«Κάποιος ανασαίνει κοντά μου»: Ένα διήγημα της Έρσης Σωτηροπούλου για τη LIFO

«Κάποιος ανασαίνει κοντά μου»: Ένα διήγημα της Έρσης Σωτηροπούλου για τα Τριζόνια, γραμμένο ειδικά για τη LIFO Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης/ LIFO
0

Το πρώτο βράδυ έμειναν στο δωμάτιο. Είχε αρχίσει να βρέχει από το μεσημέρι που έφτασαν μια βροχή ψιλή, ζεστή σαν κάτουρο, κι ο Νίκος είχε σταθεί φορτωμένος στην αποβάθρα και φώναξε στον μπλάβο ουρανό, «Ε, τι θέλεις ρε;». Ύστερα ξέσπασε καταιγίδα που σταμάτησε ξαφνικά. Είχε κουφόβραση. Το κρεβάτι τους έκανε γούβα, τα τζάμια ήταν θολά και πολύ γρήγορα είχαν θολώσει κι οι δυο πίνοντας ένα μπουκάλι κρασί που είχαν φέρει μαζί τους.

Στο βάθος είναι ευχαριστημένος, σκεφτόταν η Μαρίνα. Αυτό ήταν αρκετό. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε την ιδέα να έρθουν στα Τριζόνια για τον μήνα του μέλιτος, που στην ουσία ήταν μια βδομάδα. Αύριο τελείωνε. Θα γύριζαν πίσω κι όλα θα ήταν όπως πριν.

Δεν ήταν ακριβώς νησί, γιατί μπορούσες να περάσεις στην απέναντι στεριά κολυμπώντας. Όχι εκείνοι, βέβαια. Άλλοι όμως το είχαν κάνει. Ένα μικρό φέρι έκανε τη διαδρομή τρεις φορές την ημέρα. Την προηγούμενη, που είχαν πάει στο μεγάλο χωριό ν’ αγοράσουν εφημερίδες, όταν έφτασαν στην προβλήτα το φέρι απομακρυνόταν. Ήταν το τελευταίο δρομολόγιο. Μπροστά τους, σε απόσταση αναπνοής τα αραιά φώτα χοροπηδούσαν σαν πιτσιλιές στο σκοτάδι. Αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα στο αυτοκίνητο, πολιορκημένοι από σμήνη κουνουπιών. Στο διπλανό σπίτι έμενε μια οικογένεια από την Αθήνα με Φιλιππινέζα.

Η Φιλιππινέζα στεκόταν πάντα όρθια, έτοιμη να τρέξει πίσω από το τρίχρονο παιδί, τον Κωστάκη. Κωστάκη, πλύνε τα χέρια σου, Κωστάκη, ώρα για ύπνο. Παππούς, γιαγιά, μητέρα και πατέρας επέβλεπαν τη Φιλιππινέζα που επέβλεπε το παιδί. Η Μαρίνα ήταν σίγουρη ότι κάπου είχε ξαναδεί τις ίδιες σκηνές, ότι ήξερε όλες τις λεπτομέρειες. Ήταν τόσο ζωντανό και παρωχημένο. Σαν σίριαλ της δεκαετίας του ’80 που πρωταγωνιστεί η ανερχόμενη τάξη, ικανοποιημένη και άξεστη, η κυρία με χρυσαφί ξέφτια για μαλλιά, το ρόλεξ στο τριχωτό χέρι του άντρα. Κανονικά αυτοί οι άνθρωποι δεν έπρεπε να υπάρχουν, έλεγε μέσα της, η εποχή τους έχει εξαφανιστεί.

Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην ακούει. Σκέφτηκε το διαμέρισμά τους, τον πολυσύχναστο δρόμο που περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία και τα δωμάτια που τώρα θα ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Ύστερα άρχισε να μετράει πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα από τότε που ήρθαν στα Τριζόνια.

