Θρονιασμένος στο «Ζήσιμο», το αρχαιότερο εν λειτουργία καφεζαχαροπλαστείο της Κέρκυρας, ο Κύρος έχει απλώσει τα πόδια του στο γκαζόν του κρίκετ και ρουφάει αργά την τρίτη μπίρα. Δίπλα του στο τραπέζι είναι ο βοηθός του, ο Πετράν, ένα αγοράκι γύρω στα είκοσι, με καρό βερμούδα, κόκκινα φλούο αθλητικά παπούτσια και κίτρινα μαλλιά.
Το ελεφαντίσιο κορμί του Κύρου ιδρώνει και ξιδρώνει. Ο Πετράν του κάνει αέρα με μια βεντάλια. Οι γύρω θαμώνες τούς κοιτάνε μάλλον σκωπτικά. «Τσιμπούκι!». Ο Πετράν αλιεύει από την τσάντα του ένα αργιλεδάκι, το γεμίζει εμφιαλωμένο νερό, τοποθετεί τον ψιλοκομμένο καπνό -το τουμπεκί-, ανάβει το καρβουνάκι, τραβάει μια πρώτη τζούρα για να ξεμπουκώσει η συσκευή και δίνει το μαρκούτσι στον Κύρο. Το σκώμμα των πέριξ γίνεται σκανδαλισμός. « Έχουμε χαρτιά;», ρωτάει ο Κύρος. Ο Πετράν βγάζει ένα μεγάλο μπλοκ ιχνογραφίας και μια μεταλλική κασετίνα με χρωματιστά μολύβια. Ο Κύρος ανακάθεται στην πολυθρόνα, πιάνει το μοβ μολύβι, σαλιώνει τη μύτη του και τραβάει μια γραμμή που κατσαρώνει στις άκρες. Παρατηρεί έπειτα ανέκφραστος το αποτέλεσμα της στιγμιαίας έμπνευσής του. Ο αργιλές γουργουρίζει σαν γάτα. Τα τζιτζίκια του μεσημεριού οργιάζουν -ή υστεριάζονται;-επάνω στους κορμούς. «Πάμε να κοιμηθούμε δυο-τρεις ώρες, μακάρι και τέσσερις, και το βράδυ θα σου κάνω το τραπέζι στον Μποτρίνι.».
Eδώ κι εννιά βδομάδες ο Κυριάκος Λεονταρίδης –διάσημος στο διεθνές εικαστικό στερέωμα ως «Κύρος», «Κύρος, ο πρώτος καλλιτέχνης του 21ου αιώνα» έγραψαν οι «New York Times»- έχει επιστρέψει στη γενέτειρά του για να εικονογραφήσει τον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Γαρίτσα. Πρόκειται για ανάθεση του καθολικού Αρχιεπισκόπου του νησιού. «Εγώ δεν ξέρω ντιπ από αγιογραφίες. Και δεν πιστεύω σε κανέναν Θεό», διευκρίνισε ο Κύρος από το τηλέφωνο στον παλιό συμμαθητή του, ο οποίος τώρα καθοδηγεί το καθολικό ποίμνιο. «Θα πιστέψεις ζωγραφίζοντας», τον διαβεβαίωσε εκείνος. «Πού κυμαίνεται η αμοιβή σου;». Ο Κύρος δίστασε. Στην τελευταία ατομική του έκθεση, τον Φεβρουάριο στo Βερολίνο, ένας γλυπτό μεσαίου μεγέθους αγοράστηκε πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια. Ό,τι και αν τους ζητούσε θα 'ταν απαγορευτικό. «Αρκεί να με φιλοξενήσετε έξι μήνες», απάντησε.
Στις 7 Απριλίου ο Κύρος πάτησε το πόδι του ύστερα από τριάντα χρόνια στο νησί. Εγκαταστάθηκε στην προεδρική σουίτα του Corfu Palace και κατέβασε, από νοσταλγία, τέσσερις τσιτσιμπίρες, κοιτάζοντας από το μπαλκόνι του τα θύματα της ρουλέτας και του μπλακ-τζάκ να βγαίνουν παραπαίοντας από το καζίνο στα έγκατα του ξενοδοχείου. Το επόμενο πρωί, ο Αρχιεπίσκοπος τον πήγε στην εκκλησία. Ήταν ένας μισογκρεμισμένος ναός του 1750.
