Ο Ιμπραχίμ αλ Κούνι γεννήθηκε το 1948 στην πόλη Γκανταμές της νοτιοδυτικής Λιβύης. Μεγάλωσε με τις παραδόσεις της νομαδικής φυλής των Τουαρέγκ, γνωστών ως «μπλε ανθρώπων», οι οποίοι ονομάζονται έτσι εξαιτίας του μπλε πέπλου που φορούν και καλύπτει όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια. Όλη την παιδική του ηλικία την έζησε στην έρημο. Και ως Τουαρέγκ ήρθε πολύ γρήγορα σε επαφή με την ιδεολογία της αυτοεξορίας και της απομόνωσης ως μια μορφή αντίστασης αλλά και ως μέσο για τη διατήρηση της παράδοσης και της ταυτότητάς του. Αραβικά έμαθε στα δώδεκα. Αργότερα σπούδασε Φιλοσοφία και Συγκριτική Λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Γκόρκι της Μόσχας, πόλη στην οποία εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Επίσης, υπήρξε εκδότης πολιτιστικού περιοδικού στη Βαρσοβία.
Έχει γράψει περισσότερα από 80 έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, όλα εμπνευσμένα από τη ζωή στην έρημο, κι έχει λάβει τα περισσότερα λογοτεχνικά βραβεία από κάθε άλλον εν ζωή Άραβα συγγραφέα. Τα βιβλία του, γραμμένα όλα στα αραβικά, έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες, ενώ το 2015 ήταν υποψήφιος για το διεθνές βραβείο Booker. Αφορμή για τη συνέντευξή μας αποτέλεσε η κυκλοφορία στα ελληνικά του βιβλίου του «Το Χρυσάφι και η κατάρα της ερήμου», στο οποίο γράφει για τη ζωή και τον θάνατο, τη μοναξιά και την αγάπη, την προδοσία και την πίστη. Ένα λυρικό μυθιστόρημα που εξετάζει τις ανθρώπινες σχέσεις από μια διαφορετική οπτική, με βαθιές επιρροές από την καθημερινότητα στην έρημο, έχοντας ως επίκεντρο τον άνθρωπο. Στις σελίδες του βιβλίου διακρίνουμε μεταφυσικά στοιχεία, αρχαίους μύθους, θρύλους και στοιχεία που ενυπάρχουν στον μυστικισμό του Ισλάμ. Αφηγείται τη σχέση μεταξύ του Ουχαγιάντ, ενός νεαρού Τουαρέγκ, και της καθαρόαιμης Μάχρι καμήλας. Οι Τουαρέγκ είναι άνθρωποι που δένονται πολύ με τα ζώα τους, γι’ αυτό στο συγγραφικό έργο του Αλ Κούνι παρακολουθούμε να αναπτύσσεται μεταξύ τους ένας μοναδικός δεσμός. «Ο Ουχαγιάντ αισθάνθηκε έναν απροσδιόριστο φόβο. Ίσως γιατί τα συναισθήματά του αυτά αποτελούσαν ένα σημάδι, κι εκείνος φοβόταν τα σημάδια. Η έρημος του είχε μάθει να τα αναγνωρίζει, του είχε δείξει πως τίποτα στη ζωή δεν μπορούσε να ξεπεράσει σε αξία το σημάδι, ιδίως όταν το είχες προηγουμένως αγνοήσει ή ήσουν απρόσεκτος, τυφλός μπροστά του. Το σημάδι είναι η μοίρα. Αυτό διαμηνούσε η έρημος», διαβάζουμε σε ενδεικτικό απόσπασμα από το βιβλίο.
Σήμερα, ο Λίβυος συγγραφέας και ποιητής της ερήμου ζει στην Ταραγόνα της Καταλονίας, στην Ισπανία. Συζητήσαμε για την έρημο των παιδικών του χρόνων, τη μοίρα και τη μεταφυσική, τη λογοτεχνία και τον σημαντικό ρόλο που παίζει στις ζωές μας το Ισλάμ, για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τη σχέση του με τον Καντάφι, την αγάπη και τον έρωτα.
— Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην έρημο, μεγαλώνοντας με τις παραδόσεις των Τουαρέγκ; Τι θυμάστε πιο έντονα;
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι αυτό που με προσελκύει στην έρημο της παιδικής μου ηλικίας δεν είναι αυτό που μου αποκαλύπτει η έρημος, τούτη η σοφή ιέρεια, την οποία θεωρώ μητέρα μου και στην οποία οφείλω τη διαμόρφωσή μου. Αυτό που με τράβηξε κοντά της, αυτό που και σήμερα με τραβά, είναι αυτό που κρύβει από μένα, για να με βεβαιώσει μια μέρα πως μοιάζει με φύση ξένη προς τον δικό μας κόσμο και η αληθινή της ταυτότητα ενυπάρχει σε αυτό που κρύβεται μέσα της και όχι σε αυτό που αποκαλύπτει. Ίσως, λοιπόν, αυτός είναι ο λόγος που με κατακυριεύει η έρημος. Είμαι πεπεισμένος, βλέπετε, ότι εγώ δεν ζω μέσα στην έρημο αλλά η έρημος ζει εντός μου∙ και προχωρώντας τη σκέψη μου φτάνω σε ένα δεύτερο επίπεδο, ότι πιο σημαντικό από τις πατρίδες όπου κατοικούμε είναι οι πατρίδες που μας κατοικούν, επειδή οι πατρίδες που εμείς κατοικούμε είναι τόποι, ενώ οι πατρίδες που μας κατοικούν είναι αξίες. Γι’ αυτόν το λόγο, όταν γράφουμε για τις πατρίδες της παιδικής μας ηλικίας, δεν σημαίνει πως δεν μας ενδιαφέρει ο χώρος ή το αδερφάκι του, ο χρόνος, αλλά πως τις εξετάζουμε ως μια υπαρξιακή πραγματικότητα, ως έναν χαμένο παράδεισο. Κι αυτό υλοποιείται μόνο αν το ανεβάσεις στα επίπεδα του μύθου. Αν η παιδική ηλικία ήταν όμηρος του τόπου στην κυριολεκτική του διάσταση και του χρόνου παρομοίως, τότε θα ήταν άθυρμα της απτής πραγματικότητας. Οι πράξεις μας φτιάχνουν την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι αντιληπτή και δεδομένη. Είναι οι πληροφορίες που λαμβάνουμε από τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτά τα δεδομένα ωστόσο αποτελούν εχθρό της φαντασιακής διεργασίας, επειδή δολοφονούν τη φαντασία και αυτό που υπάρχει στα κατάβαθα της ψυχής μας. Αυτό που δεν αναγνωρίζει κανείς είναι ότι η έρημος, η οποία, παρά τη βασανιστική της γύμνια, φαίνεται τόσο ελκυστική, στην ουσία μας ρουφάει μέχρι τον απύθμενο βυθό της. Η αποκάλυψη αυτής της μεταφυσικής της διάστασης δεν πραγματοποιείται χωρίς θυσίες. Έτσι, για να μας δώσει η έρημος την ψυχή της, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την κατανοήσουμε. Για να την καταλάβουμε, πρέπει να την παρατηρήσουμε, να την μελετήσουμε προσεκτικά. Για να την αναλύσουμε εν τέλει, πρέπει προηγουμένως να την έχουμε ερωτευτεί. Και με τη σκέψη ότι αυτή είναι μια μικρή πολυαγαπημένη, απρόσιτη και ιδανική, ανταποκρίνεται στα κελεύσματα της θέλησής της μόνο ένα δίδαγμα ηθικό, ένα μάθημα αφοσίωσης και πίστης που υπαγορεύεται στις γενιές, καθώς η πίστη είναι η μόνη γενναιότητα που αναγνωρίζει η έρημος. Κι αυτός ο λόγος είναι στ’ αλήθεια ο παράδεισος, αλλά ένας παράδεισος χωρίς τοίχους, διάχυτος. Αν ο ορατός κόσμος είναι ένα σώμα, η έρημος είναι η ψυχή του.
