Η Ιταλίδα Κλαούντια Ντουραστάντι θεωρείται ήδη ένα παγκόσμιο φαινόμενο, με τον βραβευμένο Όσιαν Βουόνγκ να λέει πως «ρίχνει ένα σωσίβιο στα σκοτεινά νερά της μνήμης», εκφράζοντας ένα είδος λογοτεχνίας που «όχι μόνο μιλά στον κόσμο αλλά εισχωρεί μέσα του».
Η 40χρονη συγγραφέας γράφει μια άκρως σκληρή αυτοβιογραφία με άξονα τους γονείς της, που πέρασαν ως μετανάστες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και την ίδια, που αναγκάστηκε να ζει με δυο ταυτότητες. Αν στο πρόσωπό της οι Ιταλοί ανακάλυψαν την επόμενη Φεράντε, οι κριτικοί λογοτεχνίας μιλούν για «μια ιστορία ενηλικίωσης γραμμένη με το ίδιο βιτριόλι που χρησιμοποιούσε και η Βιρτζίνια Γουλφ».
— Έχει κανείς την αίσθηση ότι γράφετε με βιολογικούς όρους, με το σώμα σας και τις αισθήσεις σας, εξου και η δημιουργική ορμή αλλά και οι μεταφορές από τον κόσμο της βιολογίας που διαπερνούν την αφήγηση. Είναι αυτή η προϋπόθεση της γραφής για εσάς;
Λειτούργησε στην Ξένη και μου έμεινε. Μεγάλωσα διαβάζοντας τόνους αμερικανικών και ρωσικών ψυχολογικών μυθιστορημάτων, λογοτεχνία που φαινόταν να είναι ενημερωμένη γύρω από τις εξελίξεις στις επιστήμες του νου, στις τέχνες, στη μουσική. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι η εμβέλεια και η διαίσθησή μου όσο δούλευα πάνω σε χαρακτήρες και ιστορίες ήταν λίγο περιορισμένες, δεν αφιέρωνα πολύ χρόνο σε συνδέσεις με το τοπίο ή με ό,τι είναι υπόγειο ή ακόμα και πέρα από τη δική μας σφαίρα. Νομίζω ότι η Ξένη ήταν η πρώτη μου προσπάθεια να σκάψω κάτω από τον μαγικό κόσμο της μητέρας μου, που ήταν επίσης βαθιά ανυπόφορος για κάποια που, όπως εγώ, θεωρούσε ότι εξέφραζε έναν μαρξιστικό ορθολογισμό – και κάτι παραπάνω από αυτό.
«Κάθε μέρα ξυπνάω και συνειδητοποιώ ότι το κατεστημένο και ο πόλεμός του εναντίον των φτωχών έχουν κάνει αδιανόητη την προοπτική μιας άλλης ζωής, είναι αδύνατο να τη ζήσει κανείς,
να τη δει».
Ωστόσο κατά κάποιον τρόπο εξακολουθώ να ανήκω στον υλισμό: η προϋπόθεση, όπως λέτε, της γραφής βρίσκεται στο ίδιο μου το σώμα, στον τρόπο με τον οποίο έχω βιώσει, και βιώνω, τον κόσμο ως πρώην γυναίκα της εργατικής τάξης που μεγάλωσε στον Νότο και ανήκει σε οικογένεια μεταναστών. Εμπεριέχει μεν πολύ κοινωνικό και πολιτικό αγώνα αυτή η τοποθέτηση, αλλά και αυτό που συμβαίνει μέσα στην ψυχή, είτε πρόκειται για αγάπη είτε για αποξένωση. Όσο για το λεξιλόγιο της βιολογίας και των επιστημών, ένιωσα ότι θα μπορούσε να με βοηθήσει να φτάσω σε διαφορετικά νοηματικά επίπεδα, πέρα από τον καθαρά κοινωνιολογικό σχολιασμό του εαυτού μου.
