ΡΑΣΤΩΝΗ: Όσο κι αν πασχίζουν οι σκοτεινές δυνάμεις να μας πείσουν περί του αντιθέτου, ας συνεχίσουμε να αποστρεφόμαστε έναν πολιτισμό, κυρίαρχο άρωμα του οποίου είναι ο ιδρώτας και πανίσχυρο τοτέμ και ξόανό του είναι η χυδαία εργασία.
Για όσους χρειάζονται περαιτέρω θεωρητική στήριξη προκειμένου να ραχατεύουν ασύστολα και να είναι τεμπέληδες σε όλα εκτός από το ποτό, το διάβασμα (άντε και το γράψιμο), τον έρωτα, και την ίδια την τεμπελιά, ιδού ένα τρίο πονημάτων (ναι, ξέρω, υπάρχει και του Raoul Vaneigem, αλλά το κρατάω για το επόμενο τεύχος). Paul Lafargue, Το δικαίωμα στην τεμπελιά (μτφρ. Ελισάβετ Λαλουδάκη, εκδ. Ροές), όπου ο γαμπρός του Μαρξ ενώνει τη φωνή του, καίτοι οικονομολόγος, με τους φιλοσόφους της ελληνικής αρχαιότητας που θεωρούσαν την τεμπελιά απεχθή κι εξευτελιστικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου, καθώς και με τους ποιητές, τους αμετανόητους γλεντζέδες που τραγουδούσαν ρεμβάζοντας, και ρέμβαζαν ερωτευόμενοι, και ερωτεύονταν τεμπελιάζοντας.
Ο THIERY PAQUOT υπογράφει την Τέχνη της Σιέστας (μτφρ. Μαρία Παγουλάτου, εκδ. Ποταμός) όπου, αντλώντας από τη μεγάλη ζωγραφική του Τζορτζόνε, του Καραβάτζιο, του Ρέμπραντ, του Ντελακρουά, του Κουρμπέ, και από τον στοχασμό του Γκαστόν Μπασλάρ, εναντιώνεται στη φθοροποιό τραχύτητα της ταχύτητας και προκρίνει την ηδύτητα της βραδύτητας. «Απέναντι στο όλο και πιο γρήγορα -από την αποστολή με κούριερ μέχρι την πίτσα εξπρές- είναι ευκταίο και δυνατό να καθυστερούμε, να απολαμβάνουμε τα αγαθά με ηρεμία, να γευόμαστε κάθε στιγμή ως έναν ύμνο στη διάρκεια, ως ένα προσκύνημα στη ζωή».
ΤΕΛΟΣ , Ο LARS SVEDSEN, βυθισμένος στο μεταμοντέρνο τοπίο της άρσης του νοήματος, του στραπατσαρίσματος των σημασιών, της αφαίμαξης των συγκινήσεων, επιχειρεί να πάει πέρα από το εγκώμιο της τεμπελιάς και να επιχειρήσει την ανατομία, αλλά και την αρχαιολογία της καταβύθισης στο τίποτα και στο ανούσιο. Σημαντικό πόνημα, η Φιλοσοφία της Βαρεμάρας (μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, εκδ. Σαββάλας) εξετάζει τη βαρεμάρα σαν το νεγκατίφ της τεμπελιάς, σαν την απόρροια αλλεπάλληλων απονευρώσεων του ουσιώδους. Η βαρεμάρα είναι η κενότητα. «Η ζωή είναι κενή, η ψυχή είναι κενή, ο κόσμος είναι κενός. Όλοι οι θεοί πεθαίνουν μ’ έναν θάνατο που είναι μεγαλύτερος από τον ίδιο τον θάνατο. Τα πάντα είναι πιο κενά από την κενότητα. Τα πάντα είναι ένα χάος του τίποτα». Αφοπλισμένος μηδενισμός, αποχαυνωμένη απαισιοδοξία, μεταμοντέρνα αφασία. Αντίδοτο; Η δημιουργική ραστώνη, η Τεμπελιά που ξέρει να ονειροπολεί, το ωραίο νταραβέρι με την υπέρβαση.
4 ΕΓΕΛΟΣ: Όπως κάθε καλοκαίρι που μου ζητάνε να προτείνω βιβλία για το καλοκαίρι, έτσι και φέτος το καλοκαίρι, και αφού δεν έχουν αλλάξει δραματικά τα πάντα από πέρυσι το καλοκαίρι, θα προτείνω ως ιδανικό ανάγνωσμα και για το νυν φετινό καλοκαίρι το πιο καλοκαιρινό βιβλίο που έχω αγγίξει στη ζωή μου και δεν είναι άλλο από την του Εγέλου Φαινομενολογία του Νου (μτφρ. Γιώργος Φαράκλας, εκδ. Εστία). Φυσικά, υπάρχουν δύο ειδών βιβλία, και η Φαινομενολογία ανήκει και στα δύο, και τα υπερβαίνει. Σε λιγότερο χαμερπείς και χαζές εποχές, ήτοι λίγο μετά τον τόσο εγελιανό Μάη του ’68, ένας ακραιφνής (τότε) επαναστάτης είχε μπορέσει ν’ αναφωνήσει, πολλαχώς και πολλαπλώς: «Heil Hegel!».
5 1963 / V. Του χρόνου, το 2013, δεν είμαστε λίγοι όσοι θα εορτάζουμε ποικιλοτρόπως (με ξενύχτια, με συνάξεις, με συμπόσια, με καβγάδες, με κείμενα, με γέλια, με διαβάσματα) τον μισό αιώνα, ναι, τα πενήντα χρόνια που κύλησαν από την έκδοση του V., του πρώτου μυθιστορήματος αυτής της πυραυλοκίνητης διάνοιας που ακούει στο όνομα Tόμας Πίντσον. Εδώ και πέντε χρόνια, το V. υπάρχει και στα ελληνικά (μτφρ. Προκόπης Προκοπίδης, εκδ. Χατζηνικολή) και οι 664 σελίδες του είναι το όχημα για ένα τζαζ ταξίδι μες στην κοιλάδα της ευρυμάθειας, της πολυπρισματικής φιλοσοφίας, του καλειδοσκοπικού στοχασμού και της αδιάπτωτης φαντασίας. Για να δούμε, πώς σκέφτεται ο Χέρμπερτ Στένσιλ, τι πίνει ο Μπένι Προφέιν, τι καπνό φουμάρει ο Πιγκ Μποντίν και τι σόι όντα/πράγματα/πλάσματα/καταστάσεις είναι οι: Βεϊσού Βικτώρια Βέρα Βερόνικα; Δεν ακούγεται μονάχα το σαξόφωνο της τζαζ στις σελίδες του V., όχι! Θ’ ακούσεις, αναγνώστη, και Άρνολντ Σένμπεργκ. Και καντάδες, και χαζοτράγουδα. Και θορύβους Ντανταϊστών. Και θα σε ξετρελάνουν εκατοντάδες, χιλιάδες φράσεις σαν αυτή: «Ο Στένσιλ έβλεπε να καταφτάνει η μέρα που όλοι αυτοί απλώς θα τον ανέχονταν. Θα έμενε τότε μόνος του με τη V., σ’ έναν κόσμο όπου με κάποιον τρόπο και οι δυο τους θα είχαν γίνει αόρατοι για όλους τους υπόλοιπους».
σχόλια