Η εκλογή του το ’19 με το ΑΚΕΛ στην Ευρωβουλή, με τις ψήφους Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, κόντρα στις αντιδράσεις των εκατέρωθεν εθνικιστών –στις οποίες συγκαταλέγει την ύστερα από έντονες πιέσεις άμεση συνταξιοδότησή του από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ως θέση ασύμβατη με το βουλευτικό αξίωμα–, χαιρετίστηκε ως μια πολύ αισιόδοξη εξέλιξη στην επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων και την προοπτική της επανένωσης και της ειρηνικής συμβίωσης σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της Ε.Ε., που συνιστούν και το δικό του όραμα.
Ο κ. Κιζιλγιουρέκ, το πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο του οποίου επικεντρώνεται στη νεότερη τουρκική ιστορία, στο κυπριακό ζήτημα και τον εθνικισμό, είναι γνωστός για τους αγώνες και την προσφορά του τόσο στην ελληνοτουρκική προσέγγιση όσο και σε αυτή των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων της Κύπρου, μάλιστα τον έχουν τιμήσει με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί και τη γαλλική διάκριση του «Ιππότη του Ακαδημαϊκού Φοίνικα».
Είναι επίσης γνωστός ως άνθρωπος που δεν μασά τα λόγια του και δεν καταλαβαίνει από επικρίσεις και επιθέσεις, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η κυκλοφορία του καινούργιου βιβλίου του που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Αθήνα σε εκδήλωση που διοργάνωσαν η Ευρωομάδα της Αριστεράς και ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Κώστας Αρβανίτης.
Σήμερα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν έχουν κάτι για το οποίο να πολεμήσουν και να αλληλοσκοτωθούν, οι ιδέες αυτές ανήκουν στο παρελθόν, όμως τα προβλήματα παραμένουν. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει ντε φάκτο τη διχοτόμηση και νιώθει ότι πάει να εξαφανιστεί. Η ελληνοκυπριακή έχει αναγνωρισμένη εξουσία αλλά μόνο στο μισό νησί. Η ιστορία πλέον καλεί και τις δύο κοινότητες να αγωνιστούν όχι με βάση την εθνική τους καταγωγή αλλά ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συζητήσαμε για τις απαρχές της ελληνοτουρκικής διένεξης στην Κύπρο, τις ευθύνες των πολιτικών ελίτ και των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων του νησιού, τους εκατέρωθεν εθνικισμούς που προκάλεσαν και συντηρούν την αντιπαράθεση αφού πρώτα στοχοποίησαν την κυπριακή Αριστερά, τα εγκλήματα που επιλεκτικά θυμούνται οι δυο πλευρές και κάποια άλλα που κανείς δεν θέλει να θυμάται. Για τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής, τις «μητέρες πατρίδες» που συμπεριφέρονται περισσότερο σαν «κακές μητριές», τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα και τις ελπίδες για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης προς όφελος όλων των πλευρών, βασισμένη στην αλληλοκατανόηση και την ενσυναίσθηση, όρο στον οποίο δίνει ιδιαίτερη σημασία, άλλωστε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι «δεν έχουν πια για τι να αλληλοσκοτωθούν».
Αναφερθήκαμε, ακόμα, στη σημασία της εκλογής του, στην έως τώρα θητεία του στο Ευρωκοινοβούλιο και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η διεθνής κοινότητα. Όσο για την επίλυση του Κυπριακού, που παρά τις προόδους των τελευταίων ετών παραμένει «κλειδωμένο», είναι, λέει, αισιόδοξος «με τον τρόπο του Γκράμσι», διότι και ευκαιρίες χάθηκαν και σχέδια μπορεί να απέτυχαν, «όμως η βούληση για αλλαγή παραμένει ισχυρή και αυτή στο τέλος θα επικρατήσει».
— «Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων είναι θέλημα θεού», είχε πει ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς σε ομιλία του στην Ελβετία το 1959, ρήση με την οποία ξεκινά ο β’ τόμος του βιβλίου σας, ωστόσο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μάλλον αντιστρατεύτηκαν το «θείο θέλημα», κρίνοντας από το τι ακολούθησε.
