Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Αυτό που επιθυμούσε πάνω απ’ όλα ο Μπουνιουέλ, επιθυμία αδιαπραγμάτευτη και ανέφικτη, ήταν να μεταμορφώσει τον κόσμο και να αλλάξει τη ζωή. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image
0

Έχοντας ως οδηγό τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, τόσο ως προς τον πικαρέσκο τρόπο αφήγησης όσο και ως στάσης ζωής, ο Λουίς Μπουνιουέλ είχε πολλούς λόγους να ταυτίζεται νοερά με τον δημιουργό του κορυφαίου ίσως έργου της χώρας του. Γόνος και αυτός αστικής οικογένειας, έμελλε να καταστεί μάρτυρας και ρέκτης της ανακάλυψης του σύγχρονου κινηματογράφου, βιώνοντας όλες τις μεταβάσεις από τον βωβό στον ομιλούντα και από την πρωτοπορία στην άνθηση του Χόλιγουντ.

Όλες αυτές τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του περασμένου αιώνα ο Μπουνιουέλ τις έζησε άλλοτε με τεράστιο πόνο, βλέποντας καλούς του φίλους, όπως ο Λόρκα, να δολοφονούνται σε έναν αιματηρό εμφύλιο άλλοτε με περιέργεια, πάντοτε, όμως, με την πεποίθηση ότι δεν είναι τα μεγάλα γεγονότα που διαμορφώνουν τη μαγεία της ζωής αλλά οι αλλόκοτες, φευγαλέες λεπτομέρειες που «είναι βαρετές, το ξέρω. Αν όμως θες να δοκιμάσεις ν’ ακολουθήσεις βήμα-βήμα το συντυχιακό μονοπάτι μιας ζωής, να δεις από πού έρχεται αυτή η ζωή και προς τα πού οδεύει, πώς θα ξεχωρίσεις το περιττό από το ουσιώδες;».

Για τον σπουδαίο Ισπανό δημιουργό και διαρκή αποσυνάγωγο οι μικρές ψηφίδες της πολύπλοκης και πολύχρωμης αυτοβιογραφίας του είναι συνώνυμες με το αλλόκοτο βλέμμα του καλλιτέχνη που μπορεί να ξεχωρίζει αυτό που πάντοτε διαφεύγει και μας ξεπερνά, ακόμα και το πιο ασήμαντο.

Πέρα από τις διακρίσεις και τα βραβεία, τα οποία σκόπιμα δεν αναφέρει καν στο βιβλίο, αυτό που τον απασχολούσε είναι η ποιητική αίσθηση που του έμεινε από ένα διαφορετικό κυνήγι της ζωής, η δίψα για το διαφορετικό και το απρόβλεπτο.

Γι’ αυτό ακριβώς στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Η τελευταία μου πνοή που επανακυκλοφόρησε σε νέα, υποδειγματική μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή από τις εκδόσεις Δώμα η αφήγηση για τη σπουδαιότητα των μπαρ και ενός καλού ντράι μαρτίνι –ναι, δίνει και συνταγή!– καταλαμβάνει έκταση αντίστοιχη με αυτή των αιματηρών γεγονότων του Εμφυλίου.

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ:
Λουίς Μπουνιούελ,
Η τελευταία μου πνοή, Μτφρ.: Θάνος Σαμαρτζής, Εκδόσεις Δώμα

Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς, κατά τη γνώμη του, δεν έγινε σοφότερος από τα σκληρά γεγονότα της Ιστορίας και ότι οι απανωτοί πόλεμοι, τους οποίους ο Ισπανός σκηνοθέτης έζησε από πρώτο χέρι, τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση δεν έχει προοδεύσει και στη βάσιμη υποψία ότι κανένα στρατόπεδο δεν μοιράστηκε ποτέ σε καλούς και κακούς· ίσως γι’ αυτό δεν αγάπησε τις κομματικές αγκυλώσεις και τα αμερικανικά κινηματογραφικά σενάρια.

