«ΓΚΡΕΜΙΖΕΤΑΙ Ο ΦΑΕΘΩΝ στο κενό, οι φλόγες διαγουμίζουν τα μαλλιά του, ανάποδα το βάρος τον τραβά, γράφει στον ουρανό τροχιά θανάτου καθώς τις νύχτες με αστροφεγγιά κάποιος να κοιτάει ψηλά το πεφταστέρι / που μοιάζει να γλιστράει προς τη γη, μα αν έπεσε στ’ αλήθεια δεν το ξέρει», γράφει με τον δικό του υποβλητικό τρόπο ο ποιητής Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Έπρεπε να περάσουν 2.000 χρόνια από τότε που ο Φαέθων έπαιρνε την άδεια από τον θεό Ήλιο για να οδηγήσει το άρμα του, που θα καταρριπτόταν στη συνέχεια ύστερα από φωτιά που θα έπεφτε πάνω στη γη, για να διαπιστώσουμε πώς ένα ποιητικό έργο που γράφηκε μετά τον 1ο μ.Χ. αιώνα μάς προσφέρει μια άλλη ποιητική και –γιατί όχι;– συγχρόνως οικολογική ανάγνωση για την αλαζονεία της εξουσίας και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το συναρπαστικό απόσπασμα δεν τελειώνει εδώ, αφού, μετά τον θρήνο του Φαέθοντα από τις αδελφές του Ηλιάδες, τις βλέπουμε να μεταμορφώνονται σε ιτιές και να είναι η αφορμή για να αποκαλυφθεί ένα άλλο εντυπωσιακό άρμα, σαν αυτό που κάποτε έσωζε τη Μήδεια στους ουρανούς, που σέρνουν φανταχτερά παγόνια με μοναδικό οδηγό την Ήρα. Η κατάληξη θα είναι κι αυτή άλλη μια σειρά από μαγικές μεταμορφώσεις, άμεσα συνυφασμένες με μια σειρά από σύγχρονες αναγνώσεις που καθιστούν τον κορυφαίο ποιητή της λατινικής γλώσσας «αδυσώπητα» μοντέρνο.
Λέμε αδυσώπητα, γιατί αυτή η λέξη έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό κάθε φορά που ολοκληρώνεται η ανάγνωση ενός ακόμα αποσπάσματος από τις Μεταμορφώσεις, για να συνειδητοποιήσεις το σφρίγος των περιγραφών ενός ποιητή ο οποίος εξορίστηκε, διώχτηκε, θεωρήθηκε τολμηρός έως και αποσυνάγωγος, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε το δημιουργικά χαοτικό του έργο. Αποτυπώνοντας το κοσμοπολίτικο μεγαλείο του ελληνιστικού κόσμου, που αγαπούσε τους αμαρτωλούς θεούς των Αρχαίων Ελλήνων και τις περιπέτειές τους, κατάφερε μέσα από αυτό το ελευθεριακό πνεύμα, να αποτυπώσει όλο το φάσμα των αντιδράσεων θεών, ζώων και ανθρώπων. Φέροντας αυτούσια την επικούρεια σφραγίδα της αποθέωσης της φύσης, που βλέπουμε να αποτυπώνεται σε όλο το οργασμικό της κλέος μέσα από τις τοιχογραφίες στα σπίτια της Πομπηίας αλλά και το περίφημο De rerum natura του Λουκρήτιου, ήταν φυσικό ο πιστός στο ανοιχτό, ελληνιστικό πνεύμα Οβίδιος να γίνει το μαύρο πρόβατο του αυστηρού Οκταβιανού που δεν ήθελε τέτοια παιχνίδια στο άκρως οριοθετημένο και λογοκρατούμενο πολιτικό του σχέδιο. Η μεταστροφή των Ρωμαίων από τη λατρεία του Μέγα Αλέξανδρου και της ελληνιστικής ανοιχτοσύνης προς μια πιο ταυτοτική λατινοθρεμμένη ρωμαϊκή ταυτότητα εκφράζεται με πλήρη αυστηρότητα από τον Αύγουστο, τον φερόμενο Οκταβιανό, θετό γιο του Ιουλίου Καίσαρα και πρώτο αυτοκράτορα της Ρώμης. Απέναντι σε αυτόν τον αλαζονικά κυρίαρχο στο νέο imperium, η ελευθεριότητα του Οβίδιου δεν μπορεί παρά να είναι ο απόλυτος εχθρός.
Το ελευθεριακό πνεύμα του Οβίδιου συνδέεται άμεσα με διάφορα ταυτολογικά ζητήματα που αφορούν queer αναζητήσεις αλλά και το ξέφρενο ερωτικό παιχνίδι που ήταν κοινή αναφορά στον ελληνιστικό κόσμο.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί εντοπίζουν στους 12.000 εξάμετρους στίχους των Μεταμορφώσεων, ασχέτως του αν καταλήγουν αναγκαστικά στην αποθέωση του αυτοκράτορα, έναν ριζοσπαστισμό και μια σειρά από ερωτικές συνευρέσεις που ενδεχομένως συνδέονται με τα αίτια της εξορίας του, αν και λένε ότι μάλλον άλλο ήταν το έργο και τα αίτια. Πάντως, τα λεγόμενα αίτια κάθε ιστορίας στις Μεταμορφώσεις είναι από τα ουσιαστικά στοιχεία του έργου, όπως και το αλληγορικό τους σθένος, εκφράζοντας και στα δεκαπέντε βιβλία όλη αυτή την πυρακτωμένη κατάσταση του πάθους, του πανικού, της καταπληξίας, του παιχνιδιού που κρύβεται πίσω από αυτήν τη διαρκή δυναμική της μεταμόρφωσης. Στόχος του ποιητή, γράφοντας το άκρως φιλόδοξο έργο, ήταν προφανώς να ξεπεράσει τον κατεξοχήν εκφραστή του έπους στον λατινικό και ρωμαϊκό κόσμο, Βιργίλιο, και την περίφημη Αινειάδα του. Επιρροές, επίσης, καταγράφονται κυρίως από την Ιλιάδα, τα Ετεροιούμενα του Νίκανδρου, την Ορνιθογονία του Βοΐου και τις Μεταμορφώσεις του Παρθενίου. Αλλά κανείς από τους συγχρόνους του δεν κατάφερε να συλλάβει με τέτοιο πειστικό τρόπο αυτή την περίτεχνη αφηγηματική δομή που δεν βασίζεται σε κάποιο κρυφό κέντρο αλλά διέπεται από απόλυτο καλλιτεχνικό οίστρο.

Αυτό ακριβώς το μνημειώδες έργο παραδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά από έναν ουσιαστικό και ακάματο μελετητή του ρωμαϊκού κόσμου, τον Θεόδωρο Δ. Παπαγγελή (εκδόσεις Gutenberg) με εισαγωγή του ιδίου. Ο ομότιμος καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών μάς είχε χαρίσει, εκτός από τις περίοπτες μεταφράσεις και μελέτες του, μια πιο ευσύνοπτη εκδοχή των ιστοριών ή της «μυθολογικής εγκυκλοπαίδειας», όπως προτιμάει να αποκαλεί τις Μεταμορφώσεις, αλλά αυτήν τη φορά ο τεράστιος άθλος ολοκληρώνεται. Είχε, ωστόσο, υπάρξει στο παρελθόν άλλη μια μεταφραστική κατάθεση από τον γιατρό Θεόδωρο Τσοχαλή, μια επιλογή χωρίων σε έμμετρο λόγο από τον Θεόδωρο Γιαννάτο και τις εκδόσεις Δίφρος, ενώ το τρίτο και δέκατο βιβλίο του Οβίδιου είχε κυκλοφορήσει από τον Τάσο Νικολόπουλο και τις εκδόσεις Στιγμή. Έχοντας απόλυτο σεβασμό στους χαρακτηριστικούς δακτυλικούς εξάμετρους ο μεταφραστής εν προκειμένω επιλέγει ένα σχήμα που δείχνει να αντιστοιχεί στον δικό μας εκφραστικό δεκαπεντασύλλαβο που συνδέεται άμεσα με το ζωντανό σφρίγος των πάλι δικών μας δημοτικών τραγουδιών, μια βυζαντινή, εν πολλοίς, κληρονομιά με αρχαία προέλευση από τον ιαμβικό τετράμετρο. Ακόμα και οι λέξεις που επιλέγει, που μπορεί σε κάποια σημεία να φαίνονται ακραία δημοτικίζουσες, συνδέονται άμεσα με τη λαγαρή γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών αλλά και με τις πιο ζωντανές επιλογές της μαλλιαρής γλώσσας.
Άλλωστε και στην πρωτότυπη εκδοχή του οβιδιακού έπους μέσα από αυτό το μείγμα δημώδους γλώσσας και πρωτότυπων ρητορικών σχημάτων φαίνεται να μεταφέρεται αυτούσιο το πνεύμα των αρχαίων μύθων που μεταλαμπαδεύονται σε όλο τον δυτικό κόσμο με τον πιο εναργή τρόπο μέχρι σήμερα. Δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι οι αρχαιοελληνικοί μύθοι έγιναν εν τέλει γνωστοί μέσα από αυτό το έργο που εξερευνά τις πολλαπλές ταυτοτικές αναζητήσεις, τα όρια της εξουσίας, την ανάγκη της πλησμονής και τη μαγεία της έξαρσης, διαμορφώνοντας ένα οντολογικό πλαίσιο ανεξάντλητων αναφορών από το οποίο άρχισαν να αρδεύουν οι διάφορες σύγχρονες ερμηνείες. Από αυτό επομένως εμπνεύστηκαν όχι μόνο οι ακροατές του ρωμαϊκού κόσμου αλλά οι μετέπειτα αναλυτές αυτού του συστήματος που εμπλέκει από θεούς και ζώα μέχρι την ανεξάντλητη φύση και την ανόργανη ύλη. «Ο Οβίδιος δεν είναι ο μόνος που αφηγείται μύθους μεταμόρφωσης αλλά είναι ο μόνος που με τα “ζουμ” της περιγραφικής μαεστρίας του ενεργοποιεί παραστάσεις και εμπειρίες του επιταχυνόμενου 21ου αιώνα», γράφει με ακρίβεια στην εισαγωγή του ο Παπαγγελής, αναφερόμενος στον ακραία σύγχρονο χαρακτήρα των περιγραφών του ποιητή. Το ελευθεριακό του πνεύμα συνδέεται άμεσα με διάφορα ταυτολογικά ζητήματα που αφορούν είτε queer αναζητήσεις, αφού εδώ συναντάμε από τον διεμφυλικό Τειρεσία μέχρι τη μεταμόρφωση της Καινής σε Καινέα, αλλά και το ξέφρενο ερωτικό παιχνίδι που ήταν κοινή αναφορά στον ελληνιστικό κόσμο. Χαρακτηριστικός είναι ο μονόλογος με πρωταγωνίστρια την Ίφιδα, η οποία διεκδικεί τη σεξουαλική της ταυτότητα, καθώς η δύναμη που εκφράζει μπορεί, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Παπαγγελής, να παρομοιαστεί από άποψη δραστικότητας με το Boy meets girl της Άλι Σμιθ ή το Middlesex του Ευγενίδη. Αντίστοιχα, πάλι, ξεπερνώντας τους καρτεσιανούς δυισμούς και την αναγκαστική υπεροχή του σολιψιστικού σύμπαντος, ο πάντοτε επικούρειος Οβίδιος αναδεικνύει τη συμπαντική, οργανική συνέχεια του κόσμου που δεν διαχωρίζει τον άνθρωπο από το περιβάλλον του, αναδεικνύοντας ένα αρμονικό όλο. Εδώ θα είχε ενδεχομένως να προσθέσει πολλά ο Ζιλ Ντελέζ, ο οποίος είχε εντοπίσει τέτοιες φιλοσοφικές ερμηνείες στο δικό του πρωτότυπο οντολογικό σχήμα – και δεν ήταν ο μόνος.
Σε αυτό το μήκος κύματος και εντοπίζοντας αναλυτικά όλες τις σύγχρονες επιδράσεις, ο μεταφραστής καίρια επισημαίνει πως «από την άποψη αυτή οι Μεταμορφώσεις διεκδικούν scherzo ma non troppo, το κύρος μιας οντολογικής αφήγησης/ερμηνείας που εδράζεται σε ένα συνεχές ανθρώπινων όντων, θεών, ημιθέων, φυτών, ζώων, φυσικών φαινομένων, ανόργανης και οργανικής ύλης». Λειτουργώντας, επομένως, ως δεξαμενή σύγχρονων προσεγγίσεων, από την οποία αρύεται η σύγχρονη θεωρία τα δικά της εργαλεία, το έργο του Οβίδιου γίνεται εκφραστής όλων των σημερινών αναζητήσεων και προβλημάτων, εις βάρος όμως του ποιητικού του σφρίγους. Γιατί ο μέγας ποιητής δείχνει να αναζητά, μέσα από τις μεταμορφώσεις, μια νέα φόρμα που, όπως το σχήμα του νερού ή ενός αγαπημένου κορμιού, δεν εκφράζει άκαμπτη ακινησία αλλά ροή, γίγνεσθαι, ζωή. Μέσα από την αιωνιότητα της ένθεης φύσης ξεχωρίζει εκείνη η στιγμή που μπορείς να αγαπήσεις τη ζωή στην πιο τρυφερή και μύχια ομορφιά της, νιώθοντας τη λιτή ευτυχία που εκφράζει ο αέναος ρυθμός των μεταμορφώσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή την πρωτεΐκή και ρευστή ζωή ο ποιητής δεν έχει ανάγκη να βιάσει, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται στις βίαιες πράξεις των θεών, την ίδια τη μεταμόρφωση, αναγκάζοντας τους σύγχρονους ποιητές να τον μιμηθούν στη μορφή και την έκφραση. Γι’ αυτο οι ρομαντικοί δεν χρειάστηκαν, λατρεύοντας τον Οβίδιο, να σπάσουν το μέτρο για να αποτυπώσουν τη μελωδία του γίγνεσθαι, αποτίοντας για πάντα φόρο τιμής στον ποιητή που, σημειωτέον, έσπευσε πρώτος να καταστρέψει το έργο του, το οποίο σώθηκε μέσα από αντίγραφα. Και εκείνος έμεινε να αγναντεύει για πάντα, με αντίστοιχα ρομαντικό τρόπο, όπως φαίνεται από το άγαλμα που στήθηκε στον τόπο εξορίας του, τη γη του Εύξεινου Πόντου, τη Μαύρη Θάλασσα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.