«Σκόπελος: Πρόσεχε τι εύχεσαι»: Μια καλοκαιρινή ιστορία της Μεταξίας Κράλλη για τη LiFO

«Σκόπελος: Πρόσεχε τι εύχεσαι»: Μια καλοκαιρινή ιστορία της Μεταξίας Κράλλη για τη LiFO Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Dreyk the Pirate
0

Η Σκόπελος ήταν δική μου ιδέα. Το πρώτο έτος του πανεπιστημίου είχε τελειώσει και οι γονείς είχαν δώσει επιτέλους τη συγκατάθεση και την απαραίτητη οικονομική ενίσχυση για να πάμε διακοπές μόνες μας, εγώ και οι δυο κολλητές μου. Το προηγούμενο καλοκαίρι, κάτι η ζαλάδα από τις Πανελλήνιες, κάτι η αγωνία για τα αποτελέσματα, είχαμε αφεθεί να μας σύρουν στις συνηθισμένες, βαρετές οικογενειακές διακοπές, σε χωριά, εξοχικά και άλλες γνώριμες θερινές ρουτίνες.

Οι προτιμήσεις μας ήταν ανύπαρκτες. Το μόνο που ξέραμε εξαρχής ότι αποκλειόταν ήταν το κυκλαδονήσι καταγωγής της μιας φίλης. Εκτός που η ίδια το είχε φάει με το κουτάλι χρόνια ολόκληρα, δεν θα χαλαλίζαμε το πρώτο καλοκαίρι της ανεξαρτησίας σ' ένα μέρος τίγκα στους θείους, θείες και πρωτοξάδελφα. Ανοίξαμε, λοιπόν, τον χάρτη κι αρχίσαμε να ρίχνουμε ονόματα στην τύχη. «Πολύ μακρινό», «πολύ ακριβό», «πολύ έρημο», «καλό, αλλά θέλει αμάξι κι εμείς δεν ...». Καθώς τα δάχτυλά μας κινούνταν στο ελληνικό αρχιπέλαγος, πετώντας βέτο δεξιά κι αριστερά, φτάσαμε και στις Σποράδες. Και τότε το είπα: «Πώς σας φαίνεται η Σκόπελος;». Με κοίταξαν με απορία. «Η Σκόπελος;». «Α!» δήλωσα, «είναι πολύ ωραίο νησί, έχω ακούσει τα καλύτερα».

Στην πραγματικότητα δεν είχα ακούσει τίποτα, είχα διαβάσει. Τα ημερολόγια του Ίωνα Δραγούμη, μεγάλο έρωτα της εφηβείας μου κι εξόριστο δυο φορές, τη μια στην Κορσική και την άλλη στη Σκόπελο. Η Κορσική μάς έπεφτε λίγο μακριά, άρα...

Το επιχείρημα «Δραγούμης» δεν έπιανε μία στα μάτια των φιλενάδων μου. Αλλά το νησί φαινόταν να συνδυάζει όλα όσα ζητούσαμε. Έτσι το αποφασίσαμε και ένα πρωί του Ιουλίου ξεμπαρκάραμε στο μικρό λιμάνι.

Οι προσδοκίες μας εκπληρώθηκαν και με το παραπάνω. Οι ομολογημένες... Το νησί ήταν πανέμορφο, είχε πράσινο για να ξαποσταίνεις από τον ήλιο, είχε μια γραφικότατη Χώρα όπου σουλατσάραμε την πρώτη μέρα και φωτογραφιζόμαστε κάτω από τις πάμπολλες μπουκαμβίλιες, είχε όμορφες παραλίες, είχε κρυστάλλινα νερά, όλα τα είχε. Πλήρως καλυμμένες, λοιπόν, οι ομολογημένες προσδοκίες.

Έλα, όμως, που υπήρχαν και οι ανομολόγητες. Γιατί, πώς να το κάνουμε, τρία κορίτσια που κάνουν στα δεκαεννιά τους τις πρώτες τους διακοπές χωρίς την επίβλεψη των γονέων δεν περιμένουν μόνο να κολυμπήσουν και να μαυρίσουν, περιμένουν να ζήσουν και λίγο αυτό που ονομάζεται «ερωτικό καλοκαίρι». Και δεν μας έβγαινε ή, μάλλον, δεν ξέραμε πώς να μας βγει. Εδώ βρισκόμασταν σε αμηχανία τι να παραγγείλουμε στο μπαρ τα βράδια («Ρε! Έχει δοκιμάσει καμιά σας βότκα μαρτίνι; Πίνεται αυτό το πράγμα;), θα μας ερχόταν έτσι φυσικό να πιάσουμε κουβέντα με τους εκπροσώπους του ανδρικού φύλου που κυκλοφορούσαν στο νησί; Περιμέναμε, χωρίς να το παραδεχόμαστε, να κάνουν εκείνοι την αρχή. Και περιμέναμε... και περιμέναμε...