Έτσι είναι δυστυχώς και παρότι προσωπικά δεν με συγκινούν οι θρησκευτικές αναφορές, καθότι άθεος, είναι γεγονός ότι όχι μόνο ο Ντενκτάς αλλά και ο Μακάριος έλεγαν, όταν δημιουργήθηκε το κυπριακό κράτος, ότι ο ίδιος ο θεός επιθυμεί την ειρηνική συμβίωση Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων, την οποία εντούτοις αμφότεροι καταπολεμούσαν.
Ιστορικά μιλώντας, οι ηγέτες και οι πολιτικές ελίτ των δύο κοινοτήτων, αντί να αγκαλιάσουν την ανεξαρτησία και να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν την ενότητα και την αρμονική συνύπαρξη, υιοθέτησαν ανταγωνιστικές εθνικές αντιλήψεις: Οι μεν επιδίωκαν την ένωση με την Ελλάδα, οι δε τη διχοτόμηση του νησιού. Ήδη από τον αντιαποικιακό αγώνα κατά των Βρετανών Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν αγωνίζονταν για ένα ανεξάρτητο και αδιαίρετο κράτος, αλλά για να γίνουν κι αυτοί κομμάτι της «μητέρας πατρίδας». Δεν υπήρχε δηλαδή εξαρχής το όραμα μιας ανεξάρτητης Κύπρου, όπως συνέβαινε με άλλους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ανά τον κόσμο.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1960 προέκυψαν ως συμβιβασμός ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία πρωτίστως, απόντων στην πρώτη τους φάση στη Ζυρίχη των Κυπρίων αντιπροσώπων Μακαρίου - Κιουτσούκ. Αυτοί καλέστηκαν λίγες μέρες αργότερα στο Λονδίνο να συνυπογράψουν την τελική συμφωνία Καραμανλή - Μεντερές - Μακ Μίλαν.
— Οι οποίες συμφωνίες κατέρρευσαν λίγα χρόνια αργότερα, προκαλώντας ανάφλεξη στο νησί. Ποιος έφταιγε τελικά, τι πήγε λάθος;
Για να το πάρουμε από την αρχή, δεν υπήρξε κάτι λανθασμένο στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι διεκδίκησαν ένωση με την Ελλάδα. Το λάθος ήταν ότι όταν τελικά παραχωρήθηκε στο νησί ανεξαρτησία, καθώς η ένωση ήταν μη υλοποιήσιμη και το γνώριζαν αυτό στην Ελλάδα από παλιά –ο Βενιζέλος ήδη από τη δεκαετία του ’30 είχε αποθαρρύνει σχετικά αιτήματα–, οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί συνέχισαν να την επιδιώκουν, παρότι το κυπριακό Σύνταγμα απαγόρευε ρητά κάθε ιδέα περί διχοτόμησης. Την οποία ιδέα ενθάρρυναν βεβαίως και οι Βρετανοί, για τους δικούς τους λόγους, στο πλαίσιο της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε».
Από το ’60 και μετά, όμως, οι ευθύνες βαραίνουν τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων, που δεν στάθηκαν πρόθυμες να υιοθετήσουν και να προβάλουν την ιδέα της ανεξαρτησίας. Όταν οι Ελληνοκύπριοι αγκάλιασαν πια την ιδέα της ανεξαρτησίας, ήταν αργά – η Κύπρος ήταν μια διαλυμένη χώρα.
Σήμερα πάντως οι νεότερες γενιές και στις δύο πλευρές του νησιού, αλλά και οι παλιότερες, μπορώ να πω, προκρίνουν πια ξεκάθαρα την ανεξαρτησία.
— Διαβάζω ότι καταρχήν στόχοι τόσο της ελληνοκυπριακής ΕΟΚΑ όσο και της τουρκοκυπριακής ΤMΤ ήταν ομοεθνείς τους αριστεροί που ήταν αντίθετοι στις διχαστικές πολιτικές.
