«...Σίγουρα θα κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου για τη LIFO

«...Σίγουρα θα κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου για τη LIFO Facebook Twitter
Φωτο: Γιώργος Γούσης/LIFO
1

Καθόμασταν αξημέρωτα με τον θερμαστή και το καμαροτάκι στα τελάρα της αποθήκης, ψήναμε φασκόμηλο στο μεγάλο κατσαρόλι κι ονειρευόμασταν στεριά, όταν μπήκε ο λοστρόμος τρελαμένος, «Φάνηκε το Θιάκι»! Το φασκόμηλο χύθηκε, περδικλωθήκαμε στα πατατοκρέμμυδα και τρέξαμε στην κουβέρτα ν’ αγναντέψουμε - πίσσα σκοτάδι!

Ήρθαν κι οι βοηθοί κι οι μηχανικοί κι οι καθαριστές, και όλοι μαζί ορμήσαμε στη γέφυρα να βρούμε τον καπετάνιο, που ’χει το μοναδικό καννοκιάλι και δεν το δίνει σε κανέναν άλλο.

Εκείνος, σοβαρός, άνοιξε-έκλεισε το καννοκιάλι και συμβούλεψε να μη βιαζόμαστε, το πούσι τέτοια ώρα ξεγελά, είναι και παραμονή της Μεγαλόχαρης και τα πνεύματα λυσσομανάνε. Ο παπα-Λαυρέντης άναψε λιβάνι για το ξόρκισμα, μα τον πρόλαβε ο ήλιος που ρόδισε στον ορίζοντα και να σου οι κορυφογραμμές της Αναγωγής και τα ερείπια του φράγκικου κάστρου και το Λαζαρέτο πίσω μας, με τα πεύκα και τον φάρο, και το Βαθύ με τις κόκκινες στέγες μπροστά μας. Θεούλη μου, είχαμε μπει για τα καλά στον κόλπο, ούτε μισό μίλι απ’ τις δέστρες.

Tο αληθινό ταξίδι στην Ιθάκη ξεκινά όταν φτάνεις.

Κρεμαστήκαμε στα κάγκελα της πλώρης και ρουφούσαμε τον στεριανό αγέρα και μετρούσαμε ανυπόμονα την απόσταση με το μάτι, όταν, γκρούπου-γκρούπου, ακούστηκε η άγκυρα που κατέβαινε κι οι μηχανές έσβησαν. Το καράβι πέτρωσε και σήμανε το καμπανάκι να συγκεντρωθούμε στο κατάστρωμα της πρύμνης. Ο καπετάνιος στην κορφή της σκάλας, με το καννοκιάλι σφιγμένο στη μασχάλη, είπε πως ο καλύτερος τρόπος να φτάσουμε στον προορισμό μας είναι να αγκυροβολήσουμε εδωδά, στη μέση του κόλπου, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα δύο στόχους, την εξοικονόμηση καυσίμων και την απαραίτητη απόσταση από την τελική επιδίωξη για μια νηφάλια εκτίμηση της κατάστασης. Κοιταχτήκαμε σαστισμένοι και ρωτήσαμε γιατί να μη δέσουμε.

Ο καπετάνιος εξήγησε πως σύμφωνα με τους κανόνες της ναυσιπλοΐας, αλλά και της ποίησης, στον πηγαιμό για την Ιθάκη δεν πρέπει να βιάζεις το ταξίδι διόλου και αποσύρθηκε στην καμπίνα του, αφήνοντας το πλήρωμα στον βλοσυρό ύπαρχο. Εκείνος μοίρασε δουλειές, σαν κάθε μέρα, και βρέθηκα να σφουγγαρίζω αφηρημένα το κατάστρωμα με το βλέμμα κολλημένο στον μόλο.

Τη νύχτα ο Μήρης ο μισότυφλος, που ματίζει τα σκοινιά και πλέκει στίχους, τραγούδησε τον καημό του καπετάνιου, που δεν έχει κανέναν να τον περιμένει στη στεριά κι όταν αποβιβάζεται νιώθει σαν ναυαγός μέσα στο πλήθος:

Πατρίδα είναι μόνο όταν το νοσταλγεί
το Θιάκι του, το πολυαγαπημένο
μόλις το φτάσει, γίνεται του Φαίακα νησί
όμορφο, γενναιόδωρο, μα ξένο.