Παρότι περιγράφει με τρόπο συναρπαστικό την ενεργή εμπλοκή του στην αντίσταση στη νότια Γαλλία και στο Παρίσι, όπου κατάφερε, ενεργώντας ως κατάσκοπος, να γλιτώσει πολλούς αντιστασιακούς και να διευκολύνει την άφιξη στην Ισπανία δημοκρατών καλλιτεχνών και συγγραφέων, όπως ο Χέμινγουεϊ, ο Ντος Πάσος και ο Γιόρινς Ίβενς, δεν αρνείται τα εγκλήματα και τις προδοσίες απ’ όλες τις πλευρές του πολιτικού τόξου.

Απλώς, συμπερασματικά, καταλήγει πως «ο πλούτος και η μόρφωση που χαρακτήριζαν την άλλη πλευρά, την πλευρά των φρανκιστών, θα έπρεπε να είχαν περιορίσει την έκταση της φρικωδίας. Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Το αντίθετο. Και γι’ αυτό, μόνος μπροστά στο ντράι μαρτίνι μου, αμφιβάλλω για τις ευεργετικές συνέπειες του χρήματος και της μόρφωσης».

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Ο Μπουνιουέλ μπορεί να έβρισκε μελό το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η Ωραία της Ημέρας, αλλά την προσάρμοσε στα δικά του μέτρα. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Άλλωστε, σε έναν τέτοιο κυκεώνα βίας οι ρόλοι θύματος και θύτη είναι πάντα περιπλεγμένοι, εξού και ότι, παρότι πολέμιος των ναζί, αρνείται, όπως λέει, να δει ως απόλυτο δαίμονα τον Φράνκο, πρεσβεύοντας ότι μάλλον ήταν καλύτερος για την Ισπανία από τον Χίτλερ. Αντίστοιχα, πάλι, παρότι δεν μπορεί να ξεπεράσει την άμεση σύνδεση του άλλοτε στενού του φίλου και συνεργάτη Σαλβαδόρ Νταλί με τους φασίστες και τους φαλαγγίτες, είναι η προσωπική προδοσία που αφορούσε ένα μοιραίο περιστατικό στην Αμερική που τον έκανε να τον ξεγράψει από φίλο του και να μη θελήσει να πιει εκείνη την τελευταία σαμπάνια μαζί του.

Παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται την ύψιστη ευφυΐα του ως καλλιτέχνη και τη μαγική αίσθηση της φαντασίας που τον έχρισε μοναδικό συνοδοιπόρο του στον Ανδαλουσιανό σκύλο. Αλλά αυτόν που δείχνει να αγαπάει πραγματικά απ’ όλους τους αλλοτινούς φίλους είναι ο Λόρκα: «Απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα που συνάντησα στη ζωή μου ο Φεδερίκο κατέχει την πρώτη θέση. Δεν αναφέρομαι ούτε στο θέατρό του ούτε στην ποίησή του, αναφέρομαι στον ίδιο. Το αριστούργημα ήταν αυτός. Μου φαίνεται δύσκολο ακόμη και να φανταστώ κάποιον συγκρίσιμο άνθρωπο. Είτε καθόταν στο πιάνο για να μιμηθεί τον Σοπέν είτε αυτοσχεδίαζε μια παντομίμα, μια σύντομη θεατρική σκηνή, ήταν ακαταμάχητος. Ό,τι και να διάβαζε, από τα χείλη του ανάβλυζε πάντα μια ομορφιά. Είχε πάθος, χαρά, νιότη. Ήταν σαν φλόγα».

Ωστόσο, δεν του ήταν ποτέ εύκολο να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητα του φίλου του, παρότι, όπως ομολογεί, είχε νιώσει ως έφηβος έλξη και για τα δύο φύλα. Αποκαλύπτει, μάλιστα, μεταξύ διαφόρων ανομημάτων, ότι είχε υπάρξει άδικος απέναντι σε ομοφυλόφιλους φίλους του, έχοντας εμπλακεί σε μπούλινγκ, επειδή έτσι επέβαλε ο σκληρός, άγραφος νόμος της εποχής του. Στο τέλος, όμως, του βιβλίου επιτίθεται με δριμύτητα στον μεσογειακού τύπου ματσίσμο, που τον είδε σε όλη του την επιθετική βεβαιότητα στο Μεξικό, όπου έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του.