Μα είναι γνωστό ότι και οι δύο αυτές οργανώσεις ήταν βαθιά αντικομμουνιστικές, γιατί η ιδεολογία αυτή δεν συμβάδιζε καθόλου με το εθνικιστικό τους αφήγημα. Πριν και εκτός από τη διακοινοτική βία, υπήρξε και ενδοκοινοτική πολιτική βία. Συνέβησαν πολιτικές δολοφονίες και στις δύο πλευρές, για τις οποίες κανείς ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει. Αυτοί που αγωνίζονταν μέσα από την ΕΟΚΑ και την ΤMΤ αγωνίζονταν σαν Έλληνες και σαν Τούρκοι, όχι σαν Κύπριοι, επιδιώκοντας, όπως είπαμε, οι μεν την ένωση, οι δε τη διχοτόμηση.
Σήμερα Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν έχουν κάτι για το οποίο να πολεμήσουν και να αλληλοσκοτωθούν, οι ιδέες αυτές ανήκουν στο παρελθόν, όμως τα προβλήματα παραμένουν. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει ντε φάκτο τη διχοτόμηση και νιώθει ότι πάει να εξαφανιστεί. Η ελληνοκυπριακή έχει αναγνωρισμένη εξουσία αλλά μόνο στο μισό νησί.
Η ιστορία πλέον καλεί και τις δύο κοινότητες να αγωνιστούν όχι με βάση την εθνική τους καταγωγή αλλά ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας για την επανένωση της χώρας και την ειρηνική τους συνύπαρξη στο πλαίσιο της Ε.Ε. Αυτή είναι η μεγάλη σημερινή πρόκληση.
— Πόσο εφικτό το βρίσκετε αυτό; Όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου, πολλοί λέγανε ότι ήρθε καιρός να πέσει και το τελευταίο «τείχος» στην Ευρώπη, αυτό της διαιρεμένης Λευκωσίας. Πολλές διεθνείς πρωτοβουλίες μεσολάβησαν αλλά καμία δεν ευοδώθηκε.
Η αποτυχία της επίλυσης του Κυπριακού οφείλεται στο ότι δεν βρέθηκαν ως τώρα ηγεσίες ικανές και πρόθυμες να υλοποιήσουν την προοπτική της επανένωσης. Το καταρχήν ζητούμενο είναι η ενσυναίσθηση, που σημαίνει ότι η κάθε πλευρά οφείλει όχι απλώς να ακούσει αλλά και να κατανοήσει τη θέση της άλλης. Το να μην αναγνωρίζεις ότι ο διαφορετικής εθνότητας συμπολίτης σου έχει ίσα δικαιώματα και είναι το ίδιο πατριώτης με σένα, το να επιδιώκεις να κυριαρχήσει η μία κοινότητα πάνω στην άλλη, όπως επιχείρησαν οι Ελληνοκύπριοι σε βάρος των Τουρκοκυπρίων, σίγουρα δεν είναι συνταγή λύσης, όπως άλλωστε δεν είναι και το να μην κατανοείς ως τουρκοκυπριακή κοινότητα ότι η απόσχιση και η δημιουργία δεύτερου κράτους στο νησί είναι μια παράνομη ενέργεια χωρίς καμία νομιμοποιητική βάση, που οδηγεί σε αδιέξοδα.
Η Κύπρος δεν είναι η μόνη περίπτωση όπου διαφορετικές εθνικές κοινότητες βρέθηκαν να συνυπάρχουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Το ίδιο συμβαίνει στην Ελβετία, για παράδειγμα, να όμως που εκεί κατάφεραν να φτιάξουν ένα επιτυχημένο ομοσπονδιακό κράτος. Το ότι δεν μπορέσαμε ακόμα να κάνουμε κι εμείς στην Κύπρο αυτό το ιστορικό βήμα οφείλεται στο ότι οι πολιτικές ελίτ των δύο κοινοτήτων παραμένουν προσκολλημένες στους εθνικισμούς τους, εθνικισμούς ηττημένους μεν, αφού ούτε η ένωση ούτε η απόσχιση ευοδώθηκαν, αλλά που παραμένουν ζωντανοί στην πολιτική τους κουλτούρα. Το αισιόδοξο είναι ότι η υπέρβαση αυτή πραγματοποιείται ήδη από τους πολίτες και στις δύο πλευρές, οι οποίοι έχουν καταλάβει ότι οι καιροί ωρίμασαν.