Εμείς κι αυτοί, χαμένοι στη μετάφραση, ροκανίζαμε τις μέρες σε ακρογιαλιές και λόγγους. Παίρναμε κάθε πρωί το λεωφορείο και πηγαίναμε σε άλλη παραλία μπας και άλλαζε η τύχη μας, δοκιμάζαμε τα βράδια διαφορετικούς συνδυασμούς αλκοολούχων στο μπαράκι που ήταν σκαρφαλωμένο στον βράχο της Χώρας και ρεμβάζαμε κοιτάζοντας τη θέα. Μέχρι που πήγαμε ένα απόγευμα με τα πόδια στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, γιατί η μία φίλη ήθελε να αγοράσει αυθεντικό κομποσκοίνι. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 τα κομποσκοίνια αποτελούσαν trendy στυλιστική άποψη και όλοι μας κυκλοφορούσαμε με τα μαύρα, μοναστηρίσια βραχιολάκια, λες κι ετοιμαζόμασταν για μαζικό προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Α! Μπήκαμε και σ' ένα καΐκι μέχρι την Αλόννησο και χαζέψαμε στο θαλάσσιο πάρκο τις Μonachus-monachus, εμείς οι άλλες μονάχους-μονάχους!

Γελούσαμε κιόλας, κουτσομπολεύαμε, αμπελοφιλοσοφούσαμε, αλλά ο καημός καημός. Τα απομεσήμερα, γυρνώντας από το μπάνιο, σταματούσαμε μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο και οι δύο εκ των τριών κοιτούσαμε με μια κάποια ζήλια την άλλη φίλη που είχε έναν συμφοιτητή της στην Αθήνα, σε όχι τόσο ώριμο στάδιο ώστε να πάει μαζί του διακοπές, αρκετά προχωρημένο όμως ώστε να του μιλάει κάθε δεύτερη μέρα. Ω, ναι! Μιλάμε για εποχή που τα κινητά ήταν τεράστια και πανάκριβα, οι τηλεκάρτες βρίσκονταν σε κάθε πορτοφόλι και, αν με πιέσετε για τις πολύ παιδικές μου αναμνήσεις, θα σας πάω μέχρι το τηλέφωνο στο περίπτερο, πρώτα με χρέωση από τον περιπτερά και στη συνέχεια με κέρματα που μπαίνανε σε μια μικρή εσοχή της συσκευής!

Το τελευταίο μας απόγευμα στη Σκόπελο πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στην άλλη άκρη του νησιού, τη Γλώσσα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και η μεγάλη παραλία άδειαζε από τον κόσμο. Έμεναν μόνο τρεις-τέσσερις σκόρπιοι τουρίστες και μια μεγάλη, θορυβώδης παρέα από εφήβους, προφανώς ντόπια παιδιά. Καθίσαμε σε μιαν άκρη και χαζεύαμε τον ήλιο να κατεβαίνει σιγά-σιγά στο απίστευτα διαυγές αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο. Η ομορφιά του τοπίου μεγάλωνε τον εκνευρισμό μου. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω μόνη μου κατά μήκος της αμμουδιάς. Οι διακοπές τελείωναν κι εγώ δεν είχα πετύχει τον μυστικό μου στόχο, να ζήσω «κάτι», οτιδήποτε, μέσα στην τεράστια γκάμα από τον μεγάλο έρωτα μέχρι το διασκεδαστικό φλερτ. Σκόπελος ξεροσφύρι, λοιπόν; Γιατί, τι να σου κάνει κι ο Ίωνας Δραγούμης που ήταν λατρεμένος μεν, είχε πεθάνει από το 1920 δε;

Γύρισα και κάθισα κατσουφιασμένη στην ψάθα. Δεν μ' ενδιέφερε πια να κρυφτώ κι έβγαλα στις φίλες μου μια απίστευτη γκρίνια. Που μπούρου μπούρου, που άλλα περίμενα, που αύριο γυρνάμε στην Αθήνα που... που...


Η κλάψα μου πήγαινε κρεσέντο, χωρίς καμιά τους να τολμά να με σταματήσει. Και εκεί, με τα χείλη σφιγμένα και τα μάτια να κοιτάνε θυμωμένα το πέλαγος, είπα τη μεγάλη κουβέντα.


«Είναι οι πρώτες μου διακοπές. Οι πρώτες μου ουσιαστικές διακοπές. Αρνούμαι να δεχτώ ότι θα τελειώσουν έτσι, χωρίς ένας άντρας να με πλησιάσει, χωρίς ένας άντρας να με φλερτάρει. Θέλω έναν άντρα και τον θέλω ΤΩΡΑ».
«Γεια σου, είμαι ο Σάκης. Πώς σε λένε;».

Έστρεψα έκπληκτη το κεφάλι. Ένα αγόρι από την πέρα παρέα είχε ξεμακρύνει και στεκόταν μπροστά μου. Αδύνατος, μαυριδερός, με εφηβική ακμή στο πρόσωπο και βαριά δεκατεσσάρων χρόνων.

Οι φίλες μου γελούσαν ασυγκράτητα σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής και μου το θυμίζουν ακόμα, τα καθάρματα, ύστερα από δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια.

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2013

 

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