Μάνος Χατζιδάκις
Τα σχόλια του Τρίτου
Ίκαρος

Τριάντα ένα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι και τα «Σχόλια του Τρίτου», δηλαδή τα κείμενα που διάβαζε ο κορυφαίος συνθέτης από τον αέρα του Τρίτου Προγράμματος κάθε Κυριακή μεσημέρι μεταξύ Μαΐου του 1978 και Απριλίου του 1980. Διαβάζονται είτε σαν οδηγίες προς ναυτιλλομένους στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές φουρτούνες είτε σαν ένα όμορφο εξπρεσιονιστικό παιχνίδι στην καρδιά του δημόσιου χώρου. Αντίστοιχα, πάλι, έχοντας ως απαρχή την κριτική που ασκεί ο Χατζιδάκις με θαυμαστή, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, παρρησία σε προφανείς κομματικές τυφλώσεις και στον φανατισμό της πολιτικής που καταλήγει σε ένα «ορνιθοκομείο», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσε, με «κότες εύγεστες, αλλά όχι ευαίσθητες», και φτάνοντας στις αγκυλώσεις της μουσικής βιομηχανίας, το συμπέρασμα είναι σε κάθε περίπτωση το ίδιο: η θέση του στο ελληνικό σύμπαν παραμένει οδυνηρά αναντικατάστατη και ο λόγος του εξακολουθεί να είναι ελεύθερος, ωφέλιμος, ζωτικά ειρωνικός και εναργής. Ειδικά σήμερα, την εποχή των άκρων, μοιάζει απαραίτητος όσο ποτέ.
Ίσως γι’ αυτό τα σχόλιά του δίνουν την αίσθηση ότι περιγράφουν τη σημερινή κατάσταση στον δημόσιο λόγο και στα ΜΜΕ, ειδικά όταν μιλάει για όλους όσοι «περιφέρονται αυτάρεσκα σαν μύγες πάνω απ’ τα εφήμερα ερωτήματα, πιστεύοντας ακράδαντα πως γνωρίζουν τις απαντήσεις και, το χειρότερο, πιστεύοντας πως ασκούν εξουσία με το να πηγαινοέρχονται αδιάκοπα μες στις σκανδαλοθηρικές λεπτομέρειες των εντόπιων γεγονότων». Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά τα κείμενά του από τα σχόλια του Τρίτου αναπαράγονται σήμερα ως άκρως επίκαιρα, όπως αυτό για το «πρόσωπο του τέρατος» που δίνει την εντύπωση ότι περιγράφει με ακρίβεια τη σημερινή κατάσταση σε όλη την Ευρώπη: «Όποιος δεν το φοβάται, πάει να πει ότι του μοιάζει. […] Από την ώρα που ο Φρανκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται». Αλλά την ίδια στιγμή ο Χατζιδάκις θυμάται, και μας θυμίζει, ότι, πάνω απ’ όλα, είναι ποιητής, ο «Λαχειοπώλης τ’ Ουρανού», που μοιράζει «αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για δημιουργία. Κι αποφασίζω ευθύς την πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και το άπειρο».
Γιώργος Ιωάννου
Πολλαπλά Κατάγματα
Κέδρος

Ήταν 22 Σεπτέμβρη του 1980 όταν ο Γιώργος Ιωάννου, διασχίζοντας τη Στουρνάρη στο ύψος της πλατείας Εξαρχείων, χτυπήθηκε από ένα λευκό αυτοκίνητο. Έσπασε τα δυο του πόδια, αναγκάστηκε να μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο και την εμπειρία του την κατέγραψε ως μια ανάποδη ταξιδιωτική εμπειρία με «διδακτική και ψυχωφελή» αφήγηση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπότιτλος ενός από τα άγνωστα βιβλία του που έχει τον τίτλο Πολλαπλά κατάγματα και επανεκδίδεται από τον Κέδρο, όπως και άλλοι τίτλοι του κορυφαίου Θεσσαλονικιού συγγραφέα. Παρότι δεν είναι από τα πιο γνωστά αφηγήματα του Ιωάννου, το έργο αποκαλύπτει τη συγγραφική του δεινότητα, την έμφαση στην παραμικρή λεπτομέρεια αυτής της διαδρομής από τις παραμονές του ατυχήματος μέχρι τα τεκταινόμενα στο νοσοκομείο.
Θαυμαστή και η εναλλαγή των ψυχικών καταστάσεων και το περιπαικτικό εύρος των περιγραφών, ενώ εξακοντίζει λεκτικά σχήματα, μετατρέποντας ένα βιωματικό κείμενο σε λογοτεχνία – γιατί πόσα, αλήθεια, λεκτικά σχήματα μπορεί κανείς να βρει για να περιγράψει την κατάσταση της νοσοκομειακής ακηδίας; Είναι συγκινητικό το ότι από τις περιγραφές δεν λείπουν οι σπουδαίοι λογοτέχνες και ποιητές της εποχής που σπεύδουν να τον επισκεφθούν ή αναφέρεται σε αυτούς με κάποιον τρόπο, όπως ο Γιάννης Κοντός, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Μένης Κουμανταρέας, ο οποίος μάλιστα είχε περιγράψει τον καλό του φίλο και ομότεχνό του ως έναν «αργοπορημένο Βυζαντινό που γράφει για το τώρα». Ως εκ τούτου, αυτό το ευσύνοπτο και διαφορετικό για τα δεδομένα του Ιωάννου έργο μπορεί να λειτουργήσει και ως ντοκουμέντο μιας ολόκληρης εποχής, καθώς από τις περιγραφές παρελαύνουν μια σειρά από ονόματα, καταγράφονται λογοτεχνικά στέκια, ακόμα και ακούσματα (όπως το ότι άκουγε τα τραγούδια της αγαπημένης του Μαρίζας Κωχ). Κάποια χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να επισκεφθεί εκ νέου ένα νοσοκομείο για μια εγχείρηση προστάτη, αλλά μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη του στοιχίσει τη ζωή, δυο χρόνια προτού κλείσει τα εξήντα.
Αργύρης Χιόνης
Η φωνή της σιωπής
Κίχλη

Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του και η συζήτηση για τη σπουδαία, πλην όμως μη καταχωρισμένη ακόμα στην προσήκουσα θέση στο φιλολογικό σύμπαν ποίηση του Αργύρη Χιόνη μοιάζει να έχει μόλις αρχίσει. Ένας ποιητής με ακραιφνή ελληνικό χαρακτήρα που υπήρξε περιπλανώμενος στην Ευρώπη προτού επιστρέψει το 1977 για να δουλέψει αρχικά ως μεταφραστής και να αφοσιωθεί, εν τέλει, μέχρι την πρόωρη εκδημία του αποκλειστικά στη γη, την οποία καλλιεργούσε, μαζί με την ποίηση, στο μακρινό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Βγαλμένη αντίστοιχα από τη γη μοιάζει και η ποίησή του που έχει έντονη μια χθόνια και υπαρξιακή αγωνία με διαρκή αναφορά στα σκοτάδια και τα «εσωτικά τοπία», όπως ήταν και ο τίτλος της ομώνυμης συλλογής του, γιατί, όπως έγραφε, είναι «κοντή κουβέρτα η ποίηση και, κάθε που την τραβάς / για να φυλάξεις το κεφάλι σου απ’ τους εφιάλτες αυτού του κόσμου,/ στην παγωνιά αυτού του κόσμου τα πόδια σου / αφύλακτα αφήνεις».
Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι που διαπερνούσε τους στίχους του χαρακτήριζε και την πρώτη του συλλογή, τις Απόπειρες φωτός, που κυκλοφόρησε το 1966, και δέκα ακόμα ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Νεφέλη και τώρα επανακυκλοφορούν, μαζί με τα πεζά του, από τις εκδόσεις Κίχλη. Οι ίδιες εκδόσεις ανέλαβαν να κυκλοφορήσουν εκ νέου μια συγκεντρωτική έκδοση με τα ποιήματά του, εμπλουτισμένη με τις συλλογές Στο υπόγειο και Ό,τι περιγράφω με περιγράφει. Ποίηση δωματίου καθώς και με εκδοτικό σημείωμα, εκτός από την κυρίως συγκεντρωτική έκδοση, την οποία είχε προλάβει να επιμεληθεί ο ίδιος.
Χρήστος Βακαλόπουλος
Από το χάος στο χαρτί
Εστία

Είναι άκρως ευχάριστο αλλά και ωφέλιμο το γεγονός ότι οι εκδόσεις της Εστίας, εκτός από τα μυθιστορήματα του Χρήστου Βακαλόπουλου, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην επανέκδοση των βιβλίων που συνιστούν το λογοτεχνικό του εργαστήρι, όπου ξεδιπλώνονται με ακρίβεια οι πολλαπλοί αφηγηματικοί του τρόποι. Άλλωστε, ακόμα και στα μυθιστορήματά του υπάρχουν διάσπαρτοι οι ανθοί της κοινωνικής κριτικής που είχε καλλιεργήσει ο συγγραφέας, δοκιμιογράφος και στοχαστής και λάτρης του σινεμά με αυτό το ειρωνικό, δηκτικό πνεύμα που διαπερνούσε τη σκέψη του. Η επαναλαμβανόμενη, με διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο, επισήμανσή του ότι το νεοελληνικό σύμπαν, καχεκτικό και καθ’ έξιν ατελέσφορο, απλώς επέστρεφε στα αδιέξοδα που ο ίδιος είχε διαπιστώσει εξαρχής εδώ αναπτύσσεται διεξοδικά σε μια σειρά από κείμενα.
Μοντέρνος αλλά και πιστός σε ένα ενορασιακό credo, εραστής μιας προνεωτερικής εποχής χωρίς προφάσεις, απόλυτος, αλλά όχι διδακτικός, ο Βακαλόπουλος έβαλε τη δική του μοναδική σφραγίδα στο μεταπολεμικό συγγραφικό σύμπαν, διαμορφώνοντας συνωμότες, αλλά, προς τιμήν του, όχι σχολές. Στο επίκεντρο της κριτικής του τίθενται εκ νέου η τηλεόραση, η δοκησισοφία, η αβελτηρία και η αμετροέπεια του δημόσιου χώρου καθώς και η ανυπόφορη νεοελληνική πραγματικότητα. Αντιπαρατιθέμενος με αυτήν ακριβώς τη συνθήκη ο ίδιος παραδέχεται ότι φέρει αυτούσια την παπαδιαμαντική ελληνική ταυτότητα και αυτοχαρακτηρίζεται γνήσιος κληρονόμος της ελληνικής παράδοσης, αλλά δεν χαρίζει τη σκέψη του στους φανατικούς και τους θρησκόληπτους. Αίτημά του η ανασύνταξη της σκέψης γιατί, όπως έγραφε χαρακτηριστικά: «Ποτέ άλλοτε δεν πληροφορηθήκαμε τόσα πολλά για να μάθουμε τόσα λίγα, δεν μιλήσαμε απόλυτα, επιστημονικά μόνο για να μην πούμε τίποτε».
Γιάννης Κοντός
Ο χάρτης της αγάπης μου - Οι ερωτικοί στίχοι
Eισαγωγή-ανθολόγηση Αργύρης Παλούκας, Κριτική