— Εκτός, όμως, από τον κόσμο του υλισμού, πρέπει να πούμε ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου σας μοιάζουν ταυτόχρονα μαγικοί και αντιφατικοί: από τον πατέρα και τη μητέρα σας, που είναι παραβατικοί και δημιουργικοί, μέχρι τον χειριστή του καρουζέλ, που θάβεται σχεδόν τελετουργικά κάτω από το λούνα παρκ. Μήπως, τελικά, οι ιδανικοί ήρωες είναι ατελείς ήρωες;
Νομίζω ότι είναι ρομαντικοί αγύρτες, όμορφοι παραμυθάδες που τελικά δεν διάβασαν και τόσο πολλά βιβλία, αλλά ήξεραν πολύ καλά πώς να μυθιστορηματικοποιούν τον εαυτό τους για να επιβιώσουν. Μετά την Ξένη δούλεψα πάνω σε ένα εν μέρει ιστορικό μυθιστόρημα μυθοπλασίας. Όπως λίγο-πολύ συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, κάθε φορά που αναθεωρούμε το συλλογικό μας παρελθόν ή σκάβουμε σε μια κοινή ιστορία, νομίζουμε ότι υπάρχουν νικητές και ηττημένοι (vincitori e vinti).
Αλλά τι γίνεται με όλους όσοι μοιάζουν να είναι περιττοί; Τι γίνεται με εκείνους που ήταν τόσο αόρατοι, στο παρασκήνιο, θηράματα μεγαλύτερων θηραμάτων που δεν θα μπορούσαν καν να φιλοδοξούν να αποκαλούνται «χαμένοι»; Έτσι σκέφτομαι τους γονείς μου και πολλούς χαρακτήρες στην Ξένη. Δεν τα κατάφεραν καν στην κεντρική σκηνή, οπότε δεν θα μπορούσαν ακριβώς να ηττηθούν. Βρίσκονται σε ένα άλλο επίπεδο εμπειρίας, όχι απαραίτητα το επόμενο ή στο υπόγειο, που κατέστη προσιτό σε μένα μόνο μέσω της μυθοπλασίας. Έπρεπε να γράψω αυτό το βιβλίο για να φτάσω σύντομα εκεί όπου βρίσκονται. Ήταν μια όμορφη στιγμή, αλλά έχει ήδη χαθεί.
— Ωστόσο, όλες αυτές οι στιγμές, όπως και οι διαρκείς λογοτεχνικές αναφορές, οι συγγραφείς, τα διαβάσματα και οι μουσικές δεν μοιάζουν αφηρημένα για σας αλλά φαίνονται να σας δίνουν ζωή, να είναι το οξυγόνο σας, αφού τα εντάσσετε στην πιο ακραία καθημερινότητα. Είναι, όντως, έτσι;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να ερωτευτώ βιβλία ή δίσκους ή ταινίες με το ίδιο φιλοπερίεργο πνεύμα, αν και πολύ θα το ήθελα. Μακάρι όλες αυτές οι ενασχολήσεις μου με τη μυθοπλασία όλων των ειδών, από πολύ μικρή ηλικία, να ήταν πιο αφελείς, λιγότερο απελπισμένες, ακόμα και πιο χαλαρές, ίσως έτσι να έμενε περισσότερο περιθώριο για ανακάλυψη. Αλλά ήμουν ψυχαναγκαστική, εξαφανιζόμουν μέσα στον πόνο των άλλων ανθρώπων, στον έρωτα και στη ζωή, νόμιζα ότι η μυθοπλασία είναι θέμα σωτηρίας και λήθης.