Tο Ισλάμ ζει στην ακμή του πάθους του με αυτό το θνητό γράμμα που σκοτώνει, αυτό που είναι φυσιολογικό να προκύπτει στην ερμηνευτική αιχμή της δοκιμασίας του, όπου άνθρωποι απολαμβάνουν να δολοφονούν, ενώ άλλοι μπαίνουν στον πειρασμό να αυτοκτονήσουν κατά τη συνήθεια των Σασσανιδών, ώστε να μετατρέψουν τον θάνατο σε μια πρακτική θρησκευτικής τελετουργίας, όπως η προσευχή.
— Τα τραγούδια των ανθρώπων της ερήμου εκφράζουν τη θλίψη, την ξηρασία και τον διωγμό απ’ τις πατρίδες τους. Θα θέλατε να μας πείτε κάποιες σκέψεις γι’ αυτό;
Τρεις αιτίες μπορεί να υπάρχουν για να ζει απόμακρος αυτός ο πανάρχαιος λαός. Η πρώτη έχει μια διάσταση φυσική, καθώς εγώ δεν μπορώ να αναγνωρίσω ότι η έρημος είναι μια πραγματικότητα, επειδή ο τόπος της είναι κάτι το μεταφυσικό, πράγμα που μας κάνει να μην μπορούμε να το εκλάβουμε ως τόπο, δηλαδή έναν τόπο που αρνείται την ιδιότητα του τόπου και μας διώχνει με μια απλή δικαιολογία περί έλλειψης νερού. Οι άνθρωποι, λοιπόν, εκεί συναντιούνται, μα δεν συναντιούνται παρά μόνο για να αποχωριστούν, να ακολουθήσουν διαφορετικές κατευθύνσεις, και όχι για να ζουν ενωμένοι όλοι μαζί. Με όρους μεταφυσικής, ο τόπος της ερήμου δεν διστάζει να πλήξει και τον χρόνο της ερήμου, μεταδίδοντάς του κάτι το αρνητικό, καθώς ο χρόνος στην έρημο δεν αναγνωρίζει στην ύπαρξη τρία χρονικά στάδια – παρελθόν, παρόν και μέλλον−, όπως αυτά που βιώνουν οι άνθρωποι στις πόλεις, κι έτσι φαίνεται ότι ο χρόνος της είναι κι αυτός μυθικός, όπως ακριβώς κι ο τόπος. Ίσως πάλι επειδή η έρημος έχει την ιδιότητα της αδράνειας, αφού τίποτα στην έρημο δεν μεταβάλλεται. Ακόμα κι ο χρόνος αναιρεί την ίδια του την ιδιότητα ως χρόνου για να γίνει αιώνιος και όχι εργαλείο στα χέρια μας, ώστε να τον ερμηνεύσουμε σε αυτή την κατάσταση. Κι αυτό μόνο ο μύθος μπορεί να το κάνει − ο μύθος εδώ με τη σημασία του πλατωνικού μύθου. Όσο για τη δεύτερη αιτία της ξενιτιάς που υφίσταται το τραγικό αυτό έθνος, είναι η υπαρξιακή ξενιτιά. Κι αυτό εξαιτίας της αποκοπής από τον κόσμο και της διαβίωσης εκατομμυρίων χρόνων σε απομόνωση στην ενδοχώρα, το λίκνο της γένεσης του ανθρώπινου γένους, από τη μήτρα του οποίου ξεπήδησαν όλοι οι πολιτισμοί και γεννήθηκαν όλες οι κουλτούρες για να ξεχυθούν από μέσα του οι αποδημίες σε κάθε γωνιά της Γης. Πρέπει αυτή η απομόνωση να σκάψει μέσα στον άνθρωπο την ανησυχία του να ξενιτευτεί. Όποιος ακούει τη μουσική αυτού του λαού δεν έχει παρά να ανακαλύψει μέσα της τις αποχρώσεις του βιωμένου δράματος, πράγμα που εν τέλει μας οδηγεί στην τρίτη αιτία που είναι η ξενιτιά της ταυτότητας. Όταν οι επιστήμονες λένε ότι η προέλευση του ανθρώπου είναι από την Αφρική, αποκαλύπτουν μόνο τη μισή αλήθεια, επειδή δεν λένε ποια Αφρική γέννησε τον άνθρωπο −η Αφρική της ζούγκλας ή μήπως η Αφρική της ερήμου−, αγνοώντας ότι η σημασία του ίδιου του ονόματος «Αφρική» είναι δανεισμένη από τη λέξη αμαζιγία, που σημαίνει έρημος,επειδή το διακριτικό σημάδι όλης της Αφρικής είναι ακριβώς αυτή η Μεγάλη Έρημος. Και άλλοι τόποι, όπως ξέρουμε, δανείζονται τα ονόματά τους από χαρακτηριστικά της φύσης. Κάτι άλλο: ο πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος λέει στο τέταρτο βιβλίο του «Μελπομένη» ότι οι Έλληνες, που είναι πρωτοπόροι του παγκόσμιου πολιτισμού, δανείστηκαν από τους Λίβυους, που τότε δεν ήταν παρά Αμαζίγ, τη θεά τους την Αθηνά, επίσης δανείστηκαν οι Ελληνίδες από τις Λίβυες τους αλαλαγμούς χαράς καθώς και τα θεϊκά σύμβολα που κοσμούν τα ενδύματά τους, όπως ακριβώς δανείστηκαν οι Έλληνες από τους Λίβυους τους αραμπάδες που τους σέρνουν τέσσερα άλογα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σπουδαίος ανθρώπινος πολιτισμός σε αυτή την ήπειρο της ερήμου, πριν ακόμα και από τη μητέρα των πολιτισμών, την Ελλάδα. Στο