Και περνούσαν οι μέρες με τις μηχανές σβηστές, το καράβι ακίνητο, τις βάρδιες να μην έχουν νόημα και το Θιάκι, το λατρεμένο Θιάκι, μόλις εκατό απλωτές από την πλώρη. Οι μυρωδιές των πεύκων και των θυμαριών με βαλάντωναν, βρήκα τον υποπλοίαρχο πιωμένο και μπόσικο και του κλάφτηκα, «Πότε θα δέσουμε!». «Διόλου δεν βιάζομαι, ο καταραμένος», τραύλισε, «μισώ τον ξέμπαρκο εαυτό μου». Άλλο και τούτο, θάμαξα. Πράμα μυστήριο, μου εκμυστηρεύτηκε, όσο η Ιθάκη παραμένει μια κουκκίδα στον χάρτη, η προσδοκία της τον κρατά νηφάλιο, υπεύθυνο κι αξιοπρεπή, έναν πολεμιστή της ζωής, μόλις πατήσει στη στεριά μεταμορφώνεται σε ζώο, τρώει σαν γουρούνι, κοιμάται σαν βόδι και βατεύει σαν τράγος. Κι ο Μήρης ο μισότυφλος τραγούδαγε:

Μόλις εκπληρωθεί η αποστολή
και τ’ όραμα επίτευγμα γενεί
το Θιάκι μετατρέπεται στης Κίρκης το νησί.

Φθινοπώριασε, ήρθαν τα πρωτοβρόχια κι εμείς, ασάλευτοι στο κέντρο του κόλπου, να χορταριάζουμε σαν ύφαλος. Στο διάλειμμα της βάρδιας μοιράστηκα ένα τσιγάρο με το καμαροτάκι, που ’μαστε κοντοχωριανοί και με νιώθει.

«Μετράς τις ώρες να δέσουμε;», το ρώτησα. «Μπα», στέναξε το βασανισμένο ορφανό. «Όταν ταξιδεύω μου λείπουν οι ζωντανοί κι αυτό είναι γλυκό και παρήγορο, μα όταν φτάνω μου λείπουν οι πεθαμένοι κι αυτό, πατριώτη, είναι αβάσταχτο». Κι ο τυφλο-Μήρης μάτιζε τα σκοινιά τραγουδώντας:

Σαν φτάσει του απολογισμού η ώρα
το Θιάκι γίνεται των Κιμμερίων η χώρα.

Ανήμερα του Σταυρού γύρεψα παρηγοριά στον παπα-Λαυρέντη. «Νοσταλγώ το σπίτι μου, παππούλη». «Τι δεν νοσταλγείς;», θέλησε να μάθει εκείνος.

Ανασήκωσα τους ώμους. «Να σου πω εγώ τι δεν νοσταλγώ», είπε με πίκρα διπλώνοντας το πετραχήλι, «δεν νοσταλγώ τις γυναίκες που δεν πρέπει ν’ ακουμπήσω, τα φαγητά που δεν πρέπει να φάω, τα θεάματα που δεν πρέπει να δω, τα ρούχα που δεν πρέπει να φορέσω, μα, πάνω απ’ όλα, τα ψέματα που θα υποχρεωθώ να πω, όταν αρνούμαι όλα τα παραπάνω. Χίλιες φορές στο νερό». Κι ο Μήρης τραγουδούσε ματίζοντας:

Κάλλιο γαλήνιος, στην πλωτή μονή, κι αμνήμων
παρά στο Θιάκι, που ’ναι η νήσος των Σειρήνων.

Τ’ Αϊ-Δημήτρη κοίταζα βουρκωμένος το λιμάνι, με περιμάζεψε ο μάγειρας και με κέρασε ραβανί. «Στον απόπλου», ευχήθηκε μασουλώντας. «Δεν θες να ξεμπαρκάρεις;», απόρησα. «Το σκέφτηκα. Η στεριά είναι σκλαβιά, σε τούτη την κουζίνα είμαι βασιλιάς». Και μου ’πε για το μαγέρικο του πεθερού του και για το σπίτι που μοιράζονται και που ο γέρος τον κοιτά με το ’να μάτι κι όσο προκομμένος κι άξιος κι αν αποδειχτεί, για κείνον θα ’ναι πάντα ο Κανένας. Κι ο γερο-Μήρης μάτιζε τραγουδώντας:

Αν είσαι σ’ άλλου την εστία και τη δουλειά
το Θιάκι γίνεται του Κύκλωπα η σπηλιά.

