Ου συ με λοιδορείς, αλλ' ο τόποςΑισώπου Μύθοι
Στις διακοπές μου στο νησί, ανακάλυψα μια τοποθεσία ιδεατή. Έναν μεγάλο βράχο ν' αγναντεύει το πέλαγο. Έπαιρνα τη δύσβατη ανηφόρα κάτω απ' τη Χώρα και, ακολουθώντας ένα στενόμακρο μονοπάτι, μετά από πολλή πεζοπορία, έβγαινα ξαφνικά μπροστά στον βράχο. Εκεί καθόμουνα με τις ώρες. Αργότερα, έφερνα μαζί μου ένα μπουκάλι ουίσκι. Έπινα μόνος ψηλά στην κορυφή, έχοντας τη θάλασσα κάτω απ' τα πόδια μου και τον κόσμο όλο.
Κάποια στιγμή, ζαλισμένος, έπλασα μια γυναίκα. Πύκνωσε η σκέψη μου κι ύστερα πήρε σώμα και βγήκε μια γυναίκα μέσα σε δυνατή βουή. Έτσι δικαιολόγησα, αργότερα, για ποιον λόγο ανέβαινε από χαμηλά με βόμβο μέγα και με βρυχηθμούς μια μηχανή. Παλαβή και αψίκορη είναι ωσάν κι εμένα, είπα. Σύννεφο, κουρνιαχτός, θα την ακολουθεί, και μια μάσκα σκόνης θα 'χει σχηματιστεί πάνω στο πρόσωπό της. Θα φαίνονται μόνο τα μάτια και τα χείλη της. Γρήγορα κυριάρχησα, όμως, στον εαυτό μου. Συμμάζεψα όλα αυτά τα νοσηρά αποκυήματα της μέθης, ήρθα στα ίσια μου. Ήτανε μακρινοί θόρυβοι, απόηχοι της πόλης. Εξάλλου, δεν ήθελα ένα φρικιό εδώ πάνω. Άλλου είδους γυναίκα καρτερούσα.
Ήρθε πολύ κοντά μου. Πλησίασε από πίσω μου, έβαλε το στόμα της πάνω στο αυτί μου και το έγλειφε. Μπορώ να ορκιστώ πως ρόδισε ο σκοτεινός ουρανός και ότι γεμίσανε τα κόκαλά μου μέλι.
Απαλά θα βάδιζε ετούτη η γυναίκα και αθόρυβα, σαν μέλισσα, θα 'ρχότανε. Ούτε που θα την άκουγα εγώ καθόλου, παρά μόνο όταν θα έφτανε κοντά μου. Μόνο τότε θα την έπαιρνα είδηση και θα χαμογελούσα πριν γυρίσω το κεφάλι να κοιτάξω πίσω μου. Ήξερα πως θα φορούσε ένα λινό, διάφανο φόρεμα και πως θα αντιφέγγιζε από μέσα το κορμί της. Θα μπορούσε ίσως ακόμα να φοράει λευκό μπλουζάκι και τζιν παντελόνι. Το λευκό μπλουζάκι, όσο συγκέντρωνα τη σκέψη μου να τη φέρει γρήγορα κοντά μου, έπαιρνε χρώμα κόκκινο της φωτιάς. Ανάβει ο άνθρωπος άμα μαζεύει με το ζόρι το μυαλό του. Παίρνει φωτιά και δεν ελέγχεται.
Ό,τι και να φορούσε, κατέληξα, αυτή ήταν προορισμένη να μ' αγαπήσει με την πρώτη ματιά. Θα αντικρίζαμε μετά μαζί για κάμποση ώρα το πέλαγο σιωπηλοί κι ύστερα θα κάναμε έρωτα εδώ ψηλά, με βαθείς αναστεναγμούς και γέλια άγρια. Ωσάν μωρό παιδί κανάκευα τον εαυτό μου. Έτσι θα γίνονταν τα πράγματα, του υποσχόμουν. Κι έτσι έγινε. Διότι άκουσα πίσω μου απαλά βήματα. «Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση», θυμήθηκα κι έκανα πως δεν αντιλήφθηκα τίποτα. Ότι δεν είχα ακούσει δηλαδή ένα σπασιματάκι κλαδιού και το κατρακύλισμα τριών χαλικιών, ότι δεν ένιωσα τη ζεστή της ανάσα.
Ήρθε πολύ κοντά μου. Πλησίασε από πίσω μου, έβαλε το στόμα της πάνω στο αυτί μου και το έγλειφε. Μπορώ να ορκιστώ πως ρόδισε ο σκοτεινός ουρανός και ότι γεμίσανε τα κόκαλά μου μέλι. Είχα τα βλέφαρα κλειστά, ενώ η γλώσσα της πλατάγιζε ασύστολα πάνω στον σβέρκο μου. Ένα τραγούδι πρόβαλε μέσα σε καταχνιά, ενορχηστρωμένο απίθανα. Η βραχνή φωνή της Mahalia Jackson υποσχόταν την τελεσίδικη αποζημίωση και δικαιοσύνη με αλλεπάλληλες επικλήσεις προς τον Κύριο και αμέτρητα αλληλούια. «Θα το ξεπεράσουμε κάποια μέρα, Θεούλη μου, θα το ξεπεράσουμε». Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος. Γύρισα κάποτε το κεφάλι μου για να τη δω. Να τη συναντήσω. Είχε αυτιά μυτερά και δύο κέρατα σε σχήμα ελικοειδές στον κορυφή του κεφαλιού. Η υγρή μουσούδα της έσταζε σάλια πηχτά. Εν τω μεταξύ, ο ουρανός παρέμεινε σκοτεινός, έφερνε βροχή και η θάλασσα σήκωνε κύματα.
Πήρα από κάτω το μπουκάλι με το ουίσκι. Άρπαξα τα δυο σαγόνια της με βία, τα μισάνοιξα. Η γίδα τίναζε το κεφάλι, προσπαθώντας ν' απαλλαγεί από τη λαβή μου. Της έχωσα το μπουκάλι στο στόμα και το γύρισα ανάστροφα. Κλοτσούσε απελπισμένα με τα πίσω πόδια της. Οι διχαλωτές οπλές της έβγαζαν σπίθες πάνω στον βράχο. Εγώ, όμως, είχα σφίξει το κεφάλι της γερά κάτω απ' τη μασχάλη μου και με το δεξί μου χέρι άδειασα το μπουκάλι όλο μέσα της και τότε μόνο την άφησα. Σηκώθηκε ολόρθη, βόγγηξε σιγανά, έφερε δυο τρελές στροφές γύρω απ' τον εαυτό της σαν σβούρα κι ύστερα πήρε τη μεγάλη κατηφόρα, βελάζοντας σπαραχτικά, κι έπεσε στον γκρεμό. Την ίδια στιγμή άρχισε να βρέχει σιγανά από πάνω ο Θεός.
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2011