εγκυκλοπαιδικό μου έργο με τίτλο «Αναφορά στη γλώσσα της θεολογίας», που εκδόθηκε πριν από 20 χρόνια σε 7 τόμους, έχω αποδείξει την επίδραση της παλαιάς λιβυκής γλώσσας (Ταμασέκ) σε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου, ακόμα και στην ελληνική, στη λατινική, στην παλαιά αιγυπτιακή, στην αραβική, στις γλώσσες των Σουμερίων και των Εβραίων. Δεν έγινε ωστόσο κατανοητό, καθώς δεν διαβάστηκε και δεν διαβάστηκε επειδή δεν μεταφράστηκε σε κάποια ξένη γλώσσα, όπως μεταφράζονται τα μυθιστορήματα. Και δεν δικαιώθηκα γι’ αυτή την αδικία παρά μόνο επιστημονικά, όταν πια οι επιστήμονες έφτασαν να ανακαλύψουν με τη γενετική το DNA κάθε έθνους επί της Γης, ακόμα και των ερυθρόδερμων Ινδιάνων. Αποδείχτηκε τότε πως όλοι κατάγονται από τους Αμαζίγ της Μεγάλης Ερήμου, δηλαδή τους Τουαρέγκ. Αυτό το περήφανο έθνος έχει ζήσει χιλιάδες χρόνια μέσα στο τίποτα κι έχει εγκαταλείψει τις όχθες των υδάτων, όπου ανθεί ο πολιτισμός και τον έλεγχο έχει η εξουσία που κάνει τους ανθρώπους σκλάβους για να λατρεύουν τα ψεύτικα είδωλα. Η ξενιτιά τους κορυφώθηκε στη διάρκεια των ξένων αποικιστικών εκστρατειών που έπληξαν τις πατρίδες τους, ιδιαίτερα κατά την αραβική εισβολή στον βορρά της Αφρικής και, τέλος, τον 19ο αιώνα, όταν με τον γαλλικό αποικισμό διενεργήθηκε μια απεχθής γενοκτονία του λαού των Τουαρέγκ. Και δεν ικανοποιήθηκαν με αυτή την, στην κυριολεξία, γενοκτονία και κατοχή των εδαφών τους, αλλά στην αυγή της δεκαετίας του ’50, τον 20ό αιώνα, οι ατομικές τους βόμβες έπεσαν στη Μεγάλη Έρημο για να καταστρέψουν την πανίδα και τη χλωρίδα αυτής της ηπείρου, αφού ήδη τον 19ο αιώνα είχαν κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εξοντώσουν το ανθρώπινο είδος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, χωρίστηκε η πατρίδα τους σε τέσσερα κομμάτια που οι ξένοι άποικοι τα μοίρασαν σε χώρες αρεστές στους ίδιους, κοντά στον Νείλο, ένα δώρο σύμφωνα με τη γεωγραφική θέση αυτών των χωρών που γειτόνευαν με την έρημο. Οι χώρες αυτές είναι η Λιβύη, η Αλγερία, το Μάλι και ο Νίγηρας. Αυτά είναι ψευδοκράτη που δεν αναγνωρίζουν ούτε τη φυλετική, ούτε την πολιτισμική, ούτε ακόμα και τη γλωσσική ταυτότητα των Τουαρέγκ. Δεν αναγνωρίζουν ούτε την ύπαρξή τους στα εδάφη τους που είναι ουσιαστικά εδάφη των Τουαρέγκ, έτσι ώστε να απομυζούν τον φυσικό τους πλούτο, όπως το πετρέλαιο, το ουράνιο και άλλα πολλά, και να σκοτώνουν όσους απέμειναν με τα τοξικά απόβλητα τα προερχόμενα από τη λεηλασία αυτού του πλούτου, αφού η γη τους έχει μετατραπεί σε χωματερή για τα μολυσμένα ραδιενεργά απόβλητα.
Τι απομένει, λοιπόν, σε έναν λαό που του έκλεψαν τη γραφή του, ύστερα την πατρίδα του και την ταυτότητά του, από το να ζητά παρηγοριά στη μουσική; Επειδή μέσα στην αυθεντικότητά της κρύβονται μέτρα που έρχονται από τους αρχαίους και το βάθος της γίνεται όμηρος της συμφοράς που έχει ζήσει αυτός ο λαός που έχει εμμονή με το μυθικό παρελθόν του, οι Τουαρέγκ δηλαδή, για τους οποίους μιλάμε εδώ. Μεταχειρίζονται τις μελωδίες τους με θερμή ιεροπρέπεια, απαγορεύουν να παίζουν μαζί τους και να τις αλλάζουν, όπως ακριβώς έκαναν και οι Σπαρτιάτες και μας το περιγράφει ο Πλούταρχος. Και όχι μόνο αυτό, αντέγραψαν αριστοτεχνικά τους Σπαρτιάτες κι αλλιώς. Με έναν υποδειγματικό τρόπο δεν ασχολούνταν με το εμπόριο, όπως οι Σπαρτιάτες, για να μην τους εξαπατούν, ούτε και χτυπούσαν τις πόρτες στις επισκέψεις που έκαναν για να δηλώσουν την άφιξή τους. Αρκούνταν να δηλώσουν την παρουσία τους απ’ έξω, ψελλίζοντας έναν χαιρετισμό. Όπως, επίσης, δεν καβγάδιζαν εξαιτίας των παιδιών. Αν ο πατέρας έβρισκε έναν γιο του να τιμωρείται από κάποιον ξένο, εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του για την ανατροφή που έδινε ο άντρας αυτός στον γιο του!