Είναι παραπάνω από ευχάριστη η συγκυρία της ταυτόχρονης σχεδόν έκδοσης με τα Ποιήματα (1970-2010) του Γιάννη Κοντού από τις εκδόσεις Τόπος του βιβλίου Ο χάρτης της αγάπης μου με ανθολογημένους από τον Αργύρη Παλούκα ερωτικούς στίχους του αλησμόνητου ποιητή από τις εκδόσεις Κριτική. Πρόκειται για ένα μικρό, κεκοσμημένο με τη γνωστή διακριτική πινελιά του ποιητή Παλούκα έργο, μια μύχια κατάθεση ενός ανθολόγου που διαμορφώνει μια μικρή γωνιά μέριμνας και φροντίδας στην άκρη του ελληνικού ποιητικού σύμπαντος. Ποιητής και ο ίδιος, με θητεία και έντονη παρουσία στα γράμματα, διακονεί με αφοσίωση τη sotto voce πλευρά της μούσας, όχι με έντονα παρεμβατικό λόγο αλλά με ωραία σπουδή, από φόβο ίσως μην καπηλευτεί το πρωτότυπο έργο (είναι γνωστά και άπειρα τα φιλολογικά παραδείγματα). Γι’ αυτό και, όπως ομολογεί στην εισαγωγή της παρούσας έκδοσης, «αν η ανθολογία Αγάπη σαν ακολασία (Κριτική, 2016), με αποστάγματα από το σύνολο του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Χειμωνά (1936-2000), ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, τότε η παρούσα ανθολόγηση από το σύνολο του ποιητικού έργου του Γιάννη Κοντού (1943-2015) είναι δυσκολότερο».
Η συγκεκριμένη δυσκολία έγκειται, εκτός των άλλων, στην προσωπική, φιλική σχέση που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ του ποιητή και ανθρώπου του Κέδρου με τον ανθολόγο, η οποία σφραγίστηκε από το γεγονός ότι τον έχρισε κληρονόμο των πνευματικών του δικαιωμάτων των εκδοθέντων βιβλίων του. Το βαρύ αυτό καθήκον δεν αφορούσε μόνο τη μέριμνα για τις ήδη υφιστάμενες συλλογές αλλά και την ανάθεση της αποστολής του να προχωρήσει στη δημοσίευση των ανέκδοτων ποιημάτων «που υπάρχουν στο δωμάτιο μου, πάνω από το μάρμαρο της σερβάντας», όπως έγραφε χαρακτηριστικά η διαθήκη. Η αρχή έγινε με μια κίνηση αγάπης και προσωπικής συμβολής του Παλούκα στην αποκωδικοποίηση της ποίησης του Κοντού με την έκδοση των ερωτικών του στίχων, καθώς ο ανθολόγος φροντίζει να φωτίσει την «αγαπητική φύση και την τρυφερότητα» ως απαράμιλλο στοιχείο και χαρακτηριστικό της ποίησης του αλησμόνητου δημιουργού. Επιπλέον, δίνει έμφαση στο έντονα βιωματικό στοιχείο, στην απαράμιλλη σύνδεση των οριακών εμπειριών που υπεισέρχονται στους στίχους του Κοντού. Γιατί, πράγματι, όπως επισημαίνει ο Παλούκας, «στο έργο του βρίθουν συνδυασμοί που δεν συναντάμε σε άλλον ποιητή: σύννεφα που πετάνε χαλάζι στο παρελθόν, βρύσες που στάζουν σκοτάδι, ουρανοί μέσα σε ντουλάπες, ρούχα που μιλούν τη νύχτα, που χτυπάνε την πόρτα και ζητούν ψωμί, ελάφια που τρέχουν σε δάση από λέξεις [...] γυναίκες που χτενίζουν τη φωνή τους, το φως που δαγκώνει όποιον δεν γνωρίζει, φωνές με χορτάρι, ο Μαγιακόφσκι χλωρός».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.