Μονάχα οι τρεις τοίχοι έστεκαν. Στον έναν τους μόλις που διακρινόταν μια εντελώς ξεθωριασμένη Σταύρωση. «Θα κάνεις ό,τι εμπνευστείς», του επανέλαβε ο παπάς. «Σχετικά, δε, με την αναστήλωση, ο αρχιτέκτονας θα υπακούσει στις εντολές σου. Αν τυχόν θες να παραμείνει ο ναός καλοκαιρινός, πες το κι έγινε». «Τι είναι ακριβώς ο "Ευαγγελισμός της Θεοτόκου";», ρώτησε ο Κύρος. «Άγγελος επεσκέφθη τη Μαριάμ και της ανήγγειλε πως θα γεννήσει Υιό Θεού...».
Προτού καν αποπειραθεί το πρώτο προσχέδιο, ο Κύρος διάβασε και ξαναδιάβασε -απομνημόνευσε σχεδόν- τα σχετικά χωρία επίσημων κι απόκρυφων Ευαγγελίων. Ακόμα και το απόσπασμα από το Κοράνι. Με τη μέχρι παιδικότητας ευπιστία που άρμοζε σε έναν καλλιτέχνη του βεληνεκούς του έπαιρνε τις διηγήσεις τοις μετρητοίς. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε στ' αλήθεια συμβεί.
Στην αρχή συνεπέρανε ότι η Μαριάμ -«ανέγγιχτη» στα δεκαπέντε της παιδίσκη, μνηστευμένη με τον μπαρμπα-Ιωσήφ- σχετιζόταν με κάποιον μαντράχαλο απ' τη γειτονιά, ο οποίος και τη φούσκωσε πριν της ώρας της. Οι δικοί της ξεφούρνισαν τότε μια εξωφρενική δικαιολογία για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και κατόρθωσαν να πείσουν όχι μόνο τον σιτεμένο αρραβωνιάρη αλλά κι όλη τη Γη, την Οικουμένη. Συμβαίνουν αυτά...
Ο Κύρος μπορούσε εύκολα να μπει στη θέση και των τριών προσώπων του δράματος. Μήπως κι ο ίδιος στο Γυμνάσιο δεν είχε εκμαυλιστεί από έναν κόμη της Κέρκυρας -γόνο μιας απ' τις τρεις αρχαιότερες οικογένειες, με οικόσημο και με παγιάτσο στη Βενετία- ο οποίος, για να σώσει τα προσχήματα, τον είχε υιοθετήσει και είχε χρηματοδοτήσει τις σπουδές του; (Ποιος να το φανταζόταν πως ο μετέπειτα ακόρεστος γυναικάς είχε χάσει την παρθενιά του από 'ναν άντρα...). Μήπως κι ο ίδιος στα ντουζένια του -Παρίσι, Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο- δεν είχε κουτουπώσει ως Άγγελος Κυρίου μάτσα παντρεμένες, δεν είχε σπείρει μπόλικα παιδιά που πρόκοψαν με ξένα ονόματα και ξένες, κυρίως, περιουσίες; Μήπως κι ο ίδιος, στα στερνά, δεν είχε νιώσει σαν τον Ιωσήφ, όταν, Πρωτοχρονιά του 2009, η τέταρτη σύζυγός του -ένα μοντέλο από τη Μογγολία- του είχε έρθει γκαστρωμένη;
« Έρως και ψεύδος!», ανήγγειλε στον Πετράν, σκουπίζοντας τα μουστάκια του απ'τις σάλτσες της παστιτσάδας. « Ή μάλλον Έρως επί Ψεύδους! Θα φτιάξω μια μεγαλοπρεπή, μια miracolosa τοιχογραφία στον θόλο του ναού: τον Έρωτα να καλπάζει καβάλα στο Ψέμα. Θα το τρυπάει στα πλευρά με τα σπιρούνια του. Κόκκινοι πίδακες θα αναβλύζουν...». «Τι θα 'ναι το ψέμα- άλογο;», ρώτησε ο Πετράν. «Άλογο. Ή υπερφυσικό, προϊστορικό πτηνό.
Ίσως όμως και ιππόκαμπος. Μπορούμε να δουλέψουμε όλες τις παραλλαγές!».