Δεν κρύβει ότι υιοθέτησε πολλές κακές συμπεριφορές και «συνήθειες» και ότι υπήρξε συχνός επισκέπτης των πορνείων, διατηρώντας ωστόσο μια παράξενη, πλατωνική σχέση με τις γυναίκες – τρομερή η σκηνή με τις σουρεαλιστικές συζητήσεις που ανέπτυσσε με τις σεξεργάτριες, τις οποίες βοηθούσε μέσω της ύπνωσης.

Η δραματοποίηση του έρωτα μάλλον σχετιζόταν με το ανέφικτο ερωτικό στοιχείο που βίωνε από μικρός, το οποίο αντιστάθμιζε μετατρέποντας κάθε δραματική, προσωπική ιστορία, περίπου σαν τις ταινίες του, σε κωμικό ενσταντανέ. Έτσι, ένα αποτυχημένο όργιο με κοπέλες και τον Τσάρλι Τσάπλιν έδωσε την αφορμή για μια κωμική αφήγηση, όπως και οι πολλαπλές ερωτικές αρνήσεις που γνώρισε στη ζωή του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ομολογεί πως λατρεύει τον Φελίνι, αλλά αντιπαθεί την κυριολεξία της μελοδραματικής αφήγησης ή της στρατευμένης τέχνης – έναν τέτοιο συνδυασμό βλέπει στο Όσο υπάρχουν άνθρωποι. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο των ταινιών του, δουλεύοντας ή επιβλέποντας τα ούτως ή άλλως σουρεαλιστικά σενάριά του. Μπορεί να έβρισκε, για παράδειγμα, μελό το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η Ωραία της Ημέρας, αλλά την προσάρμοσε στα δικά του μέτρα. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι προτίμησε να ακυρώσει πολλές συνεργασίες και παράδοξες προτάσεις, ακόμα και σε περιόδους που είχε βρεθεί εντελώς χωρίς δουλειά. Αρνήθηκε, όπως λέει, κάποια στιγμή να παίξει τον εαυτό του στον Νευρικό εραστή του Γούντι Άλεν, μια ταινία που δεν του άρεσε καθόλου.

Επίσης, δεν δείχνει να αποκλείει καλλιτεχνικά ή πολιτικά ρεύματα, παρότι δηλώνει, για παράδειγμα, καχύποπτος απέναντι στις χαοτικές προθέσεις των στρατευμένων κινημάτων ή τον Μάη του ’68. Δεν αρνείται ότι έτρεφε μεγάλες αυταπάτες όσον αφορά τον Κομμουνισμό που υποστήριζε εξαρχής, αρνούμενος την πραγματικότητα όπως είχε διαμορφωθεί στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τις αγαθές προθέσεις των σουρεαλιστών φίλων του.

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Σε κάθε περίπτωση, προσπαθούσε να παραμένει πιστός στις αρχές όχι ενός κομματικού ντετερμινισμού αλλά της τυχαιότητας «που χωρίς να εκμηδενίζεται ποτέ, ολοζώντανη και απρόβλεπτη, παλεύει να συμφιλιωθεί με την κοινωνική αναγκαιότητα», ομολογώντας πως «εφόσον είμαστε τέκνα της τύχης, η γη και το σύμπαν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς εμάς μέχρι το τέλος του χρόνου».