Ήταν μια ασυγκράτητη δύναμη που πραγματικά διαμόρφωσε αυτό που είμαι. Τα βιβλία και όσα καλλιτεχνικά μου συνέβησαν μεταξύ 8 και 20 ετών είναι πιο «αληθινά» από τα δικά μου συμβάντα, τα δικά μου τραύματα και γεγονότα. Θα μπορούσα να κλαίω για το Πιάνο για πάντα, πιστεύω ότι είμαι το παιδί σε αυτή την ταινία. Λέει κάτι που δεν λένε οι εικόνες που έχω από την παιδική μου ηλικία. Φυσικά, η σχέση μου με τη μυθοπλασία είναι πλέον πιο συγκροτημένη, επαγγελματική και γενναιόδωρη, αλλά ανέκαθεν πίστευα ότι η λογοτεχνία με μεγάλωσε και με φρόντισε όταν κανείς άλλος δεν θα το έκανε.
— Γι’ αυτό και το βιβλίο σας, παρότι προωθείται ως ένα έργο ταυτότητας που μιλάει για συνθήκες κοινωνικής διαφοροποίησης, για μια κόρη κωφών γονέων, είναι κάτι πέρα απ’ όλα αυτά: μοιάζει με ένα ανεξάντλητο μανιφέστο για την κατάργηση των ορίων και των ορισμών που μπορεί κανείς να δώσει στον κόσμο της αναπηρίας. Αλήθεια, είμαστε όλοι, όπως θα μπορούσε να υπονοήσει η Ξένη, δημιουργικά δυσλειτουργικοί;
Ευχαριστώ πραγματικά πολύ γι’ αυτή την ερώτηση, μου αρέσει το «ανεξάντλητο μανιφέστο», είναι ένας από τους καλύτερους ορισμούς για την ενέργεια αυτού του βιβλίου και για τον τρόπο με τον οποίο το προσέγγισα. Ήμουν πολύ κομφορμίστρια όταν ήμουν μικρή, πάντα ανησυχούσα για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι, για τους γονείς μου, για μένα, πάντα φοβόμουν μη με καθηλώσουν σε κάτι, μέχρι που το στίγμα που άφηνα, σύμφωνα με τους άλλους, φάνηκε να είναι μεγαλύτερο από την ίδια τη συνθήκη (διάβασα κάτι ανάλογο σε μια ανάρτηση του Όσιαν Βουόνγκ και μου άρεσε πολύ, που έλεγε πως πρέπει η διαρροή και ο λεκές να είναι μεγαλύτερα και πιο ορατά από αυτό που τα προκάλεσε).
Αλλά τότε, με αυτό το βιβλίο, αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη μυθοπλασία ως την πιο παραβατική δύναμη στη ζωή μου, αφέθηκα να είμαι αντιφατική και «αντι», κάτι που τελικά είναι πολύ κοντά στους γονείς μου. Είμαι πάντα επιφυλακτική απέναντι στις ιδέες της κανονικότητας και της λειτουργικότητας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποδίδουν γενικά και ότι δεν με επηρέασαν βαθιά όσο μεγάλωνα. Αυτή ήταν η δική μου χειρονομία ανταπόδοσης, ανταπόκρισης, ο απόηχος της μοναξιάς μου που αντηχεί στον χώρο και τον χρόνο.
— Εξού και ότι μολονότι περιγράφετε ακραίες καταστάσεις στο πλαίσιο μιας φαινομενικά διαλυμένης οικογένειας, η αφήγησή σας δεν έχει ίχνος δράματος ή αγανάκτησης, λες και η τέχνη μπορεί να μεταμορφώσει ακόμα και τις χειρότερες στιγμές της ζωής. Πώς πετύχατε αυτήν τη δύσκολη, σχεδόν ευαίσθητη ισορροπία;
«Σκοτώνοντας» την οικογένειά μου στα προηγούμενα μυθιστορήματά μου! Τα πρώιμα έργα μου, μυθιστορηματικά σε μορφή και περιεχόμενο, μου φαίνονται πολύ πιο «επιμνημόσυνα» –αν μπορούμε να το πούμε έτσι– απ’ ό,τι η Ξένη. Νομίζω ότι όλα έχουν να κάνουν με το πού εστιάζει και προς τα πού μετατοπίζεται το βλέμμα. Σε αυτό το βιβλίο γράφω ως κόρη, αλλά στην αρχή δεν με ενδιέφερε αυτός ο χαρακτήρας από την άποψη του «τι της έχει συμβεί», αυτό το ήξερα ήδη, το είχα ήδη επεξεργαστεί. Η ζωή αυτών των δύο κωφών ανθρώπων μου προκαλούσε πραγματικά περιέργεια, ήθελα να μάθω τα κίνητρα, τα συναισθήματά τους, ήμουν έτοιμη να διαχωρίσω τον εαυτό μου από αυτούς.