— Πόσο εύκολο είναι αυτό, δεδομένου ότι οι δύο κοινότητες ζουν χωρισμένες και αποξενωμένες δεκαετίες τώρα;
Τα τελευταία χρόνια, και αφότου άνοιξαν τα οδοφράγματα, αυτό έχει αλλάξει. Υπάρχουν πολύ περισσότερες επαφές σε πολλά επίπεδα, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι πλέον ψωνίζουν, τρώνε και κυκλοφορούν στα ίδια μέρη. Τα εθνικιστικά πάθη έχουν παραμεριστεί και οι δύο κοινότητες δεν βλέπουν πια με μίσος η μία την άλλη, τόσο οι νεότεροι όσο και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έζησαν σε δύσκολους καιρούς. Σε επίπεδο απλών ανθρώπων και εξαιρώντας βεβαίως τους λίγους ακραίους που παντού υπάρχουν, αυτά έχουν ξεπεραστεί.
— Στην Ελλάδα μεγαλώσαμε με την αντίληψη ότι θύματα βιαιοτήτων είχε μόνο η μία πλευρά, η «δική μας», που εμφανιζόταν ως η μονίμως αδικημένη. Φαντάζομαι ότι κάτι ανάλογο συνέβη και στην Τουρκία.
Αυτή η αντίληψη καλλιεργούνταν πράγματι επί μακρόν και στην Ελλάδα και στην Τουρκία, βεβαίως και στην Κύπρο, όπου η κάθε πλευρά θεωρούσε ότι μόνο αυτή είχε δολοφονημένους, εκτοπισμένους και αγνοούμενους, μονοπωλώντας τον πόνο και τη μελαγχολία της απώλειας. Τα δάκρυα «έπρεπε» να είναι μόνο μπλε ή κόκκινα…
Είχα, ξέρετε, αναφέρει κάποτε την τραγωδία ενός βοσκού ο οποίος είχε δύο γαμπρούς που αγνοούνταν, έναν Ελληνοκύπριο κι ένα Τουρκοκύπριο και δεν ήξερε ποιον να αναζητήσει και ποιον να κλάψει! Αυτή είναι η πραγματική τραγωδία της Κύπρου, γι’ αυτό μιλώ για ενσυναίσθηση, αλληλοκατανόηση και αναστοχασμό, έτσι μόνο θα επιτευχθεί η συμφιλίωση και η καλλιέργεια σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης ώστε να «ξεκλειδώσει» επιτέλους το Κυπριακό.
— Η οικογένειά σας κατάγεται, διαβάζω, από τον Νότο αλλά φύγατε πρόσφυγες στον Βορρά μετά τα γεγονότα του 1964.
Ναι, καταγόμαστε οικογενειακώς από την Ποταμιά, ένα μεικτό χωριό κοντά στη Λευκωσία με μακρά παράδοση ειρηνικής συμβίωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Οι δικοί μου είχαν κάνει εμπορικό συνεταιρισμό με Ελληνοκύπριους. Αλλά και στη Λουρουτζίνα, τον νέο τους τόπο, που σήμερα βρίσκεται στα Κατεχόμενα, μόλις τα πράγματα ηρέμησαν, πάλι με Ελληνοκύπριους συνεταιρίστηκαν, μέχρι που έγινε η εισβολή.
