«ΑΓΑΠΗΤΗ ΑΜΠΙ: Είμαι αρραβωνιασμένη πάνω από δύο χρόνια με έναν υπέροχο άντρα και μοιάζει να μην μπορώ να ορίσω ημερομηνία γάμου. Αυτός αγαπά κι εμένα και την εννιάχρονη κόρη μου. Βάζει πλυντήριο, πλένει τα πιάτα και καθαρίζει, και δέχεται την κόρη μου σαν να ήταν δική του. Δουλεύει σε δύο δουλειές ώστε να μη μας λείπει τίποτε. Ακούγεται τέλειο, έτσι δεν είναι; Το πρόβλημα είναι ότι νομίζω πως δεν τον αγαπώ...»
Η Άμπι είναι κάτι σαν την κυρία Μίνα του Θανάση Βαλτινού, αλλά επιστολή με τέτοιο δίλημμα θα ήταν παράφωνη στα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60». Πρόκειται για επιστολή που δημοσιεύτηκε στη «Sun Francisco Chronicle», παραμονές του 2000. Κι όπως επισημαίνει η Μέριλιν Γιάλομ, επιστρατεύοντάς τη ως εισαγωγή στην «Ιστορία της συζύγου» (μτφρ.: Εύη Κλαδούχου, Άγρα, 2018), στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να γραφτεί.
Σκοπός της Γιάλομ δεν είναι ν' αναλύσει διεξοδικά πώς οι γυναίκες δίνονταν, αγοράζονταν, πωλούνταν ή ανταλλάσσονταν ανά τους αιώνες, αλλά, κυρίως, ν' αφουγκραστεί πώς αντιλαμβάνονταν οι ίδιες τον εαυτό τους και τι προσδοκίες έτρεφαν μέσα στο σπίτι τους, ώσπου να γευτούν τη σεξουαλική απελευθέρωση του 20ού αιώνα και το αναπόφευκτο αγκομαχητό των σημερινών πολλαπλών ρόλων τους...
Όντως κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι για να καταφέρουν οι γυναίκες όχι να σπουδάζουν αλλά και να διαλέγουν ελεύθερα τους άντρες τους, πόσο μάλλον μέχρι να μπορεί μια νεαρή, ανύπαντρη μητέρα ν' αμφιταλαντεύεται για το αν θα πάρει κάποιον που υπόσχεται να είναι σύντροφος, θετός πατέρας και αποκλειστικός κουβαλητής. Όσοι παντρευόμαστε σήμερα –όλο και πιο λίγοι, όλο και πιο μεγάλοι–, παντρευόμαστε στο όνομα της αγάπης, «αυτού του μεθυστικού κράματος συναισθήματος και σεξ» σύμφωνα με τη Γιάλομ, «που οι περισσότεροι ενήλικοι έχουν βιώσει και κανείς δεν μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια».
Η στροφή έγινε μόλις τον 16ο αιώνα, και άρχισε να κυριαρχεί στους κόλπους της μεσαίας τάξης από τα τέλη του 18ου. Τι προηγήθηκε και τι μεσολάβησε ως την έκρηξη των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών;
Η Μέριλιν Γιάλομ αφηγείται την ιστορία της Αμερικανίδας συζύγου ως κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, ριζωμένο σε πανάρχαιες αντιλήψεις και συνήθειες. Ο ιουδαϊσμός δίδασκε ότι ο γάμος συνδεόταν με τη θεϊκή εντολή της τεκνοποίησης, ενώ ο πρώιμος χριστιανισμός έδινε μεγαλύτερη αξία στην αγαμία. Στην πολυγαμική κοινωνία των Εβραίων, η γυναίκα θεωρούνταν «αγαθό», όχι ένα εν δυνάμει εμπόδιο για τη σωτηρία της ψυχής. Και οι δυο θρησκείες όμως την αντιλαμβάνονταν ως κατώτερο ον που πρέπει να εποπτεύεται από τον άντρα διά βίου...
Αν κρίνουμε από την παιχνιδιάρικη επικοινωνία και τη βαθιά οικειότητα που μοιράζονταν ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη, στο ίδιο ξανά κρεβάτι έπειτα από τόσο μακρύ αποχωρισμό, ο γάμος κατά τα ομηρικά έπη ήταν περισσότερο ισότιμος απ' ό,τι στην κλασική Αθήνα, όπου η γυναίκα εξακολουθούσε να περνά από την κυριότητα του πατέρα της σ' εκείνην του συζύγου της.