— Πώς επιδρά η έρημος στη ζωή των ανθρώπων; Εσείς ποια έρημο κουβαλάτε μέσα σας;
Η έρημος έχει ουσιαστική επίδραση στη ζωή των ανθρώπων της. Είναι πλάσματα πεπεισμένα ότι η φύση τους είναι διαφορετική, ότι καμία σχέση δεν έχουν με το ανθρώπινο σώμα που το κατατρέχουν τα πάθη και το ελκύει η γήινη ματαιοδοξία. Ίσως η αποχή από αυτήν τη ματαιοδοξία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των ηθικών αρετών που έχουν οι Τουαρέγκ. Η δημιουργία αυτού του μπλε τουρμπανιού που φορούν οι Τουαρέγκ και καλύπτει το στόμα είναι ένα σημάδι των παραπάνω, μια ένδειξη υπερηφάνειας που έχει εφεύρει ο άνθρωπος της ερήμου όχι μόνο για να προφυλαχτεί από τα στοιχεία της φύσης μα και για να κρύψει την ανάσα της απληστίας του για οτιδήποτε υλικό και να καταστείλει τον πιο αδύναμο αλλά και πιο μοχθηρό μυ που κρύβεται πίσω από τις δύο γνάθους του −μανιακές με τον λόγο− και είναι η γλώσσα του. Η νηστεία από το φαγητό και μόνο δεν είναι αρκετή, πρέπει να συνοδεύεται και από νηστεία στα λόγια. Η πεποίθηση ότι αυτοί είναι ένα έθνος απελευθερωμένο από τα δεινά των εγκοσμίων είναι δανεισμένη από τους μύθους τους που λένε πως κάποιος με το όνομα Ασάχου ή Ασάχαγ κατέβηκε από άλλον πλανήτη τραγουδώντας έναν σκοπό, εντελώς ίδιο με εκείνον των Τουαρέγκ, που παρέπεμπε στον πλανήτη απ’ όπου ήρθε και αποτέλεσε την κορωνίδα των δικών τους θλιμμένων τραγουδιών.Έτσι οι σεΐχηδές τους παρότρυναν τις γυναίκες να εμψυχώνουν τους καβαλάρηδες επαναλαμβάνοντάς τον σκοπό αυτόν στο διηνεκές, καθώς ο ρυθμός τούς θυμίζει την επουράνια προέλευση του έθνους αυτού και αφυπνίζει μέσα τους το θεϊκό πνεύμα που αρνείται να παραιτηθεί από τις υπέρτατες αξίες του και άρα να βεβηλωθεί από την ηθική των μικρόψυχων ανθρώπων. Και, φυσικά, η έρημος που ζει εντός μου είναι απρόσιτη, είναι πολύ πιο βαθιά από την έρημο που έχει φτιάξει η φύση, επειδή μοιάζει με παγόβουνο που επιπλέει και το οποίο κρύβει τα ¾ του πραγματικού του όγκου κάτω απ’ το νερό και μόνο το ¼ είναι ορατό από πάνω. Το στοίχημα στο μυθιστόρημα δεν είναι τα σώματα που είναι ορατά μα οι σκιές που δεν φαίνονται. Δεν μπορώ παρά να υμνήσω τη μεγάλης σπουδαιότητας διαθήκη που άφησε ο Απόστολος Παύλος και λέει: «Μη σκοπούντων ημών τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Σ’ αυτήν τη διάσταση, λοιπόν, η έρημος η δική μου αποκτά μια ιδιότητα μεταφυσική, ώστε να φανεί ο χαμένος μου παράδεισος πάντα χωρίς τοίχους και μερικές φορές σαν υποκατάστατο μιας ύπαρξης αινιγματικής, ξένης προς τις αισθήσεις.
— Στο βιβλίο παρατηρούμε ότι σας απασχολεί το στοιχείο της μεταφυσικής. Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε;
Κανόνας πρώτος στην αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος: δεν βλέπουμε την πραγματικότητα όπως μας παρουσιάζεται αλλά βλέπουμε τη δική μας υποκειμενική και ιδιαίτερη πραγματικότητα. Δηλαδή βλέπουμε την πραγματικότητα όπως εμείς επιλέγουμε, με τα δικά μας μάτια, και όχι όπως την βλέπει αντί για εμάς ο κόσμος ή, ακόμα, όπως αυτός ο κόσμος μας παρουσιάζει τα γεγονότα. Χωρίς εμβάθυνση σε αυτή την ιδιαίτερη οπτική, σε αυτό το όραμα που είναι αποτέλεσμα της βαθύτερης συνείδησης του συγγραφέα, θα χάσουμε νομοτελειακά το στοίχημα και θα αποτύχουμε να πείσουμε οποιονδήποτε για την αλήθεια που βλέπουμε. Θα πρόκειται για μια θυσία στο πλαίσιο της πίστης κι αυτό δεν θα είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Αν ο Κάφκα δεν κατεχόταν από βαθιά πίστη ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει έντομο, στη συνέχεια δεν θα πίστευε τόσο βαθιά ότι και ο ίδιος θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε έντομο, δεν θα μας έπειθε γι’ αυτή την πραγματικότητα που έβλεπε. Και ο Ντοστογιέφσκι επίσης μας έπεισε μόνο επειδή μας μίλησε από το μεταίχμιο ενός άλλου κόσμου, από τον οποίον ποτέ δεν επέστρεψε αφότου στάθηκε μπροστά στη θηλιά της αγχόνης. Μιλώντας μας για την εμπειρία του με τον βασιλιά του σκότους, μας έπεισε γι’ αυτήν τη μακάβρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιβάν Καραμάζοφ και του επισκέπτη του, η οποία είναι πράγματι φρικαλέα. Πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι αναγκαίο να τυποποιήσουμε την πραγματικότητα, όπως τη διακινούν οι θεωρίες λογοτεχνίας. Μια περιπέτεια δεν αρκεί για να φτιάξουμε ένα μυθιστόρημα, αντίθετα η υπόθεση απαιτεί να αρνηθείς θαρραλέα την πραγματικότητα, να αποστασιοποιηθείς, έτσι ώστε να την επαναφέρεις στο μυαλό σου μέσα από το άγνωστο, σε μια υποθετική μορφή και όχι κατά γράμμα.
— Στο μυθιστόρημά σας διακρίνουμε το στοιχείο των σημαδιών. Πιστεύετε στη μοίρα;
Είναι εντυπωσιακό να θέτει αυτό το ερώτημα κάποιος που ανήκει στο πρωτοκλασάτο πολιτιστικό περιβάλλον όπου η έννοια της μοίρας στα κλασικά έργα απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, όπως μπορούμε να διαβάσουμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να πω ότι το σημαντικό δεν είναι να πιστέψουμε τον συγγραφέα ή, για να είμαστε σωστοί, τον μυθιστοριογράφο γι’ αυτήν τη μοίρα. Σημασία έχει να πιστέψουμε το αφηγηματικό μοντέλο, επειδή οι πεποιθήσεις του εδώ, η ηθική του και το υπαρξιακό του βάθος είναι το μέτρο που υπαγορεύει τις συμπεριφορές του, όπως επίσης και οι θρησκευτικές του επιταγές. Το αφηγηματικό μοντέλο, λοιπόν, είναι αυτό που καθοδηγεί τον μυθιστοριογράφο, αυτό που κατασκευάζει τον συγγραφέα και όχι το αντίθετο, όπως πολλοί πιστεύουν, βάσει της αρχής που λέει ότι δεν είμαστε αυτοί που φτιάχνουν το κείμενο αλλά το κείμενο είναι αυτό που μας φτιάχνει. Έτσι παρατηρούμε πως η ηθική φύση των αφηγηματικών μοντέλων δεν ξεκινά με τη γέννησή τους, μα ξετυλίγεται στη συνέχεια μέσα από μια σύνθετη διαδικασία που κλιμακώνεται και εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, αντάρτισσα και ανυπάκουη στη βούληση του μαέστρου που διευθύνει τη συμφωνία. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι ο μαέστρος είναι ο κύριος του παιχνιδιού, όμως στο τέλος ανακαλύπτουμε πως είναι απλώς μια μαριονέττα η οποία βαδίζει στο πρόσταγμα της μοίρας, μιας μοίρας που ίσως και οι αρχαίοι Έλληνες να έχουν ενθρονίσει στην τέχνη τους μόνο γι’ αυτόν το λόγο.