Πρώτη φορά, στο διάστημα που τον υπηρετούσε, τον έβλεπε ο Πετράν καλλιτεχνικά ερεθισμένο. Πρώτη φορά διέκρινε κάτω απ' το ζαρωμένο του πετσί τις φλέβες να φουσκώνουν. «Δεν είμαι βέβαιος εάν θα θεωρηθεί η σύλληψή σας ιδιαίτερα χριστιανική...», τόλμησε μολοντούτο να ψελλίσει. «Εάν θα γίνει ανεκτή...». «Τι λες, μωρό μου;», εξανέστη ο Κύρος. «Ξέρουν πολύ καλά ποιον κάλεσαν να ζωγραφίσει την εκκλησιά. Στην Κέρκυρα είμαστε, εξάλλου! Στην Κέρκυρα, από παλιά, όλα επιτρέπονται. Οι κύριοι πήγαιναν στον μανάβη και ψώνιζαν φάτσα-φόρα δυο κιλά σύκα για τη σύζυγο κι άλλα δυό για τη μορόζα τους! Τη σπιτωμένη αγαπητικιά τους... Από την Κέρκυρα ξεκινούσαν οι ιταλικές όπερες. Στο θέατρό της δοκιμάζονταν οι πρωτοπορίες του Πουτσίνι και του Βέρντι. "Applaudito a Corfu!" - "Χειροκροτήθηκε στην Κέρκυρα!". Έτσι διαφημίστηκε η Αΐντα όταν έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου. Δεν έχεις ιδέα πού βρίσκεσαι...». Κάθονταν στην πλατεία Δημαρχείου. Ο Πετράν κοίταξε κι είδε γύρω ιδρωμένους μεροκαματιάρηδες, γραφειοκράτες με ξινές μούρες, μαμάδες που -απηυδισμένες απ' το καθημερινό μαγγανοπήγαδο- ξεμύξιαζαν βαρυγκομώντας τα μωρά τους... Ένας πληθυσμός προφανώς αόρατος στον Κύρο. « Έρως επί Ψεύδους!», επανέλαβε εκείνος στεντόρεια.
Το επόμενο μεσημέρι ο ενθουσιασμός του είχε στραγγίξει. «Ποιος Έρως και ποιο Ψεύδος;» μούντζωσε τον εαυτό του βγαίνοντας απ' το μπάνιο και διέταξε τον Πετράν να του κόψει τα νύχια των ποδιών. «Το τέλος προφητεύει ο "Ευαγγελισμός". Το τέλος του Άντρα. Πνεύμα Θεού φυσάει -αεράκι ευλογημένο, μα κοπανιστό- και η Μαριάμ μένει έγκυος. Ο κρίνος ανθίζει κι οι φαλλοί μαραίνονται. Δεν μας έχουν πια ανάγκη, μικρέ!», βαριαναστέναξε.
«Το θήλυ πάτησε την ύλη!». Άρπαξε ένα χαρτί και σκιτσάρισε, μονοκοντυλιά σχεδόν, τον εφιάλτη του: μια κοπελίτσα σαν την Κοκκινοσκουφίτσα βαδίζει χαρωπή μ' ένα λουλούδι στο χέρι. Το έδαφος είναι στρωμένο από ψόφια πέη που τα πατάει στο κεφάλι με τα τακούνια της, δίχως καν να το αντιλαμβάνεται. «Στο νεκρό δάσος των πούτσων προχωράει...», εξήγησε ο Κύρος πένθιμα. «Η Βίβλος το προέβλεψε κι εμείς το ζούμε: η φεμινιστική επανάσταση, η τεχνητή γονιμοποίηση, η λατρεία της κλειτορίδας και του οργασμού της...
Ο άντρας-αφέντης, μετά ο άντρας-κουβαλητής και τώρα πια ο άντρας-μπιμπελό... Είσαι η γέμιση του προφυλακτικού - πάρ' το απόφαση!», βρυχήθηκε. «Αλλά τι λέω, Πετράν; Εγώ όταν πήγαινα, εσύ ερχόσουν. Γλυκιέ μου, τρυφερέ μου Πετράν, αγόρι αμόλυντο από γυναικεία χείλη... Αλί σε μένα!
Τον τάφο μου θα ζωγραφίσω και θα μπω μέσα...».