Γενικώς ειπείν, ενώ κατά περιόδους υπήρξαν διακοινοτικές συγκρούσεις ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μέχρι και την τουρκική απόβαση οι δυο κοινότητες εξακολουθούσαν παρά τα επιμέρους προβλήματα να συνυπάρχουν ειρηνικά σε έναν κοινό χώρο. Αυτό χάθηκε μετά το ’74, μετά είχες τους «Βόρειους» και τους «Νότιους», για να αρχίσει να ξαναβρίσκεται αφότου επιτράπηκε η ελεύθερη κυκλοφορία στο νησί. Βλέπει λοιπόν κανείς ότι η συνεργασία και η «συγκατοίκηση» δεν είναι ακατόρθωτες, ότι μπορούν να ξεπεράσουν και τις σκληρότερες δοκιμασίες.
— Ευθύνες για τον κυπριακό διχασμό έχετε αποδώσει και στον Μακάριο.
Ναι, διότι με τα «13 σημεία» που παρουσίασε το ’63 επιχείρησε ουσιαστικά να καταλύσει το Σύνταγμα της χώρας που ο ίδιος είχε συνυπογράψει. Αλλά δεν είναι μόνο ο Μακάριος, πολλά πρόσωπα αλλά και γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας δεν τα αντιμετωπίσαμε με κριτική διάθεση.
— Αναφορικά με το Σύνταγμα έχει γραφτεί ότι παραχωρούσε «υπερβολικά πολλά» δικαιώματα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα αναλογικά με το ποσοστό της. Πόσο ισχύει, πιστεύετε, αυτό;
Όσοι διακατέχονται από αυτή την αντίληψη πρέπει πρώτα να απαντήσουν σε μερικά ερωτήματα. Πρώτον, αν ήταν έτσι, γιατί ο Μακάριος δέχτηκε αρχικά να υπογράψει αυτήν τη συμφωνία; Δεύτερον, όταν λέμε ότι έδινε «υπερβολικά πολλά» δικαιώματα σε μια κοινότητα, σε σχέση με τι το εννοούμε; Αν βλέπουμε την Κύπρο σαν ένα ελληνικό νησί, τότε όσα δικαιώματα και αν δώσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα φαντάζουν πολλά. Όμως η Κύπρος δεν είναι ούτε ελληνική ούτε τουρκική, είναι μια ανεξάρτητη κρατική οντότητα που αποτελεί κοινή πατρίδα όλων των κοινοτήτων της –στις οποίες εκτός από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους συμπεριλαμβάνονται Αρμένιοι, Εβραίοι και Ρομά– και έτσι πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε.
Αν ο Μακάριος είχε αμφιβολίες για την υπογραφή του, μπορούσε να αφήσει το Σύνταγμα αυτό να λειτουργήσει για ένα μεγαλύτερο διάστημα και ίσως αργότερα κάποια στιγμή να γίνονταν συναινετικά κάποιες αλλαγές, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο. Ούτε όμως εκείνος είχε ξεπεράσει το δίλημμα μεταξύ της ιδέας περί ενός ενιαίου ελληνικού έθνους και εκείνης περί ενός υπερεθνικού, ανεξάρτητου κυπριακού κράτους. Αυτή η εσωτερική αντίφαση τον ταλαιπωρούσε πολύ και δεν του επέτρεψε να χαράξει μια καθαρή γραμμή.
— Πώς αποτιμά σήμερα η τουρκοκυπριακή κοινότητα την τουρκική εισβολή του ’74;
Η μεγάλη πλειοψηφία την είχε χαιρετήσει βεβαίως θετικά, δεδομένων των δυσάρεστων εμπειριών της από τα γεγονότα της δεκαετίας του ‘60. Αφότου όμως το νησί διαιρέθηκε, προέκυψαν διάφορα ζητήματα. Πρώτον, η Τουρκία δεν ήταν πια μια ιδεατή, αφηρημένη μητέρα πατρίδα αλλά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα με ανοικτές παρεμβάσεις στα εσωτερικά των Τουρκοκυπρίων, με υποτίμηση των θεσμών τους, με μεταφορές πληθυσμών εποίκων και άλλες αποικιακού σχεδόν τύπου πρακτικές.