— Το τέλος του βιβλίου είναι αρκετά σκληρό. Γιατί επιλέξατε, τελικά, το σκοτάδι να νικήσει το φως;
Νομίζω ότι η απάντηση που έδωσα στο προηγούμενο ερώτημα απαντάει και σε τούτο. Θεωρώ ότι το λάθος υπάρχει εδώ στη φράση «γιατί επιλέξατε...», επειδή εγώ δεν υπήρξα ποτέ συγγραφέας που επιλέγει. Ούτε αυτό που ονομάζουμε «μυθιστοριογράφος» μπορούμε να πούμε ότι επιλέγει. Ούτε ακόμα ο αφηγητής που κρύβεται στο άγνωστο πεδίο του συγγραφέα κατέχει το δικαίωμα της επιλογής. Η φύση και η εξέλιξη των πραγμάτων υπαγορεύουν τη βούλησή τους και η επιλογή τους αυτή μπορεί να είναι στο πνεύμα του παραλόγου ή στο πλαίσιο της λογικής.
— Μεγαλύτερη σημασία έχει ο τόπος ή ο άνθρωπος;
Οπωσδήποτε ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερη σημασία από τον τόπο, γιατί μόνο αυτός δίνει νόημα στον τόπο. Αν ο τόπος ήταν το δώρο της φύσης, τότε θα αποτελούσε καταφύγιο για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μέσα στο περιβάλλον μιας φύσης που αγκαλιάζει τον συγκεκριμένο τόπο, εκεί είναι το νόημα. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν σφάλλω όταν στην απάντηση προηγούμενης ερώτησής σας είπα ότι πιο σπουδαίος από τον τόπο που κατοικούμε είναι ο τόπος που μας κατοικεί. Εκείνα τα χρόνια τα μακρινά που κάθισα στα έδρανα του Ινστιτούτου Λογοτεχνίας Γκόρκι με δίδαξαν ότι η λογοτεχνία είναι μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή, πολιτισμική ενασχόληση. Είναι, δηλαδή,το όφελος που έχουμε, αυτό που αποκομίζουμε τελικά από τις πόλεις όπου κυριαρχούν οι πιο πολύπλοκες σχέσεις. Έπρεπε να αντισταθώ καιρό και να υποφέρω πολύ, πάρα πολύ, προτού χτίσω πάνω στην ανατροπή αυτού του θεωρήματος, όταν ανακάλυψα με την ιδιαίτερη εμπειρία μου πως κατοικία και γενέθλιος τόπος του μυθιστορήματος δεν είναι η κουλτούρα, δεν είναι ο τόπος, αλλά ο άνθρωπος. Τότε κατόρθωσα να γράψω όχι μόνο το μυθιστόρημα αλλά και το έπος εκείνο που οι τόμοι του πλήθυναν κι έφτασαν τα έξι ογκώδη μυθιστορήματα περίπλοκης δομής.
— Ποιος είναι, λοιπόν, ο ρόλος της λογοτεχνίας; Είναι μια διαφυγή από την καθημερινότητα; Μια εξερεύνηση της ζωής;
Με εξέπληξε ο φίλος και μεταφραστής των έργων μου στα γερμανικά, ο Χάρτμουτ Φέντριχ, όταν κάποτε μου είπε ότι στο μυαλό του σύγχρονου Γερμανού η λογοτεχνία αποτελεί μια απλή διασκέδαση. Τον ρώτησα τότε πώς γίνεται να βλέπεις έτσι τα έργα του Γκαίτε ή του Τόμας Μαν και άλλων τέτοιων ιδιοφυών Γερμανών λογοτεχνών. Βέβαια, η διασκέδαση ήταν πάντα το όπιο του λαού, μα στο όπιο πρέπει να χορηγήσουμε αντίδοτο για να κάνουμε τον λαό να μην το χρειάζεται πια. Η λογοτεχνία, λοιπόν, είναι, έχω πειστεί πλέον γι’ αυτό, μια αποστολή, μια εξαιρετική αποστολή που έχει ανθρώπινη διάσταση. Για να είναι αυτή η διάσταση ανθρώπινη, σημαίνει πως έχει μια ηθική υπόσταση και μαζί μια αισθητική απόλαυση. Μεγαλύτερη απόδειξη δεν υπάρχει από τη λέξη «άνταμπ» (άνταμπ στα αραβικά σημαίνει πολιτισμός, κουλτούρα, καλή ανατροφή και καλοί τρόποι, αξιοπρέπεια και ευγένεια − ανθρωπισμός σημαίνει επίσης λογοτεχνία) της αραβικής γλώσσας, η οποία δείχνει ότι οι δύο έννοιες που είναι η γένεσις και η ηθική γίνονται ένα, ενώνονται μεταξύ τους. Η λογοτεχνία είναι χρήσιμη και επαρκής όταν μας μαθαίνει σε βάθος χρόνου να αγαπάμε την πραγματικότητα,την ουσία των πραγμάτων και να επιδιώκουμε να τη διεκδικούμε παρά το ότι ο δρόμος για την κατάκτησή της είναι στρωμένος με αίμα. Η γένεσις, πάλι, η δημιουργία, είναι παρόμοια με ταξίδι εξερεύνησης της ίδιας μας της ύπαρξης που μας κρύβει σοβαρότερα πράγματα από εκείνα που μας φανερώνει. Και δεν θα είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι αν δεν προκαλέσουμε την πραγματικότητα, αν δεν αποτολμήσουμε να υποστούμε τα δεινά οικειοθελώς, για να βγούμε στον δρόμο του Οδυσσέα, αναζητώντας τον χαμένο μας παράδεισο. Και δεν ανακαλύπτουμε πως ο παράδεισος μάς κατοικεί παρά μόνο όταν αράξουμε δίπλα στις όχθες της σωτηρίας για να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ιθάκη, που σε όλο το ταξίδι θωπεύουμε στα όνειρά μας, είναι κάτι πολύ ευγενέστερο από την αληθινή.