Ήταν Ιούνιος κι ο καιρός άλλαζε συνέχεια. Η πανσιόν τους, λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια, λεγόταν «Η Θέα». Τρεις βάρκες δεμένες στη σειρά, μια ταβέρνα με ριγέ τέντες μπροστά στην ξύλινη αποβάθρα και γλάστρες με βασιλικούς. Λίγα δέντρα, κυρίως συκιές. Και μύγες, πολλές μύγες. Αλλά η θέα που θα θυμόταν για πάντα ήταν αυτή από το μπάνιο. Κάπνιζε καθιστή στην τουαλέτα. Ο τοίχος ήταν ασοβάτιστος, μ’ ένα μικρό σιδερένιο παράθυρο που έβλεπε στο περιβόλι και το κοτέτσι. Από το πλάι τα μεγάλα φύλλα μιας μπανανιάς έγνεφαν κιτρινισμένα κι αξιοθρήνητα. Πίσω τους τα τζιτζίκια τσίριζαν. Τις νύχτες με το τσιγάρο στο χέρι σηκωνόταν και κοίταζε έξω. Ο ουρανός ήταν άναστρος, το κοτέτσι σιωπηλό. Καμιά φορά το αχνό περίγραμμα μιας σιλουέτας εμφανιζόταν από το πουθενά κι έσβηνε αμέσως. Ποιος μπορεί να είναι, αναρωτιόταν. Της φαινόταν ότι άκουγε βήματα να πλησιάζουν. Τα φύλλα της μπανανιάς έγερναν βαριά στο παράθυρο. Κάποιος ανάσαινε πολύ κοντά της.

Δεν υπήρχε κανείς.

Αυτό που σου μένει από τα νησιά είναι οι ιστορίες, έλεγε ο Νίκος. Αλλά η μόνη ιστορία που είχαν ακούσει ήταν της Δανέζας, της κόρης του ταβερνιάρη, που δεν ήταν καθόλου Δανέζα. Πριν από μερικά χρόνια ένας Δανός που έτρωγε στην ταβέρνα την είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και την παντρεύτηκε. Έφυγαν αμέσως μετά τον γάμο για τη χώρα του και πήγαν να μείνουν σ’ ένα πάρκο, σε μια καλύβα από κορμούς δέντρων. Ελάφια έβοσκαν τριγύρω κάτω από βαθιές φυλλωσιές και δεν φοβόντουσαν καθόλου, πλησιάζαν με τις μουσούδες τους κι έτρωγαν μέσα από τα χέρια τους. Ήταν ο παράδεισος επί της γης. «Ποτέ δεν βαρέθηκα τόσο στη ζωή μου», έλεγε σε όλους η Δανέζα.

Τώρα σερβίριζε στο μαγαζί του πατέρα της και το γέλιο της, ηχηρό και καμπανιστό, αντηχούσε σ’ όλο το νησί. Η Μαρίνα συμπαθούσε τη Δανέζα, αλλά δεν άντεχε τόση ενέργεια. Αυτή με ξύπνησε σήμερα το πρωί, θυμήθηκε ενοχλημένη. Βρισκόταν στην παραλία, ξαπλωμένη σε μια πετσέτα. Ο Νίκος είχε μείνει στο δωμάτιο. Λίγο πιο πέρα η απαίσια οικογένεια ετοιμαζόταν. Έστηναν τις ομπρέλες. Η Φιλιππινέζα έτρεχε ξυπόλυτη μ’ ένα τάπερ κι ένα κουτάλι, ο Κωστάκης ούρλιαζε.

Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην ακούει. Σκέφτηκε το διαμέρισμά τους, τον πολυσύχναστο δρόμο που περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία και τα δωμάτια που τώρα θα ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Ύστερα άρχισε να μετράει πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα από τότε που ήρθαν στα Τριζόνια.