Πριν μπει ο Νοέμβρης, μάζεψα όλο μου το θάρρος και παρουσιάστηκα στον ύπαρχο. «Τι θες, μωρέ ζωντόβολο!», γαύγισε ο μοβόρος.

«Είπατε θα πιάσουμε Θιάκι». Μου ’ριξε μια κουτουλιά. «Και τι είναι τούτο απέναντι, Θιάκι δεν είναι!». Μα έτσι, δίχως ελλιμενισμό, δίχως δέσιμο, δίχως αποβίβαση;

Θα με κομμάτιαζε ο σκύλος, μόλις που πρόλαβα να χωθώ στις κουλούρες.

«Δεν έχει κανέναν να τον περιμένει;», ρώτησα τον μαρκόνη. «Αντιθέτως, τον περιμένουν πολλοί», μου ψιθύρισε εκείνος, «αστυφύλακες, δικαστικοί κλητήρες, εισαγγελείς…». Κι ο Μήρης ο τυφλός τραγούδαγε:

Γι’ αυτόν που πάτησε και λόγο και κανόνες
το Θιάκι είναι γεμάτο Λαιστρυγόνες.

Χειμώνιασε, βγήκαν τα μάλλινα κι εγώ χωμένος στην πατατούκα κάπνιζα ένα μεσημέρι στο κατάστρωμα. Η απέναντι προκυμαία λίγο διέφερε απ’ τον άπιαστο ορίζοντα που ατένιζα για μήνες στον Ειρηνικό. Με είδε ο λοστρόμος και σταμάτησε, «Τι σε τρώει, ναυτόπουλο;».

«Το Θιάκι», απάντησα, «χρόνια θαλασσοδέρνομαι για να το ξαναδώ, μα μπαρκάρισα με πλοίο που δεν το φτάνει». Έγειρε στα κάγκελα. «Αύριο αποπλέουμε, το είπε ο καπετάνιος». «Για Ιθάκη;», ρώτησα με λαχτάρα. «Πάντα για Ιθάκη», χαμογέλασε μελαγχολικά, «μέσω Γιβραλτάρ, Κέιπ Τάουν, Ιαπωνίας…». Πέταξα το τσιγάρο και σκαρφάλωσα στην κουπαστή. «Δυσσέα», με προειδοποίησε ο λοστρόμος πριν βουτήξω, «τίποτε δεν θα βρεις όπως το άφησες, γιατί τίποτε δεν θα ’χει αλλάξει, εξόν από σένα. Το ξέρουν όλοι οι ναυτικοί». Κι ο γερο-Μήρης σιγοντάρισε φαφούτικα:

Αυτό που κρύβεις στης καρδιάς τα φύλλα
είναι και Θιάκι, είναι και Χάρυβδη και Σκύλλα.

«Καλή Ιθάκη, σύντροφοι!», φώναξα, «ο Αϊ-Νικόλας να σας φυλά από φουρτούνες!» κι έπεσα στο νερό. «Εσένα να φυλάει, άμυαλε», σκούπισε το δάκρυ του ο λοστρόμος, «το αληθινό ταξίδι στην Ιθάκη ξεκινά όταν φτάνεις».

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2012.

Βιβλίο
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέριλιν Γιάλομ: «H ιστορία της συζύγου»

Το Πίσω Ράφι / H ιστορία της συζύγου από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα

Η φεμινίστρια συγγραφέας και ιστορικός Μέριλιν Γιάλομ εξερευνά τη διαδρομή της συζυγικής ταυτότητας, αποκαλύπτοντας πώς η έννοια του γάμου μεταλλάχθηκε από θρησκευτικό καθήκον σε πεδίο συναισθηματικής ελευθερίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Βιβλίο / Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Η έκδοση με τα κριτικά κείμενα του Τζορτζ Όργουελ για τη λογοτεχνία και την πολιτική με τον τίτλο «Ό,τι μου κάνει κέφι» μας φέρνει ενώπιον ενός τρομερά οξυδερκούς και ενίοτε γενναιόδωρα οργισμένου στοχαστή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Βιβλίο / Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Μέσα από αφηγήσεις, φωτογραφίες και ντοκουμέντα μιας νέας έκδοσης ζωντανεύει το βιβλιοπωλείο που συνδέθηκε με τις μνήμες χιλιάδων Αθηναίων και έπαιξε ρόλο στην πολιτιστική διαμόρφωση και καλλιέργεια πολλών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
10 σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Βιβλίο / Δέκα σημαντικά βιβλία που θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τρίμηνο του 2025