— Ποια βαθύτερη ανάγκη εκφράζει η συγγραφή;
Πρόκειται για τη βαθιά ριζωμένη αίσθηση, αυτή την αδήριτη ανάγκη που εδρεύει στα κατάβαθα της ψυχής καθενός από εμάς. Όπως κάποιος έχει ανάγκη να τραγουδά, κάποιος άλλος ενδεχομένως αποτολμά να συγγράψει.Γι’ αυτό λένε πως κάθε ανθρώπινο ον, όσο μικρό κι αν είναι το ταλέντο του, μπορεί να λαχταρήσει κάποτε να γράψει ένα μυθιστόρημα. Αυτό είναι κάτι φυσικό, επειδή το να αφηγούμαστε σημαίνει να εμπλουτίζουμε τον εαυτό μας ανεξαρτήτως του πόσο καλά τραγουδάμε ή πόσο κατάλληλη γι’ αυτό είναι η φωνή που μας έχει χαρίσει η μοίρα. Έτσι το μυθιστόρημα είναι ένα τραγούδι, όπως και το τραγούδι είναι ένα μυθιστόρημα. Δεν ονειρευόμαστε, λοιπόν, να διασκεδάσουμε ή να περάσουμε καλά, μα να παραδοθούμε σε αυτό τον πειρασμό για να απελευθερωθούμε. Γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένας λαβύρινθος γεμάτος από κελεύσματα. Και καθένας μας αναζητά τον δρόμο που του ταιριάζει για να ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα.
— Με τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Στην πραγματικότητα, δεν γράφουμε λογοτεχνία παρά μόνο για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, επειδή δεν ανακαλύπτουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει παρά όταν ανακαλύπτουμε την εντός μας πραγματικότητα. Αυτή είναι η μόνη κυριολεκτική ανταπόκριση στο δελφικό παράγγελμα «γνώθι σαυτόν». Αυτό που αποκαλούμε «ευτυχία» είναι πράγματι όμηρος αυτής της ανακάλυψης. Η ειρωνεία είναι ότι τούτη η ανακάλυψη δεν επέρχεται ούτε στη λογοτεχνία δίχως το υπαρξιακό κεφάλαιο, δηλαδή αυτή την αιμορραγία που αποκαλούμε εγκόσμια εμπειρία και είναι γεμάτη πόνο. Βαδίζοντας στον κόσμο ελπίζουμε πως θα ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, αλλά ο κόσμος αυτός μας απογοητεύει καθώς δεν σκοπεύει, για χάρη μας, να καταστρατηγήσει τους δικούς του νόμους. Αυτό μας απελπίζει και κλεινόμαστε στον εαυτό μας: το αντίδοτο γι’ αυτή την απογοήτευση είναι στα εφόδιά μας και εξαρτάται από το πόσο καλά είμαστε προετοιμασμένοι. Με τη λογοτεχνία σκάβουμε βαθιά μέσα μας, σκάβουμε το απύθμενο δικό μας άγνωστο για να σκοντάψουμε πάνω στη χαμένη διάσταση της χαμένης μας πραγματικότητας, ώστε να ανακαλύψουμε την αλήθεια του κόσμου τούτου που έχουμε ψευδαισθήσεις πως τον κατοικούμε, αλλά μας αιφνιδιάζει επειδή μας κατοικεί αυτός.
— Μιλήστε μας για τη Λιβύη και την Τρίπολη. Τι κρατάτε πιο έντονα και τι επιλέγετε να ξεχνάτε;
Είναι δύσκολο να απαντήσω αναφέροντας ό,τι έγραψα στους τέσσερις τόμους −με τον αριθμό σελίδων του πρώτου τόμου να ξεπερνά τις πεντακόσιες– των απομνημονευμάτων μου με τίτλο «Αντούς αλ σούρα». Όχι βέβαια μόνο γι’ αυτόν το λόγο αλλά και επειδή αυτό που έζησα στη Λιβύη δεν μπορεί να συγκριθεί χρονικά ή όσον αφορά τον πλούτο των εμπειριών με αυτό που έζησα σε χώρες όπως η Σοβιετική Ρωσία (1970-1977), η Πολωνία (1978-1987), έπειτα η Ρωσία πάλι (1987-1993), η Ελβετία (1993-2012), τέλος η Ισπανία (2012-2017). Ίσως εκείνο που είναι εκπληκτικό στη φύση της μνήμης είναι ότι αυτή μας προδίδει και δεν μας δίνει όλα όσα διαθέτει αλλά μας θυμίζει πράγματα που θέλουμε εμείς να διώξουμε. Έτσι, μετά τη μετανάστευσή μας από την έρημο το 1958 εξαιτίας της θεομηνίας από την ξηρασία που προκάλεσε η γαλλική πυρηνική έκρηξη, αράξαμε στις οάσεις της νότιας Λιβύης. Εγώ τότε ήμουν δέκα ετών και βρέθηκα σε μια τάξη όπου ο δάσκαλος μιλούσε μια γλώσσα από την οποία δεν καταλάβαινα ούτε ένα γράμμα και στην αρχή με μεταχειριζόταν σαν έναν ανόητο μαθητή, καθώς δεν φανταζόταν καν ότι πιθανόν να υπήρχε κι άλλη γλώσσα στη χώρα (ακόμα και στον κόσμο όλο) εκτός από τα αραβικά που μιλούσε ο ίδιος. Βρήκα όμως εν τέλει τον τρόπο να του αλλάξω τη γνώμη του για μένα, όταν κατάφερα να τελειώσω πρώτος το σχολικό έτος, παρά τη γλώσσα που εκείνος ο φτωχός αγνοούσε ότι ήταν ξένη. Η γλώσσα μου, την ύπαρξη της οποίας ο δάσκαλος αρνιόταν να αναγνωρίσει, ήταν η αρχαία λιβυκή. Γι’ αυτό, λοιπόν, μπορώ να πω ότι αυτό που με πληγώνει περισσότερο σε όλη αυτή την ιστορία είναι η τάση να μην αναγνωρίζεις τον έτερο. Κι αυτό πάλι που με χαροποιεί πάνω απ’ όλα στη Λιβύη είναι η ύπαρξη της ερήμου εντός της.
Η λογοτεχνία είναι χρήσιμη και επαρκής όταν μας μαθαίνει σε βάθος χρόνου να αγαπάμε την πραγματικότητα,την ουσία των πραγμάτων και να επιδιώκουμε να τη διεκδικούμε παρά το ότι ο δρόμος για την κατάκτησή της είναι στρωμένος με αίμα.