Το πρώτο βράδυ μια φορά, τη δεύτερη μέρα έκαναν έρωτα το μεσημέρι μετά το μπάνιο, το βράδυ καθόλου. Προχτές καθόλου, ούτε και χτες... Είχαν πάψει να κάνουν έρωτα. Αυτό κάτι σήμαινε για τη σχέση τους. Την περασμένη νύχτα είχαν βρεθεί κάποια στιγμή κολλημένοι στη γούβα του κρεβατιού κι αυτόματα γύρισαν κι οι δυο την πλάτη τους.

«Θα το σκοτώσω το μούλικο», είπε μια φωνή.

Γύρισε να κοιτάξει. Ένας νεαρός με βλογιοκομμένο πρόσωπο είχε καθίσει δίπλα της. Ήταν πολύ αδύνατος και φορούσε ένα μικροσκοπικό πράσινο μαγιό. «Θα το σκοτώσω», είπε πάλι.

Πρέπει να θυμηθώ τι έγινε το πρώτο βράδυ, σκέφτηκε η Μαρίνα. Κάτι πήγε στραβά. Ένιωσε ανήμπορη, καταπιεσμένη. Το πρώτο βράδυ είχαν πέσει με τα ρούχα στο κρεβάτι, είχαν πιει το κρασί κι έκαναν έρωτα. Το πρωί τίποτα. Πάντα έκαναν έρωτα μόλις ξυπνούσαν, αυτή το προτιμούσε κι εκείνος το ήξερε. Κάτι είχε συμβεί. Τι;

Ο νεαρός δίπλα της άπλωνε αντηλιακό στους ώμους και στην κοιλιά του. Ο Κωστάκης συνέχιζε να ουρλιάζει. Κάτω από τις ομπρέλες γονείς και παππούδες παρακολουθούσαν ακίνητοι σαν τοτέμ.

«Δεν πάμε πιο πέρα;», της είπε ο νεαρός.

Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Έστρωσαν τις πετσέτες τους στο τέλος του μικρού όρμου πάνω σ’ ένα ύψωμα από φύκια που ήταν ακόμη υγρά. Της είπε ότι ήταν χειριστής, δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο.

«Διακοπές;», τη ρώτησε ύστερα από λίγο.

«Μόλις παντρευτήκαμε, είναι το ταξίδι του μέλιτος», είπε.

Έβαλε το χέρι στα μάτια του να τα προφυλάξει απ’ την αντηλιά και την κοίταξε.

«Αλλά είμαστε έναν χρόνο μαζί. Και αύριο φεύγουμε», πρόσθεσε.

Είδε το παιδί που ερχόταν προς το μέρος τους, τρεκλίζοντας. Ήταν κόκκινο από το κλάμα, το βλέμμα του σε απόγνωση. Θα το θυμάμαι αυτό το βλέμμα, είπε μέσα της. Είναι απελπισμένο, υποφέρει, τα σάλια τρέχουν στο σαγόνι του. Ένα μικρό, βασανισμένο ζώο. Ύστερα θα μεγαλώσει και θα ξεχάσει.

Θα τα ξεχάσει όλα και θα γίνει σαν τους γονείς του.

«Φεύγουμε αύριο», είπε πάλι.

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2012.

 

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χειμώνας στα άγνωστα Τριζόνια

Αρχείο / Χειμώνας στα άγνωστα Τριζόνια

Στο καταπράσινο νησάκι του Κορινθιακού, οι τριανταπέντε μόνιμοι κάτοικοι –μακριά από μιζέρια και κρίση– δίνουν ένα καλό παράδειγμα αυτάρκειας και αλληλεγγύης. Ψαρεύουν, καλλιεργούν τη γη, έχουν τα ζώα τους και χωρίς άγχος απολαμβάνουν την ομορφιά του τόπου τους. Ταξιδέψαμε μέχρι τα Τριζόνια στο νομό Φωκίδας, συναντήσαμε την αυθεντική ελληνική φιλοξενία και καταλάβαμε ότι το να μένεις χειμώνα σ' ένα τόσο μικρό μέρος δεν είναι εφιάλτης.
READERS' DIGEST

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