Νομίζω ότι αυτό ήταν μια πράξη χάριτος από την οποία βγήκα τελικά ωφελημένη. Με αυτόν τον τρόπο το «εγώ» που χρησιμοποιώ είναι συχνά άτολμο και απρόσωπο, για να τους επιτρέψω να εισέλθουν, να ηγηθούν της ιστορίας – υπήρξε μια ανακούφιση που δεν ήμουν πια το μοναδικό κέντρο της αφήγησής μου. Αυτό με ξεκαύλωσε, και ξεκαύλωσε και το ύφος της γραφής, το οποίο γίνεται λίγο πιο ακατάστατο όταν επιστρέφω και πάλι στο προσκήνιο – και δεν είναι καθόλου τυχαίο! Είναι τεράστια ευθύνη να κουβαλάς τον ίδιο σου τον εαυτό σε βιβλία όπως η Ξένη, ενώ το να γράφεις γι’ αυτούς που προκάλεσαν τόσο πόνο ήταν μια πιο ανάλαφρη εμπειρία, σχεδόν ευφορική.
— Επίσης, διακρίνω ένα είδος αντίστροφης μετανάστευσης από τη δική σας ιστορία σε εκείνη των γονιών σας, η οποία κατά καιρούς επικαλύπτεται, αποκαλύπτοντας διαφορετικές πτυχές της έννοιας της «πατρίδας». Πώς αντιληφθήκατε τη διαμονή σας σε διαφορετικά μέρη;
Επέστρεψα στην Ιταλία ύστερα από πολλά χρόνια στο εξωτερικό κι έχω αποκτήσει μια ταυτότητα που ποτέ δεν πίστευα ότι θα αποκτούσα. Είμαι η επιστροφή, κάποιος που επανεμφανίζεται για διάφορους τυχαίους λόγους, κανένας από τους οποίους δεν μοιάζει αναγκαίος ή αναπόφευκτος. Έτσι, ακόμα και αυτή η μορφή εκ νέου μετανάστευσης είναι διφορούμενη για μένα, η επιθυμία και η αναγκαιότητα αλληλεπικαλύπτονται, διαγράφουν η μία την άλλη και συνωμοτούν συνεχώς. Αυτές είναι οι παρορμήσεις που έχω βιώσει σε κάθε πόλη ή χώρα που έχω αποκαλέσει «σπίτι μου». Ίσως η ένταση ποικίλλει, αλλά οι παρορμήσεις είναι οι ίδιες.
— Μάλλον γι’ αυτό η ζωή σάς κάνει να νιώθετε απόμακρη σαν Παναγία και ντροπαλή σαν παράνομη μετανάστρια, όπως γράφετε, αν θυμάμαι καλά, κάπου στο βιβλίο. Αλήθεια νιώθατε έτσι;
Θα ήταν άδικο να αρνηθώ το γεγονός ότι είμαι κάτοχος δύο διαβατηρίων που μου επιτρέπουν να διασχίζω τα σύνορα με ασφάλεια, ότι ζω σε μια χώρα που αρνείται να αναγνωρίσει δικαιώματα ιθαγένειας σε παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ από γονείς μετανάστες και ότι δεν ντρέπομαι που αυτό εξακολουθεί να ισχύει. Έτσι, αυτή η εξίσωση που αισθάνομαι ότι ισχύει αναφορικά με τη στάση μου στην προσωπική μου ζωή καταρρέει όταν σκέφτομαι τον ευρύτερο κόσμο. Αλλά, ναι, σε καθαρά συναισθηματικό επίπεδο, αυτό το πέπλο της απόστασης και του να είσαι «παράνομος» ή εκτός τόπου και χρόνου ενυπάρχει στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα.