— Το θρήσκευμα των Τουαρέγκ είναι το σουνιτικό Ισλάμ. Πώς σχολιάζετε τις τρομοκρατικές επιθέσεις; Πιστεύετε ότι βρισκόμαστε σε μια νέα σύγκρουση πολιτισμών; Είναι στ’ αλήθεια μια σύγκρουση πολιτισμών, όπως περιγράφετε, ή είναι μια σύγκρουση ενδοπολιτισμική, αυτού του πολιτισμού δηλαδή με τον εαυτό του;
Η πείρα μάς δίδαξε ότι ο πολιτισμός δεν αντιπαλεύει άλλους πολιτισμούς έξω απ’ τον ίδιο παρά μόνο όταν προσπαθεί να αποβάλλει την κρίση που αναφλέγεται εντός του. Η σύγκρουση με τον κόσμο εδώ παρομοιάζεται με ένα ηφαίστειο που έχει φτάσει στα πρόθυρα της έκρηξης και πλημμυρίζει με τη λάβα του τον εξωτερικό χώρο σε μια προσπάθεια να παρατείνει την κυριαρχία του και να προφυλαχτεί από το έμβρυο της επανάστασης που αναπτύσσεται στα σπλάχνα του. Η κρίση του ιουδαϊσμού τελείωσε με τη γέννηση του χριστιανισμού ύστερα από δεκαπέντε περίπου αιώνες και η κρίση του χριστιανισμού στέφθηκε από τη γέννηση του προτεσταντισμού, άλλους δεκαπέντε αιώνες μετά. Το Ισλάμ, στις μέρες μας, υφίσταται κι αυτό τους πόνους του τοκετού μετά από δεκαπέντε επίσης αιώνες, σαν όνειρο που θα το σώσει από τις αποκαλυπτικές θρησκείες, όμηρος αυτού του μαγικού αριθμού (των δεκαπέντε αιώνων), για να απελευθερώσει με τη σειρά του μια θρησκεία που έχει πια μετατραπεί σε μικρή ιεροτελεστία και απαιτεί μια επανάσταση για να ανακτήσουμε τον Θεό από τα χέρια των μονοπωλιακών υπηρετών Του, οι οποίοι έχουν σχεδόν πνίξει την αναπνοή του Θεού από την υπερβολή των εγκωμίων τους για την αγάπη Του σύμφωνα με το γράμμα της θρησκείας, αγνοώντας την αθάνατη προειδοποίηση που αναφέρεται στην εντολή του Αποστόλου Παύλου: «Το γαργράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί». Μπορώ, λοιπόν, να πω ότι το Ισλάμ ζει στην ακμή του πάθους του με αυτό το θνητό γράμμα που σκοτώνει, αυτό που είναι φυσιολογικό να προκύπτει στην ερμηνευτική αιχμή της δοκιμασίας του, όπου άνθρωποι απολαμβάνουν να δολοφονούν, ενώ άλλοι μπαίνουν στον πειρασμό να αυτοκτονήσουν κατά τη συνήθεια των Σασσανιδών, ώστε να μετατρέψουν τον θάνατο σε μια πρακτική θρησκευτικής τελετουργίας, όπως η προσευχή. Και πραγματικά, η γέννηση είναι οδυνηρή για το έμβρυο που ονομάζεται «σωτηρία», που αναφλέγεται στο βάθος όπως ένα ηφαίστειο και για να γλιτώσει από τους πόνους του ποθητού τοκετού η δύστυχη μητέρα παραπαίει, χώνοντας τα νύχια της στα πρόσωπα ώστε να τραυματίσει με την τρέλα της ακόμα και τους ξένους.
— Ποια είναι η γνώμη σας για τον Καντάφι που βρέθηκε να κυβερνά τη χώρα πολλές δεκαετίες;
Αν ο Σενέκας διακηρύττει ότι ο σοφός δεν πρέπει να παρακαλεί τον κυβερνήτη παρά μόνο για να τον αφήνει ήσυχο, τότε ο Καντάφι δεν διασφάλισε ούτε αυτό για μένα, πράγμα που είχε ακριβώς γίνει με τον Νέρωνα για τον Σενέκα − δηλαδή καθόλου δεν τον βοήθησε το ότι ήταν δάσκαλός του. Επομένως, δεν μπορώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον μηχανισμό ασφαλείας του Καντάφι που έκανε τα πάντα για να με ρίξει στη φυλακή, ενώ χρωστάω πολλά στη μοίρα μου που σώθηκα. Όσο για τον ίδιο τον Καντάφι, του οφείλω πολλά. Τη μέρα που ο Χαουάρι Μπουμεντιέν, πρώην Πρόεδρος της Αλγερίας, επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο του, το έτος 1976, δεν του ζήτησε να απαλλαγεί από μένα. Η παρουσία μου απειλούσε τότε την ύπαρξη του αραβισμού στη Βόρεια Αφρική. Ο Καντάφι είχε διαβάσει ένα από τα βιβλία μου που είχε εκδοθεί το 1970 και απαγορεύτηκε στη Λιβύη, όπως επίσης απαγορεύτηκαν και όλα τα υπόλοιπα βιβλία μου από την ημερομηνία αυτή μέχρι την ημέρα που ήρθε το τέλος του. Και δεν ρίχνω το φταίξιμο στο μηχανισμό ασφαλείας για τη δίωξή μου, επειδή είχε κληρονομήσει από το καθεστώς του Καντάφι την εχθρότητα στο πρόσωπό μου για να την κληροδοτήσει με τη σειρά του στο καθεστώς του πολιτικού Ισλάμ που κυβερνά σήμερα τη Λιβύη. Πράγμα που σημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα που θα κάνει ανακωχή με τους δημιουργούς δεν υπήρχε στο παρελθόν και δεν θα υπάρξει ποτέ στο μέλλον. Το μοναδικό τέχνασμα για να κερδίσει ο δημιουργός την εύνοια των πολιτικών καθεστώτων σχετικά με τη δημιουργία του είναι να πεθάνει! Προσωπικά, αν είχα για πάντα σταματήσει να είμαι αντίθετος με τον πυρετό της πολιτικοποίησης, της κυρίαρχης πάνω στην αραβική λογοτεχνία, τότε η εξουσία θα με συγκινούσε όχι στο πολιτικό της μέρος αλλά στη μεταφυσική της πλευρά και ο οπαδός της θα κέντριζε το ενδιαφέρον μου μόνο για να ακούσω την άρρωστη μανία του, είτε στην παράλογη ματαιοδοξία είτε στη μεγάλη του φαντασίατη μηδενιστική. Αυτό κάνω κι εγώ στο μυθιστόρημά μου «Αλ ουάραμ» (μετάφραση στα ελληνικά: το οίδημα) που εκδόθηκε στα γερμανικά δύο χρόνια πριν από το ξέσπασμα αυτού που ονομάζουμε Αραβική Άνοιξη. Το έργο μου ήταν σαν προφητεία για εκείνη τη δήθεν Άνοιξη και οι Γερμανοί κριτικοί το θεώρησαν, αφού το διάβασαν μεταφρασμένο, τη μεγαλύτερη καταδίκη της εξουσίας που έχει γραφτεί ποτέ, καθώς φωτίζεται από το πνεύμα της μυθολογίας και όχι με το γράμμα της ιδεολογίας που έχει γίνει το είδωλο των μίζερων καιρών μας, ιδιαίτερα στον αραβικό κόσμο.