O θρήνος του Κύρου για τον θάνατο του ανδρισμού (του δικού του ανδρισμού εννοείται - σιγά μην έδινε δεκάρα για τα υπόλοιπα αρσενικά) κράτησε τρία εικοσιτετράωρα. Το βράδυ της μεγαλύτερης μέρας του χρόνου, ενώ έπινε μονάχος του «χυμό Ρωσίας» στο μπαρ του Ιστιοπλοϊκού, τον πλεύρισε ένα μελαμψό ξωτικό, του συστήθηκε ως φοιτήτρια των Καλών Τεχνών και τον εκλιπάρησε, κοιτάζοντάς τον με δέος, να υπογράψει στο μπράτσο της. «Τι να φτουρήσει μια σκέτη τζίφρα;», της είπε ο Κύρος και, αρπάζοντας μια χαρτοπετσέτα, ξαναζωγράφισε την Παναγία-Κοκκινοσκουφίτσα. Η φοιτήτρια -που θα μπορούσε να 'ναι και χορεύτρια, αρπίστρια ή και να στρίβει πούρα στα ηλιοκαμένα μπούτια της- δεν πίστευε στην τύχη της. «Μου επιτρέπετε να σας φιλήσω;».
«Πόσων ετών είστε, μαμζέλ;» τη ρώτησε, καθώς εκείνη είχε κουρνιάσει ήδη πάνω του. «Είκοσι τριών». «Εγώ εξήντα οκτώ. Και το καυλί μου κάνει μόνο για λίπασμα». «Πάτε στοίχημα;», Το πήγε. Και το έχασε.
«Απ' το μηδέν στο άπειρον... Απ' το σκοτάδι στη φωταγωγία...», συλλογιζόταν ο Κύρος, ενώ μια σατέν μαύρη κουρτίνα -τα μαλλιά της- του έκοβε τη θέα προς την πρωινή του στύση και θρόιζε κάθε φορά που ανεβοκατέβαζε εκείνη το κεφάλι της. «Αυτό είναι το νόημα του "Ευαγγελισμού"!», κατέληξε. «Η κενή μήτρα της Μαριάμ ξαφνικά καρπίζει. Από το τίποτα δημιουργείται το παν. Αιφνίδια και θαυματουργά. Δοξαστικά και ανεξήγητα. Εκ Θεού».
Το δευτερόλεπτο που εκπυρσοκροτούσε μες στο στόμα της, η σκέψη του καρφώθηκε στο Big Bang. Στην έκρηξη με την οποία ξεκίνησε ο κόσμος. Και ο χρόνος.
Με εισήγηση του Κύρου, πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας, έγκριση και υποστήριξη του Βατικανού, ο ναός του Ευαγγελισμού στη Γαρίτσα συνδέθηκε δορυφορικά με το κέντρο ελέγχου του CERN στα γαλλοελβετικά σύνορα. Μια γιγαντοοθόνη τοποθετήθηκε αντί για τέμπλο στην ανακαινισμένη εκκλησία, ώστε το ποίμνιο να παρακολουθεί απευθείας ό,τι συμβαίνει στη μήκους επτά χιλιομέτρων υπόγεια σήραγγα. Στον Μέγα Επιταχυντή Αδρονίων. Ο εντοπισμός του «μποζονίου του Χιγκς», του σωματίδιου του Θεού, θα αποδείξει -λέει- ακράδαντα την ύπαρξή Του. Και τη συμβολή Του στη Δημιουργία. Θα είναι τα καλά νέα, ο δεύτερος και τελεσίδικος Ευαγγελισμός.
Αναμένεται με αμείωτη κατάνυξη κάθε ώρα και στιγμή. Μόλις συμβεί, οι καμπάνες θα χτυπήσουν πιο χαρμόσυνα από ποτέ. Κρίνοι θα λουλουδιάσουν και γυναίκες θα εγκυμονήσουν. Μέλι και γάλα θα τρέξει από τις βρύσες.
Τυφλοί θα αναβλέψουν και φαλακροί θα βγάλουνε μαλλιά. Οι άπιστοι θα πιστέψουν και οι πιστοί θα αναληφθούν. Και μια κορώνα ουρανομήκης θα θρυμματίσει όλες τις πορσελάνες και τα κρύσταλλα του Ιονίου, θα αντιλαλήσει έως απέναντι, στα βουνά της Ηπείρου: «Applaudito a Corfu!». Ή, έστω, « Έρως επί Ψεύδους!»...
*To διήγημα γράφτηκε πολύ πριν από τα αποτελέσματα του πειράματος του CERN και την επιβεβαίωση της ανακάλυψη του σωματιδίου του Χιγκς.
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2012