκολες ιστορίες ορισμένων εκ των συλλογών του, συμπεριλαμβανομένων των αμφισβητούμενων μέσω όπου κάποιες από αυτές αποκτήθηκαν, μέσω στρατιωτικής δράσης και αρπαγής (...) Στην περίπτωση των Μπρούτζινων του Μπενίν», εκπρόσωποι του μουσείου επισκέφθηκαν την πόλη το 2018, για να συζητήσουν για τα σχέδια ενός Βασιλικού Μουσείου στο Μπενίν, και πώς του Βρετανικό Μουσείο θα μπορούσε να βοηθήσει».
Στο βιβλίο του, απόσπασμα του οποίου παρουσιάζει σήμερα ο Guardian, ο Robertson σημειώνει: «δεν μπορούμε να αναιρέσουμε ιστορικά λάθη, αλλά δεν μπορούμε και να συνεχίσουμε να κερδίζουμε ξεδιάντροπα από αυτά». Μαζί με την Αμάλ Κλούνεϊ και τον καθηγητή Νόρμαν Πάλμερ, ο κορυφαίος δικηγόρος είχε συντάξει μία έκθεση για την επιστροφή των ελγίνειων γλυπτών, όπου αναγνώριζε ότι ένας ενδεχόμενος επαναπατρισμός, θα ενθάρρυνε παρόμοια αιτήματα και από άλλα κράτη.
«Τα μπρούτζινα του Μπενίν είναι σημαντικά για την Αφρική αλλά όχι για τον κόσμο, όπως τα ελγίνεια γλυπτά με τη διεθνή τους απήχηση. Από την άλλη πλευρά, ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο αφαιρέθηκαν τα μπρούτζινα, συνιστά έγκλημα πολέμου που, ηθικά, είναι ακόμα πιο αποτρόπαιο και από την κλοπή και τη διπροσωπία του Έλγιν».
Με πληροφορίες από Guardian
σχόλια