— Ποιες είναι οι λογοτεχνικές σας επιρροές;
Χαμένη πατρίδα. Χαμένη ταυτότητα. Χαμένη μνήμη. Χαμένη γλώσσα. Χαμένη αλήθεια. Όταν αντιλαμβάνεσαι από πολύ νωρίς τον δεσμό με όλον αυτό τον ξεχασμένο πλούτο, αυτόν που κάποιοι ήθελαν να ξεχαστεί, μήπως δεν αρκεί η ιδέα και μόνο πως πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να σώσουμε ό,τι είναι δυνατόν να σωθεί, να ζητήσουμε βοήθεια για να ανακτήσουμε εκείνο το μεγάλο ανθρώπινο λάφυρο από τις δαγκάνες της λήθης; Άραγε υπάρχει θυσία ευγενέστερη της θυσίας για τη σωτηρία ενός αρχαίου έθνους που εξαφανίζεται μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, χωρίς αυτός ο κόσμος να κάνει κάτι για να το σώσει, μένοντας απλός θεατής, συμβάλλοντας μάλιστα στην εξόντωσή του; Θέλω να με πιστέψετε όταν σας λέω ότι αυτή είναι η εμμονή που με συνοδεύει από την παιδική μου ηλικία και θα φωνάξω την ευτυχία μου ότι εγώ θα ξεπληρώσω αυτό το χρέος, προτού εγκαταλείψω τον κόσμο τούτο.
— Ποια θεωρείτε ότι είναι η αξία της μνήμης;
Μέχρι σήμερα έχω γράψει 83 έργα, στην πλειονότητά τους μεταφρασμένα στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Αυτό είναι από μόνο του ένας έπαινος για την αλήθεια της μνήμης, καθώς αποτελεί την αναβίωση της ανθρώπινης κληρονομιάς της ξεχασμένης με τη βοήθεια μιας άλλης μνήμης, που την έχει κρύψει η κυριολεκτική έννοια της μνήμης. Αυτή είναι η ενορατική μνήμη, όπου ενυπάρχουν τα εφόδια τα πιο απρόσιτα που ο χρόνος προσπάθησε να τα καταχραστεί, αλλά τα έχουμε εξαγάγει από τον βυθό της ενόρασης. Κι αυτό είναι πραγματικός ηρωισμός, τα μυστικά του οποίου δεν είναι της παρούσης.
— Τι γνωρίζετε για την Ελλάδα; Έχετε έρθει ποτέ στη χώρα μας; Διαβάζοντας το βιβλίο είδα ότι έχετε δανειστεί στοιχεία από τους Έλληνες κλασικούς.
Βέβαια! Όταν έκανα το προσκύνημα στην «Κάαμπα της Σοφίας», δηλαδή την Ελλάδα, και δύο φορές προσκύνησα στο ιερό του Ολύμπου, τη δεκαετία του ’70, τον περασμένο αιώνα. Το σημαντικότερο προσκύνημα όμως έγινε στην κίμπλα (κίμπλα είναι η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να προσεύχεται ένας Μουσουλμάνος και έχει οριστεί ως η Κάαμπα στη Μέκκα) των αιώνων, την Ελλάδα, που με συνόδευε πάντα μέσα από τα ευαγγέλια των προγόνωνσας που υπηρέτησαν την αλήθεια, ώσπου έγιναν της ζωής μου φυλαχτά που με προστατεύουν από τα δεινά αυτού του κόσμου – αρχής γενομένης από τον Όμηρο και καταλήγοντας στον Πλούταρχο, περνώντας βέβαια από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Ηρόδοτο, τον Επίκουρο, τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Διαβαίνοντας τη σύγχρονη λογοτεχνία σας, επισημαίνω τον Νίκο Καζαντζάκη. Από αυτούς γυρεύω βοήθεια, κάθε φορά, στις λύπες μου, καθώς είμαι πεπεισμένος ότι πρόκειται για δικούς μου ανθρώπους με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά. Δεν είναι τυχαίο που το τελευταίο μου μυθιστόρημα, το οποίο τελείωσε πριν από λίγες μέρες και φέρει τον τίτλο «Σιλφιούμ», μιλά για την ίδρυση της Κυρήνης από τους Έλληνες στις ακτές της ανατολικής Λιβύης, εκεί όπου καρποφόρησε το μυθικό φυτό σιλφιούμ, το οποίο εξαφανίστηκε από τη Λιβύη τον 3ο αιώνα π.Χ.
— Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την ιστορία ανάμεσα στον Ουχαγιάντ και την καθαρόαιμη Μάχρι καμήλα. Μπορεί να υπάρξει η ανιδιοτελής αγάπη;
Και μήπως είναι αληθινή η αγάπη χωρίς αυταπάρνηση και αποδοχή της γέννησής της στον άλλον; Η αγάπη είναι πάντα ένας θάνατος με κάποιον τρόπο, ο αγαπημένος δεν προσεγγίζεται παρά μόνο στον θάνατο. Γι’ αυτό η θυσία ήταν ένα σύμβολο σε κάθε ιστορία αγάπης. Έτσι, αν η σοφία των Τουαρέγκ λέει «αν θέλεις τη δόξα, πρέπει να πεθάνεις», εγώ δεν θα ντραπώ να πω «αν θέλεις να ζήσεις αθάνατος για πάντα, πρέπει να πεθάνεις μια φορά από αγάπη!»
— «Μόνο στον θάνατο ζωή για τους ερωτευμένους. Δεν θα κατακτήσεις την καρδιά του αγαπημένου αν πρώτα δεν χάσεις τη δική σου» είναι τα λόγια του Πέρση ποιητή Αλ Ρουμί που χρησιμοποιήσατε. Μπορεί ο έρωτας να αποδειχτεί το ωραιότερο όνειρο αλλά και ο χειρότερος εφιάλτης;
Επιτρέψτε μου να προσθέσω στη διαθήκη που μας άφησε ο Τζαλάλ αλ Ντιν αλ Ρουμί και εκείνη του ιμάμη των σούφι που δεν υπολείπεται σε τίποτα σε σχέση με τον Ρουμί, δηλαδή του Μοχίιαλ Ντιν Ιμπν Άραμπι, ο οποίος λέει πως «η αγάπη είναι ένας μικρός θάνατος». Ο ερωτευμένος δεν αντέχει να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο καρδιές που στην πραγματικότητα μοιάζουν με δύο συμπληρωματικούς πόλους και γι’ αυτό δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους παρά μόνο στην καρδιά του αγαπημένου, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο με τον θάνατο. Κι αυτό που ονομάζετε εσείς εφιάλτη, δηλαδή το φάντασμα του θανάτου, ο σούφι μαθητής το βιώνει με τη μετενσάρκωσή του στον ερωτευμένο, ως μια σωτηρία δηλαδή: ελευθερία!
Το βιβλίο «Το Χρυσάφι και η κατάρα της ερήμου» του Ιμπραχίμ Αλ Κούνι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Ευχαριστούμε θερμά τη μεταφράστρια του βιβλίου για την πολύτιμη συμβολή της και βοήθεια στην επίτευξη της συγκεκριμένης συνέντευξης.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 25.8.2017
σχόλια