Αντιλήφθηκαν τότε ότι ένα διχοτομημένο νησί με την Τουρκία σε ηγεμονικό ρόλο υπονομεύει την ίδια την ύπαρξή τους ως κοινότητας. Θα λέγαμε ότι η παρουσία της Τουρκίας στα Κατεχόμενα αντί να «τουρκοποιήσει» τους Τουρκοκύπριους, τους «κυπροποίησε» ακόμα περισσότερο. Ενώ δηλαδή οι ενδοκοινοτικές ταραχές τούς έκαναν να νιώσουν περισσότερο Τούρκοι, πλέον ένιωθαν και νιώθουν περισσότερο Κύπριοι.
Διαφέρουν άλλωστε από τους εποίκους στον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, η κουλτούρα τους είναι πιο κοσμική, πιο ανοικτή, γι’ αυτό και οι σχέσεις τους δεν είναι πάντα οι καλύτερες.
Όμως η ντε φάκτο διχοτόμηση είναι μακροπρόθεσμα μια απειλή και για τους Ελληνοκύπριους, που δεν μπορούν να επιβιώσουν στο μισό νησί στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια από την Τουρκία. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η κοινή μοίρα των δύο κοινοτήτων και μόνο αν αποφασίσουν να συνεργαστούν μπορούν να την καθορίσουν οι ίδιες, στο πλαίσιο ενός εναίου, ανεξάρτητου κράτους εντός της Ε.Ε. και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες της Άγκυρας ή της Αθήνας.
— Η εκλογή σας με το ΑΚΕΛ ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωβουλή το ’19 χαιρετίστηκε ως μια πολύ θετική εξέλιξη, υπήρξαν ωστόσο και ενστάσεις ένθεν και ένθεν.
Η εκλογή μου υπήρξε πράγματι αποτέλεσμα μια σύμπραξης Τουρκοκυπρίων με ελληνοκυπριακό κόμμα, η οποία δεν είχε προηγούμενο. Η πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ να συμπεριλάβει έναν Τουρκοκύπριο υποψήφιο στη λίστα του αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις των ακραίων ήταν πολύ σημαντική και σίγουρα αξιέπαινη, ήταν λοιπόν τιμή μου η πρόταση που μου έγινε, παρότι δεν είμαι μέλος του κόμματος, να είμαι εγώ αυτός ο υποψήφιος.
Είμαι μάλιστα ο μοναδικός ευρωβουλευτής που ψηφίστηκε τόσο από Ελληνοκύπριους –και όχι μόνο οπαδούς του ΑΚΕΛ– όσο και από Τουρκοκύπριους, σε μια αναμέτρηση που για τους δεύτερους ειδικά παρουσίασε αυξημένο ενδιαφέρον. Ενώ σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις για το Ευρωκοινοβούλιο οι τουρκοκυπριακές ψήφοι δεν ξεπερνούσαν τις 300-400, τη φορά αυτή έφτασαν τις 5.500, από τις οποίες εγώ έλαβα περί τις 4.500, παρότι την υποψηφιότητά μου την καταπολέμησαν επίσης ανοικτά τόσο η κυβέρνηση των Κατεχόμενων όσο και η Τουρκία και παρότι η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν ήταν εύκολη υπόθεση, έπρεπε οι Τουρκοκύπριοι να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές, να διαθέτουν τα κατάλληλα χαρτιά κ.λπ.
Θα έλεγα λοιπόν ότι εξελέγην χάρη στην ψήφο εκείνων των δυνάμεων και από τις δύο κοινότητες που λένε «όχι» στους εθνικισμούς και μάλιστα όχι μόνο στα λόγια: το ΑΚΕΛ αποφάσισε έμπρακτα να «μοιράσει» εξουσία, να παραχωρήσει τη μία δηλαδή από τις δύο έδρες του στην Ευρωβουλή σε έναν Τουρκοκύπριο, προχωρώντας έτσι σε μια σπουδαία κίνηση τόσο συμβολικά όσο και πολιτικά.
