Αυτή η ιστορία είναι αληθινή αλλά παλιά. Τόσο παλιά που δεν υπήρχε ακόμα η εβδομάδα των πέντε ημερών και δουλεύαμε τα Σάββατα. Τόσο παλιά που ήταν δύσκολο σε ένα κορίτσι, ακόμα και απόφοιτη Πολυτεχνείου, να κοιμηθεί έξω από το σπίτι της.
Με αυτό το κορίτσι ήμουν τότε ερωτευμένος (κι αργότερα την παντρεύτηκα). Ήταν οι πρώτες εβδομάδες και λαχταρούσαμε να περάσουμε μία ολόκληρη νύχτα μαζί. Μετά από μεγάλες δολοπλοκίες οργανώσαμε εκδρομή στην οποία θα συμμετείχε (δήθεν) φερέγγυος συγγενής, ο οποίος είχε δεχτεί να μας καλύψει. Στην πραγματικότητα θα ήμασταν τέσσερις - δύο ερωτευμένα ζευγάρια.
Θέλαμε να πάμε σε νησί. Κοντινό, βέβαια, γιατί τότε ένα Σαββατοκύριακο κρατούσε μόνο τριάντα έξι ώρες. Αίγινα, Ύδρα, Πόρος, Σπέτσες, ήταν κοντινά αλλά επικίνδυνα. Πολλοί γνωστοί και φίλοι κυκλοφορούσαν εκεί. Κάποιος έριξε την ιδέα για Τζιά, που ήταν εξωτική και ανεξερεύνητη. Βρήκαμε πως υπήρχε ένα ξενοδοχείο, στη Χώρα. (Δεν θυμάμαι να ονομαζόταν τότε Ιουλίς.) Κλείσαμε δωμάτια.
Σάββατο απομεσήμερο μετά τη δουλειά πήραμε το λεωφορείο για το Λαύριο (τρεισήμισι ώρες η διαδρομή). Ίσα που προλάβαμε το καράβι. Δεν ήταν ακριβώς καράβι, αλλά ένα μεγάλο καΐκι. Οι παλιοί θα το θυμούνται: το έλεγαν Καστριανή.
Έτσι πέρασε η πρώτη νύχτα: μέσα-έξω από τη μοναδική κοινόχρηστη τουαλέτα. Η συμπαθέστατη ξενοδόχος έψαξε να βρει τον φαρμακοποιό, αλλά όταν έδρασαν τα σχετικά χάπια, είχε ανέβει ο ήλιος δύο μπόγια.
Μετά τη Μακρόνησο ο Κάβο Ντόρος κατέβαζε φίδια. Το καΐκι χόρευε κυκλικά στα κύματα. Κουνούσε ταυτόχρονα μπρος πίσω και δεξιά αριστερά, έτσι που κι εγώ (βετεράνος ήδη του Πολεμικού Ναυτικού, που τότε ονομαζόταν Βασιλικό), για πρώτη και τελευταία φορά, ξέρασα. Οι άλλοι ήταν απλώς ημιθανείς.
Καραβοτσακισμένοι φτάσαμε σούρουπο στο μικρό λιμάνι της Κορησσίας. Ξεχάστε αυτά που ξέρετε τώρα - δύο σπίτια, τρεις ψαροκαλύβες κι ένα μαγαζί γενικών καθηκόντων: Οινομαγειροπαντοπωλείον. Εκεί μάθαμε πως δεν υπήρχε μέσο για να ανέβουμε στη Χώρα. Δεν θυμάμαι γιατί. Είτε είχε χαλάσει το λεωφορείο, είτε είχε ήδη κάνει το τελευταίο του δρομολόγιο.
Ο μαγαζάτορας προθυμοποιήθηκε να μας βρει έναν μουλαρά που θα φόρτωνε στο ζωντανό του τις αποσκευές μας και θα μας ανέβαζε στη Χώρα, κόβοντας δρόμο από μονοπάτια. «Πέντε χιλιόμετρα είναι - κι απ' τα μονοπάτια κάνε τρία. Έχει και πανσέληνο απόψε, θα σας φωτίζει», μας είπε.
Μέχρι να βρεθεί ο μουλαράς, καθίσαμε να φάμε. Ήπιαμε και λίγο παραπάνω να πάρουμε δύναμη για την ορειβασία. Όταν ήρθε ο μουλαράς, διαπιστώσαμε πως είχε πιει πολύ περισσότερο από 'μας.
Δεν ξέρω αν έκοψε δρόμο ή πρόσθεσε (λόγω μεθυσιού), η ανάβαση μάς φάνηκε ατελείωτη. Φτάσαμε πολύ περασμένα μεσάνυχτα, πτώματα από την ταλαιπωρία. Η πρώτη μας ερωτική νύχτα (πρώτη δική μας - οι άλλοι ήταν ψημένοι) κόντευε να περάσει, μαζί της και η ερωτική διάθεση. Την ανταγωνιζόταν επικίνδυνα η ανάγκη για ξεκούραση και ύπνο.
Αμ, δε. Δεν είχαμε καν ανοίξει τις τσάντες και ξαφνικά βρεθήκαμε και οι τέσσερις στην τουαλέτα. Ο ένας (που πρόλαβε) μέσα και οι τρεις άλλοι απέξω, χλωμοί και διπλωμένοι στα δύο. Το φαγητό του Οινομαγειροπαντοπωλείου είχε κάνει το θαύμα του.
Έτσι πέρασε η πρώτη νύχτα: μέσα-έξω από τη μοναδική κοινόχρηστη τουαλέτα. Η συμπαθέστατη ξενοδόχος έψαξε να βρει τον φαρμακοποιό, αλλά όταν έδρασαν τα σχετικά χάπια, είχε ανέβει ο ήλιος δύο μπόγια. Εξουθενωμένοι πέσαμε ξεροί στα κρεβάτια για μία ώρα ύπνο. Μεσημέρι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.
Άδοξη ήταν εκείνη η πρώτη νύχτα. Στις κλεφτές σύντομες συνευρέσεις μας ονειρευόμασταν μία πολύωρη ολονύχτια ερωτική κραιπάλη. Μας προέκυψε το έπος της διάρροιας. Ίσως ήταν οιωνός - γιατί κι ο γάμος μας δεν κράτησε πολύ...
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010
σχόλια