Οι πρώτες που είδαν να γίνεται εφικτή η πιθανότητα επίσημου χωρισμού ήταν οι Ρωμαίες των αυτοκρατορικών χρόνων. Και μολονότι κανείς δεν περίμενε να είναι η νύφη κι ο γαμπρός «ερωτευμένοι», ο ρωμαϊκός γάμος γινόταν αντιληπτός ως αμοιβαία συντροφικότητα.
Όπως στην «Ιστορία του γυναικείου στήθους» έτσι κι εδώ η Αμερικανίδα πανεπιστημιακός αντλεί από χιλιάδες πηγές το υλικό της. Μελετά και συγκρίνει νόμους, οικονομικές διευθετήσεις, κοινωνικά ήθη, ποιήματα, μυθιστορήματα, απομνημονεύματα, επιστολές, πεπεισμένη ότι τα ντοκουμέντα με προσωπικές μαρτυρίες είναι τα πλέον πολύτιμα. Μέσα από το βιβλίο της παρελαύνουν αριστοκράτισσες του Μεσαίωνα αλλά και χωρικές, προτεστάντισσες σύζυγοι επί Λουθήρου και δημοκράτισσες σύζυγοι επί αμερικανικής και γαλλικής Επανάστασης, από ηρωίδες της Τζέιν Όστιν, του Τολστόι και του Φλομπέρ μέχρι ιθαγενείς Αμερικανίδες ή μαύρες σκλάβες σε φυτείες, κι από ακτιβίστριες σαν την Ελίζαμπεθ Κέιντι Στάντον (μητέρα επτά παιδιών!) ως τη Χίλαρι Κλίντον τη στιγμή που καλείται να διαχειριστεί την απιστία του Αμερικανού Προέδρου και παίρνει –επιτέλους!– τον κόσμο με το μέρος της.
Σκοπός της Γιάλομ δεν είναι ν' αναλύσει διεξοδικά πώς οι γυναίκες δίνονταν, αγοράζονταν, πωλούνταν ή ανταλλάσσονταν ανά τους αιώνες, αλλά, κυρίως, ν' αφουγκραστεί πώς αντιλαμβάνονταν οι ίδιες τον εαυτό τους και τι προσδοκίες έτρεφαν μέσα στο σπίτι τους, ώσπου να γευτούν τη σεξουαλική απελευθέρωση του 20ού αιώνα και το αναπόφευκτο αγκομαχητό των σημερινών πολλαπλών ρόλων τους...
Μεγαλωμένη στην Ουάσιγκτον, με σπουδές γαλλικής και γερμανικής λογοτεχνίας στη Σορβόννη και το Χάρβαρντ, μ' ένα διδακτορικό πάνω στο έργο του Καμί και του Κάφκα υπό την εποπτεία του Γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού Ρενέ Ζιράρ, επί χρόνια διευθύντρια στο Τμήμα Γυναικείων Σπουδών του Στάνφορντ και σύντροφος του Ίρβιν Γιάλομ από την εφηβεία της, η Μέριλιν Γιάλομ (1932-2019) παραδεχόταν πως ανήκε σ’ εκείνους που θεωρούσαν ότι η συζυγική ιδιότητα είναι «καλό πράγμα», ότι το να πορεύεσαι ως μέλος μιας δυάδας, υπό κάποιες προϋποθέσεις, αποτελεί ακόμη ενδιαφέρουσα επιλογή. Μιλούσε η εμπειρία της.
«Αποδειχθήκαμε καλοί συνέταιροι με τον Ίρβιν», μου είπε χαμογελώντας τη μοναδική φορά που είχα την τύχη να τη συναντήσω, σε επίσκεψή της στην Αθήνα. «Δίχως τη δική του βοήθεια δεν ξέρω πώς θα κατάφερνα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο μεγάλωνα τα τρία από τα τέσσερα παιδιά μας – το μικρότερο το απέκτησα στα τριάντα επτά. Τα πρώτα χρόνια της συμβίωσής μας ήταν και τα δυσκολότερα. Τον ακολουθούσα σ' όλα τα ακαδημαϊκά του πόστα, βάζοντας τη δική μου καριέρα σε δεύτερη μοίρα. Όμως η στήριξη ήταν αμοιβαία».
Μπορεί να μην ώθησε εκείνη τον Γιάλομ να στραφεί προς τη λογοτεχνία, «αλλά σίγουρα τον βοήθησα να γίνει καλύτερος μυθιστοριογράφος! Στην αρχή δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, θύμωνε, αλλά σιγά σιγά έγινε ο καθένας μας ο αυστηρότερος κριτής του άλλου. Ουδέποτε λειτουργήσαμε μεταξύ μας ανταγωνιστικά».