— Η μέχρι τώρα εμπειρία σας στο Ευρωκοινοβούλιο;
Είναι μια εμπειρία σίγουρα ενδιαφέρουσα, λόγω μάλιστα της ιδιότητάς μου ως πανεπιστημιακός καθηγητής επέλεξα να μπω στην Επιτροπή Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωκοινοβουλίου, οπότε είμαι ξανά στα «νερά μου» κατά κάποιον τρόπο! Στην Επιτροπή αυτή κιόλας οι πολιτικές διαφορές είναι λόγω και αντικειμένου λιγότερο οξείες και οι εντάσεις αποφεύγονται αφού συνήθως ομοφωνούμε.
Δυστυχώς, πριν καλά καλά ξεκινήσουμε τις εργασίες μας όσοι εκλεχθήκαμε στο Ευρωκοινοβούλιο το ’19 ήρθε ο κορωνοϊός. Τώρα ουσιαστικά επανερχόμαστε, αλλά κάναμε ήδη μερικά σημαντικά πράγματα, όπως το ότι για πρώτη φορά η Ε.Ε. ψήφισε τόσο μεγάλα κονδύλια –και δανείστηκε για να τα αποκτήσει– προκειμένου να στηρίξει τα κράτη-μέλη της που χτυπήθηκαν από την πανδημία.
Αναπτύχθηκε δηλαδή παρά τα αρχικά προβλήματα μια αλληλεγγύη, η οποία αν δεν επιτυγχάνονταν μπορεί να οδηγούμασταν στη διάλυση της Ε.Ε. Προσωπικά χαίρομαι που συμμετείχα σε αυτήν τη διαδικασία και συνέβαλα από τη μεριά μου στην επίτευξη αυτού του στόχου.
— Γεγονός είναι ότι η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ε.Ε. και τους θεσμούς της έχει δοκιμαστεί πολύ τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι, το είχαμε δει αυτό τόσο στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης όσο και στον χειρισμό των οικονομικών κρίσεων σε άλλα κράτη-μέλη, στην Κύπρο επίσης. Να όμως που τη φορά αυτή επικράτησε το συλλογικό πνεύμα κι αυτό σίγουρα ενδυνάμωσε τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Το βέβαιο είναι ότι η Ε.Ε. έχει ακόμα πολύ δρόμο ώστε να γίνει κάτι παραπάνω από μια συνομοσπονδία κρατών-εθνών και να εξελιχθεί από μια ενωμένη αγορά κοινών συμφερόντων σε μια πραγματική πολιτική ένωση, αφήνοντας οριστικά πίσω τους εθνικισμούς που τόσο ζημίωσαν την ήπειρό μας στο παρελθόν.
Προς τούτο χρειάζεται επίσης να προβληθεί και να καλλιεργηθεί περισσότερο η έννοια του Ευρωπαίου πολίτη ως εξίσου σημαντική με τις επιμέρους εθνικές ταυτότητες. Μια πρόσφατη ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο που θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση αφορούσε τις κοινές ιδεολογικές λίστες στις Ευρωεκλογές, ώστε ένα τουλάχιστον μέρος των ευρωβουλευτών να εκλέγεται με τις ψήφους πολιτών από όλα τα κράτη-μέλη.
— Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι κι αυτός μια μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη, πρόκληση όμως αποδείχτηκε και για την Αριστερά.
Το Ευρωκοινοβούλιο καταδίκασε, ως όφειλε, με συντριπτική πλειοψηφία τη ρωσική εισβολή και επέβαλε συντονισμένες οικονομικές κυρώσεις κατά της Μόσχας. Η επιθετική αυτή ενέργεια του Πούτιν είναι απαράδεκτη και εντελώς αντίθετη σε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και δεν νοείται Αριστερά που να μην καταδικάζει έναν άδικο πόλεμο, όπως άλλωστε και έπραξε στο μεγαλύτερο μέρος της, άσχετα που ευθύνες για τον εκτροχιασμό της κατάστασης φέρει και η Δύση με τους χειρισμούς της.