— Τα λάθη και οι αμαρτίες γίνονται στο βιβλίο σας κίνητρα για έναν δημιουργικό βίο. Είναι όντως έτσι;
Στο νέο μου μυθιστόρημα, ένας βασικός χαρακτήρας, μια «ψευδής» μητέρα, λέει σε μια νεαρή άστεγη που έχει μεγαλώσει στο σπίτι της ότι δεν πρέπει να φοβάται τόσο πολύ να κάνει λάθη. Τα λάθη που δεν κάνει είναι αυτά για τα οποία θα μετανιώσει, μεγαλώνοντας θα σκέφτεται «γιατί δεν έκανα κάτι τόσο δυσοίωνο ή αρκετά κακό και πιο ελεύθερο εδώ και εδώ και εδώ και εδώ;». Εξαρτάται, βέβαια, από το βιβλίο, αλλά νομίζω ότι μετακινήθηκα από τη βάση της λύπης, μιας υποθετικής ρομαντικής σκέψης σε κάτι πιο ενεργό, που καθοδηγείται από επιλογές με συνέπειες. Αισθάνομαι ότι η εποχή μας απαιτεί μια πιο επική σκέψη.
— Ωστόσο και στην Ξένη είναι απολύτως πολιτικός ο τρόπος που περιγράφετε το Λονδίνο και μιλάτε για την εξαφάνιση της μεσαίας τάξης, για την «κατανομή της δυστυχίας και του πλούτου που παραμένει παντού η ίδια». Μάλιστα, έχει κανείς την αίσθηση ότι μιλάτε για την πολιτική κατάσταση που ζούμε καθημερινά. Σας ανησυχεί η τρέχουσα διεθνής κατάσταση;
Το κορίτσι που μετακόμισε στο Λονδίνο το 2011 και καταλήγει να λέει αυτή την ιστορία για την τάξη, το χρήμα και τη μετανάστευση στο Λονδίνο δεν θα μπορούσε ποτέ να μετακομίσει εκεί σήμερα. Κάθε μέρα ξυπνάω και συνειδητοποιώ ότι το κατεστημένο και ο πόλεμός του εναντίον των φτωχών έχουν κάνει αδιανόητη την προοπτική μιας άλλης ζωής, είναι αδύνατο να τη ζήσει κανείς, να τη δει. Ο κόσμος μοιάζει με χάρτη στον οποίο προστίθεται μια νέα μαύρη κουκκίδα κάθε μέρα. Φυσικά, έγραψα την Ξένη πριν από τον Covid-19, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη γενοκτονία στη Γάζα, αλλά το μυθιστόρημα που ακολούθησε ήταν όλο επηρεασμένο από τη θλίψη, την οργή και αυτό το μαύρισμα του χάρτη. Κατά κάποιον τρόπο, εκείνο το παλιό γράψιμο το ένιωσα ως πρόγευση όλων όσα ακολούθησαν.
— Εκτός από συγγραφέας, είστε και πολύ γνωστή μεταφράστρια. Πώς είναι να μεταφράζετε μεγάλους συγγραφείς; Επιλέγετε τα ονόματα;
Εξαρτάται. Μπορώ να προτείνω κάποιους συγγραφείς, αλλά θεωρώ τη μετάφραση θείο δώρο. Όταν κάποιος επιλέγει κάτι πολύ καλό για μένα, μένω άναυδη, αναρωτιέμαι αν το αξίζω. Ήμουν τυχερή που βρήκα πολλούς εκδότες και εκδότριες στην πορεία μου που δημιούργησαν αυτές τις σχέσεις. Μου άρεσε πολύ που δούλεψα με τον Τζόσουα Κοέν, την Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ και τον Όσιαν Βουόνγκ. Ήταν όλοι τους άκρως δοτικοί.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.