Το πιο πρόσφατο Booker, επανεκδόσεις μυθιστορημάτων με θέμα τον Εμφύλιο, το τελευταίο βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα, η νέα Αμάντα Μιχαλοπούλου και μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη είναι μερικές μόνο από τις πολυαναμενόμενες προσεχέις εκδόσεις.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Βιβλίο / Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Στην πιο de profundis στιγμή της ζωής του ο συνθέτης γράφει το αυτοβιογραφικό «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», αποκαλύπτοντας σαν σε προσευχή τις πιο προσωπικές, τρωτές στιγμές του, ζητώντας συγγνώμη από τους οικείους του και ομολογώντας ότι η έμπνευση συμπορεύεται με τη θνητότητα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μαριάννα Κορομηλά «Η Μαρία των Μογγόλων»

Το Πίσω Ράφι / Για όλες τις Μαρίες που «δωρίστηκαν» σε βαρβάρους και άξεστους

Ψάχνοντας και γράφοντας για τη Μαρία των Μογγόλων, η Μαριάννα Κορομηλά ήρθε αντιμέτωπη με όλες εκείνες τις παραγνωρισμένες γυναικείες μορφές της Ιστορίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ανένταχτο και φεμινιστικό βιβλίο που συζητήθηκε έντονα μόλις κυκλοφόρησε.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«O Γιάννης Χρήστου δεν είναι ο "αναρχικός" που νόμιζαν κάποιοι κάποτε»

Βιβλίο / «O Γιάννης Χρήστου δεν είναι ο "αναρχικός" που νόμιζαν κάποιοι κάποτε»

Ο ιδιοφυής μουσικός έφυγε αναπάντεχα στα 44 του, αφήνοντας πίσω του ανεκπλήρωτα σχέδια. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, ο οποίος ουσιαστικά δεν τον γνώρισε ποτέ, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διάσωση του έργου του, υπογράφει σήμερα το πιο ενημερωμένο βιβλίο για εκείνον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γράφει έργα του φανταστικού για τους ακραία ρεαλιστικούς καιρούς μας

Portraits 2025 / Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου γράφει έργα του φανταστικού για τους ακραία ρεαλιστικούς καιρούς μας

Η ολοκλήρωση της περίφημης «Τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας» αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια από τις πιο απρόβλεπτες, ουσιαστικές και συνεπείς συγγραφείς μας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CHECK GIA 3/1 εκδόσεις δωμα

Portraits 2025 / Εκδόσεις Δώμα: «Θέλαμε να δούμε αν το κοινό μας θα ανταποκριθεί σε πιο βαριά πράγματα ή αν θα μας γυρίσει την πλάτη»

Μετά από εφτά χρόνια λειτουργίας και εξήντα προσεκτικά επιλεγμένους τίτλους, η Μαριλένα Καραμολέγκου και ο Θάνος Σαμαρτζής εξακολουθούν να πειραματίζονται, σαν να προτείνουν βιβλία σε φίλους.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Claude Pujade-Renaud

Το Πίσω Ράφι / «Οι γυναίκες του λαθροθήρα»: Μια εντελώς διαφορετική οπτική σε ένα θρυλικό ερωτικό τρίγωνο

Η Claude Pujade-Renaud ανατέμνει την ιστορία της σχέσης του Τεντ Χιουζ με τη Σίλβια Πλαθ και την Άσια Ουέβιλ δημιουργώντας ένα ερεθιστικό ψηφιδωτό από δεκάδες διαφορετικές αφηγήσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Τζον Ρ. Ρ. Τόλκιν: Ο άρχοντας του δευτερεύοντος κόσμου

Βιβλίο / Τζον Ρ. Ρ. Τόλκιν: Ο άρχοντας του δευτερεύοντος κόσμου

Κι αν η Μέση Γη εξυψώθηκε στη φαντασμαγορία που όλοι γνωρίζουμε μέσα απ’ τις ταινίες του Πίτερ Τζάκσον, δεν ξεχνάμε ποτέ εκείνη τη στιγμή της πρώτης βραδινής ανάγνωσης, των απρόσμενων αράδων που σχημάτισαν αμέσως ένα σύμπαν αυτονόητο.
ΜΑΚΗΣ ΜΑΛΑΦΕΚΑΣ