— Για να επιστρέψουμε στα της Κύπρου, τι θα έλεγε σε σας σήμερα το γνωστό σύνθημα «Δεν Ξεχνώ»;
Ότι τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσοι και οι Τουρκοκύπριοι «εκπαιδεύτηκαν» να θυμούνται και να ξεχνούν επιλεκτικά. Θυμούνται μεν πολύ καλά όσα τους έκαναν οι άλλοι, αλλά ξεχνούν ή δεν θέλουν να θυμούνται τι έχουν κάνει εκείνοι στους άλλους, τι συνέβη στις δύο κοινότητες ώστε να φτάσουμε σε αυτόν τον καταστροφικό διχασμό.
Θα έλεγα λοιπόν ότι το «Δεν Ξεχνώ» θα αποκτούσε πραγματικό νόημα αν οι μνήμες αυτές συνέβαλαν όχι στη διαιώνιση μιας διαίρεσης αλλά στην υπέρβαση του κακού παρελθόντος και στην οικοδόμηση αμοιβαίων σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης.
— Είναι τελικά «μητέρες πατρίδες» για τους Κύπριους η Ελλάδα και η Τουρκία αντίστοιχα ή μήπως συχνά θυμίζουν μάλλον «κακές μητριές»;
Ωραία παρατήρηση. Καταρχήν εγώ βλέπω το τρίγωνο Ελλάδα - Τουρκία - Κύπρος ως έναν κοινό πολιτισμικό χώρο ο οποίος, όταν η ελληνοτουρκική διένεξη τερματιστεί, θα γίνει και κοινός οικονομικός χώρος προς όφελος όλων των πλευρών. Η ιστορία έφερε τις δύο χώρες αντιμέτωπες, όμως η γεωγραφία τις κρατά θέλοντας και μη ενωμένες.
Η επίλυση του Κυπριακού, που αποτελεί το κύριο «αγκάθι», θα βελτίωνε θεαματικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι Κύπριοι τώρα πολιτισμικά είμαστε μέρος τόσο της ελληνικής όσο και της τουρκικής κουλτούρας, ένας Ελληνοκύπριος δεν μπορεί να μεγαλώσει χωρίς τον Καβάφη, ένας Τουρκοκύπριος αντίστοιχα δεν μπορεί να μεγαλώσει χωρίς τον Ναζίμ Χικμέτ, αυτά δεν αλλάζουν, αφορούν όμως την πολιτιστική υπόσταση και όχι την πολιτική, που συνίσταται στην ιδιότητα του πολίτη ενός ανεξάρτητου, ενιαίου κράτους.
Αν καταφέρουμε να επιτύχουμε την ειρηνική όσο και δημιουργική συνύπαρξη των δύο αυτών υποστάσεων, θα οικοδομήσουμε πολύ καλύτερες σχέσεις, τόσο μεταξύ μας οι δύο κοινότητες του νησιού όσο και με τις «μητέρες πατρίδες» που θα έπαυαν έτσι να θυμίζουν περισσότερο «μητριές»!
— Πόσο πραγματικά αισιόδοξος είστε για την επίλυση του Κυπριακού;
Σημαντικές πρόοδοι είχαν γίνει ήδη στις συνομιλίες Χριστόφια - Ταλαάτ, και στις συνομιλίες Αναστασιάδη - Ακιντζί που ακολούθησαν φτάσαμε πολύ κοντά στον στόχο, περισσότερο μάλιστα από όσο τον πλησίαζε το σχέδιο Ανάν.
Όσο για το τι μέλλει γενέσθαι, θα σας απαντήσω δανειζόμενος μια φράση του Αντόνιο Γκράμσι που έλεγε ότι «είμαι σίγουρα πεσιμιστής, όταν όμως βλέπω τη βούληση για αλλαγή γίνομαι οπτιμιστής». Διότι και ευκαιρίες χάθηκαν και σχέδια μπορεί να απέτυχαν, όμως η βούληση αυτή παραμένει ισχυρή και πιστεύω ότι στο τέλος θα επικρατήσει.