Η άρνησή του να συνδεθεί με στερεοτυπικές ιδέες, μένοντας πιστός σε ένα μεγαλεπήβολο όραμα, προφανώς σχετιζόταν με την ανάγκη για ελεύθερη και πάντοτε δημιουργική έκφραση ακόμα και πέρα από την τέχνη, σαν ένα περίεργο μείγμα μυστικού βιταλισμού. Εξού και ο λόγος που συντάχθηκε με το σουρεαλιστικό κίνημα ήταν ακριβώς επειδή «ελάχιστα τον ενδιέφερε να λάβει τιμητική θέση στην ιστορία της λογοτεχνίας ή της ζωγραφικής. Αυτό που επιθυμούσε, πάνω απ’ όλα, επιθυμία αδιαπραγμάτευτη και ανέφικτη ήταν να μεταμορφώσει τον κόσμο και να αλλάξει τη ζωή». Το επιχείρησε, άλλωστε, και ο ίδιος το σινεμά του, με την προκλητικά πρωτότυπη Χρυσή Εποχή και τη Βιριδιάνα του, την πολιτικά σατιρική Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, τους εμβληματικούς Λος Ολβιδάδος και, φυσικά, με το κύκνειο άσμα του, το Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου.

Αλλά, πέρα από τις διακρίσεις και τα βραβεία, τα οποία σκόπιμα δεν αναφέρει καν στο βιβλίο, αυτό που τον απασχολούσε είναι η ποιητική αίσθηση που του έμεινε από ένα διαφορετικό κυνήγι της ζωής, η δίψα για το διαφορετικό και το απρόβλεπτο. Αυτή η φαντασιακή αναζήτηση του ανέφικτου, ένας ερωτικός πόθος που διαπερνούσε κάθε του κίνηση, τον κάνει να συγκρατεί κάπως αποσπασματικά τις εικόνες από τη ζωής του, υιοθετώντας αντίστοιχες παρεκτροπές στην αφήγηση.

Αναπολεί έτσι με νοσταλγία τις νύχτες στο Λος Άντζελες, τις μυρωδιές από το Λόρελ Κάνιον αλλά και από το χώμα στο χωριό του στις Καντάκες Αραγονίας, τις βραδινές κουβέντες με τον Λόρκα και τον Νταλί στη Φοιτητική Εστία της Μαδρίτης, το ιταλικό εστιατόριο στην Αμερική όπου έπινε κρυφά αλκοόλ σε φλιτζανάκια του καφέ και τις συναντήσεις με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ στο σπίτι του στην Καλιφόρνια(!), όπου είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά διάφορα είδωλά του, όπως ο Αϊζενστάιν.

Στη Νέα Υόρκη πέρασε δύσκολα, πάντως, ειδικά όταν βρέθηκε χωρίς δουλειά αμέσως μετά τον πόλεμο. Θα αναγκαζόταν να κάνει έξτρα μεροκάματα στην κουζίνα ενός ξενοδοχείου, αν δεν τύχαινε ένας χορηγός να του εξασφαλίσει θέση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Στη Νέα Υόρκη είχε, επίσης, την τύχη να ξαναβρεθεί με φίλους όπως ο Σεντ Εξιπερί και ο Κλοντ Λεβί-Στρος.

Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά Facebook Twitter
Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα της ταινίας Belle de Jour (1967) με την Κατρίν Ντενέβ και τον Ζαν Σορέλ. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image

Από τις σκόρπιες αναμνήσεις ξεχωρίζουν καίριες στιγμές, π.χ. τότε που είδε τον παλιό του συνεργάτη Ζακ Πρεβέρ να περιμένει στην ουρά για να βγάλει εισιτήριο και δεν του μίλησε, οι εφηβικές του αναμνήσεις, που είναι πολύ πιο έντονες από τις ένδοξες στιγμές, οι αποτυχημένες επιχειρηματικές του προσπάθειες, όπως το άνοιγμα καμπαρέ στην μπουλβάρ Ρασπάιγ (ευτυχώς, αρνήθηκε να τον χρηματοδοτήσει η μητέρα του), οι αμέτρητες συναντήσεις σε εστιατόρια και μπαρ ως απόδειξη ότι αυτό που αξίζει τελικά στη ζωή είναι οι μεθυσμένες συζητήσεις με φίλους.

