Απομακρύνει μια τούφα μαλλιών από το πρόσωπό μου. «Το κάνω επειδή θέλω να βλέπω τον λαιμό σου. Έχω βρει ένα σημείο που με μαγεύει, είναι ο λαιμός, το τρία τέταρτα προφίλ από τα δεξιά και η μύτη σου: όνειρο».
«Και η άλλη μεριά;», ρωτάω αχόρταγη.
«Προς το παρόν είμαι απόλυτα απορροφημένος σ' αυτήν και δεν μπορώ να κοιτάξω αλλού», ξανα-απομακρύνει την τούφα.
Είναι του λιμανιού, αλλά δεν τον γνώρισα εκεί. Τον γνώρισα σ' ένα μπαρ στην Ερεσό, μέσα στην άμμο. Είναι του λιμανιού, αλλά μιλάει ως εξής:
«Αυτό το φόρεμα είναι φτιαγμένο για σένα, αναδεικνύει τις υπέροχες γάμπες σου, τη μέση, τα χρώματα του προσώπου σου: είσαι αναψοκοκκινισμένη πάντα, νομίζω ότι έχεις κάποιου είδους παλμό, υψηλότερες συχνότητες, μια μικρή μόνιμη υπερένταση, ότι η καρδιά σου χτυπάει γρηγορότερα από των άλλων ανθρώπων. Χθες... Χόρευες με το φόρεμά σου, ακόμα κι όταν χόρευες με άλλους ήταν σαν να χόρευες μόνο με το φόρεμά σου. Δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σας: εσύ και το φόρεμα σου».
Και βγάζει μια παχιά τολύπη καπνού από τη μύτη.
«Θέλω να μου το μάθεις αυτό, πώς το κάνεις; Μπορώ να το κάνω κι εγώ, άραγε;».
Λίγο αργότερα, μια τολύπη καπνού βγαίνει από το ρουθούνι μου: διασχίζει, μπουκώνει αργά το ρουθούνι, θερμός καπνός που εξέρχεται αφήνοντας μια αίσθηση ζέστης και επιτεύγματος πίσω. Η πρώτη τολύπη της ζωής μου.
«Καταπληκτικό», λέω. «Η τολύπη ρουθουνιού είναι καταπληκτικό πράγμα». Αναρωτιέμαι άμα μπορεί να μου μάθει και να σφυρίζω.
Ένας ιστιοπλόος με χαιρετάει. Μου φαίνεται πολύ στυλάτος, πολύ ριγέ, πολύ ιστιοπλόος.
Ο ψαράς λέει, «Σπάνια οι άνθρωποι μου προκαλούν έκπληξη - και εσύ με εκπλήσσεις. Δίνεις την εντύπωση ότι ξέρεις τόσα πολλά, ότι είσαι τόσο διαβασμένη αλλά έχεις μια αγνή περιέργεια για όλα - και έχεις ζήσει λιγότερα, πολύ λιγότερα από μένα. Είσαι μικρότερη στη ζωή, να το ξέρεις».
Οι λέξεις θα σε πάνε παντού, σκέφτομαι. Δυσκολεύομαι να αντισταθώ σ' έναν που μου μιλάει, που με κοιτάει έτσι· έτσι, όταν προτείνει βόλτα, λέω, Πάμε, κι όταν φτάνουμε στο λιμάνι, λέω, Πάμε, κι όταν σκαρφαλώνει ένα καΐκι τον ακολουθώ με τα τακούνια και χώνομαι μέσα και τραμπαλίζομαι από το ένα καΐκι στο άλλο, αφού διασχίζουμε περίπου τρία ώσπου να βρούμε ένα ανοιχτό, και τότε χωνόμαστε μέσα, η θάλασσα νανουριστική από κάτω, τα πόδια μου ασταθή και με αρπάζει και με στηρίζει στο τόσο δυνατό του μπράτσο, γιατί όπως είπαμε είναι ψαράς, παλικάρι, κι αυτό το στέρνο διαγράφεται λιμπιστικό κάτω από το πουκάμισο, και έτσι, όταν με στριμώχνει στο πιλοτήριο, όταν ο κώλος μου ακουμπάει στο πηδάλιο και η πλάτη μου ατενίζει το πέλαγος, όταν μ' αρπάζει από τη μέση σαν φτερό και με φιλάει περίπου όπως ο Ρετ Μπάτλερ στο Όσα παίρνει ο άνεμος τη Σκάρλετ ο Χάρα, καθώς με παίρνει ο άνεμος, εμένα και τα μαλλιά μου, το μόνο που θέλω είναι να μου ψιθυρίζει ενόσω αυτά τα μπράτσα, αυτά τα λόγια με διανύουν.
Αλλά αφού με χαϊδέψει με τρεμάμενο χέρι, πάνω και γύρω από τα ρούχα, αφού δηλώσει ότι δεν έχει ξαναπιάσει τέτοια σάρκα, αφού με ξαναφιλήσει σαν να φιλούσε για πρώτη φορά -ή για τελευταία- ανακοινώνει ότι θα με πάει στο σπίτι. Ότι με θέλει κολασμένα, πράγμα που μπορώ φυσικά να δω, να πιάσω αν θέλω, αλλά αυτός δεν είναι μόνο γι' αυτό, θέλει άλλα. Και το κάνει, με πάει στο σπίτι ανέγγιχτη - ξέρει τι κάνει.
Όλο το βράδυ ονειρεύομαι πιλοτήρια, πηδάλια, να παίρνει ο άνεμος τα μαλλιά κι αυτός όλα τα άλλα, ενόσω κύματα υψώνονται ολούθε: ζω νοερά τον στερεοτυπικό έρωτα της Μύγδαλα Μύγδαλα βόρειας Ευρωπαίας με ντεμί-ναΐφ ψαρά του νησιού - που διαβάζει Ρίτσο· είμαι μαγεμένη.
Την επομένη τρέχω να τον βρω στο Κάστρο, αποφεύγοντας την κολασμένη ζέστη. Πίνουμε τη σαμπάνια που έφερε από πλαστικά ποτήρια, η πόλη από κάτω όμορφη, αδιάφορη θέα. Αφικνείται με ένα μπας κλας σορτς και ντεμοντέ γυαλιά ηλίου και τον σνομπάρω για μια στιγμή ενδυματολογικά, για ένα λεπτό μόνο. Πιάνει αμέσως το εξεταστικό μου βλέμμα.
Λέει, «Είστε βαμπίρ, άνθρωποι σαν κι εσένα είναι βαμπίρ. Είστε σπάνιοι αλλά βαμπίρ· θα με απομυζήσεις. Τόσο καιρό σε κυνηγάω, σε θέλω, κι εσύ κάθεσαι εκεί και ακούς, ρουφάς, παίρνεις τα λόγια, την ψυχή μου και δεν δίνεις τίποτα πίσω. Κοιτάς μόνο μ' αυτό το περιπαικτικό χαμόγελο, αν και καμιά φορά νομίζω ότι με γουστάρεις. Πώς τα κατάφερα, πώς έγινε χθες δεν ξέρω, αλλά είσαι εδώ και παρ' όλα αυτά αυτό μου φτάνει».
Η θέα είναι ακόμα υπέροχη, η σαμπάνια ακριβή κι εμείς μακριά από βάρκες, και κομπλάρω να του το πω για το καΐκι: ότι, βασικά θέλω να πάμε στο καΐκι.
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010