Γι’ αυτό και από τις πιο συγκινητικές στιγμές του βιβλίου είναι όταν εκείνος, ένας αμετάπειστα άθεος και εραστής της βλασφημίας, συγκινείται από το Άσμα Ασμάτων και τη Σοφία Σολομώντος, παραθέτοντας το παρακάτω απόσπασμα ως στιγμή υψηλής ποίησης: «Ας γεμίσουμε με εκλεκτό κρασί κι αρώματα, κι ας μην αφήσουμε το άνθος του καιρού να μας προσπεράσει. Ας στεφανωθούμε με ροδοπέταλα προτού μαραθούν. Κανένας να μη μείνει έξω από το γλέντι μας: κι ας αφήσουμε παντού σημάδια της χαράς μας: γιατί αυτό είναι το μερτικό μας, κι αυτός είναι ο κλήρος μας», γράφουν οι τελευταίοι στίχοι από το θρησκευτικό αυτό κείμενο. Θαρρεί κανείς ότι αυτή είναι η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη και προτροπή που άφησε ο Μπουνιουέλ ή, όπως θα έλεγε ο αγαπημένος του ποιητής: «Μεθάτε αδιάκοπα. Από κρασί, ποίηση ή από αρετή, απ’ ό,τι προτιμάτε».

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ 

To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι και οι διαζευγμένοι και οι ομοφυλόφιλοι και τα τρανς άτομα»

Βιβλίο / «Στην Εκκλησία είναι ευπρόσδεκτοι και οι διαζευγμένοι και οι ομοφυλόφιλοι και τα τρανς άτομα»

Στην αυτοβιογραφία του ο Πάπας Φραγκίσκος αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια, στους πειρασμούς, στον Αλέξη Τσίπρα, στο ποδόσφαιρο αλλά και στις ταινίες και τα βιβλία που τον καθόρισαν. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Yellowface»: «Κλέφτες» συγγραφείς, τα άπλυτα της εκδοτικής βιομηχανίας και τα προσωπεία στον δρόμο προς τη δόξα

Βιβλίο / Ένα μυθιστόρημα για τα «άπλυτα» και τα μυστικά της εκδοτικής βιομηχανίας

Το «Yellowface» της Ρεμπέκα Κουάνγκ είναι μια καυστική σάτιρα της εποχής μας που, πέρα από τα κακώς κείμενα στην εκδοτική βιομηχανία, σχολιάζει και ασκεί κριτική και σε άλλες όψεις της σύγχρονης ζωής, όπως η cancel culture, οι υπερβολές της πολιτικής ορθότητας, το hate speech στο ίντερνετ, η δολοφονία χαρακτήρων, το πώς κατασκευάζονται και προωθούνται συγκεκριμένα αφηγήματα και φαλκιδεύεται η αλήθεια.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Όταν τα «υποψιασμένα κορμιά» κυριαρχούσαν στους ομοφυλόφιλους έρωτες 

Βιβλίο / Όταν τα «υποψιασμένα κορμιά» κυριαρχούσαν στους ομοφυλόφιλους έρωτες 

Η κυκλοφορία του βιβλίου-ντοκουμέντου «Ανδρικές ομοερωτικές σχέσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα» πυροδότησε μια συζήτηση με τον Κώστα Γιαννακόπουλο για έναν «αλλιώτικο» έρωτα, που παρέμενε ισχυρός ακόμα και σε καιρούς όπου κανείς δεν τολμούσε να προφέρει το όνομά του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Βιβλίο / Ποιοι ήταν στ' αλήθεια οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες;

Η πανεπιστημιακός και «celebrity historian» Μαίρη Μπίαρντ αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, αποκαλύπτοντας άγνωστες λεπτομέρειες – όπως ότι ο Νέρωνας, που έχει μείνει στην ιστορία ως πυρομανής και μεγαλομανής, ήταν επίσης ριζοσπάστης φιλότεχνος.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πάτρικ Λι Φέρμορ «Η εποχή της δωρεάς»

Το πίσω ράφι / Το «χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι» που εξελίχθηκε σε ρομαντικό ταξιδιωτικό συγγραφέα

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ και το συναρπαστικό χρονικό της νεανικής του περιπλάνησης στην Ευρώπη, πριν αρχίσει να ακούει στο όνομα «Μιχάλης» στην Κρήτη και «Παντελής» στη Μάνη, προτού γίνει ο «ξένος» που διαφήμισε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM