ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΥΝΕΒΗ το '74 στην Κύπρο; Γιατί δεν μνημονεύει κανείς τι βίωσαν οι φαντάροι που βρέθηκαν εκεί κατά το πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο κι αμέσως μετά, κατά την τουρκική εισβολή; Και τι ακριβώς υπερασπίζονταν εκείνοι τότε; Τον ελληνισμό ή τη χούντα των συνταγματαρχών;
Μ' αυτό το περιφρονημένο θέμα, «το δικό μας Βιετνάμ», καταπιάστηκε ο Βασίλης Γκουρογιάννης στο πολύκροτο μυθιστόρημά του «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» (Μεταίχμιο, 2009), πεπεισμένος πως «θα βγαίναμε πολλαπλά κερδισμένοι αν διδασκόμασταν από τις ήττες μας».
Πρόθεσή του, έλεγε ο ίδιος, δεν ήταν να χαϊδέψει αυτιά. Πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει ένα σοκ, «γιατί μόνο έτσι θεραπεύεται η επιλεκτική λήθη, αυτό το κρίσιμο χαρακτηριστικό κάθε απαίδευτου λαού. Πρέπει να σκεφτούμε και τα δικά μας λάθη, και τη δική μας υπεροπτική συμπεριφορά και τα δικά μας εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων. Η ζυγαριά του πόνου δεν είναι μονόπαντη. Ο πόλεμος είναι πόλεμος για όλους και το τίμημα της ειρήνης απαιτεί γενναιοψυχία και αυτοκριτική».
Ο Ηπειρώτης συγγραφέας, που έκανε αίσθηση κατά τη δεκαετία του '90 με τις «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» και παραμένει ακμαίος, αν κρίνουμε από την πρόσφατη «Αναψηλάφιση», σκάλισε αυθεντικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα για τις θηριωδίες που διαπράχτηκαν κι απ’ τις δυο μεριές το ΄74, ήρθε σ' επαφή με κάμποσους βετεράνους πολεμιστές, αφουγκράστηκε την αμοιβαία καχυποψία Ελλαδιτών και Κυπρίων, ανέσυρε τις φωτογραφίες του από «τον καιρό της επιστράτευσης, τότε που υπηρετούσα στον ΄Εβρο», φόρεσε τις αρβύλες του γιου του για να ξαναβρεί «τις συγκινήσεις τις στρατιωτικής ζωής» και, μπολιάζοντας το υλικό του με τις ανησυχίες ενός άνδρα που πλησιάζει τα εξήντα, έδωσε ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα για κάθε πόλεμο, είτε διεξάγεται σε πραγματικό πεδίο μάχης είτε στα βάθη της ψυχής.
Έργο πολυπρόσωπο και πολυφωνικό, σπαρμένο με συμβολισμούς και διαποτισμένο από ειρωνεία, το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» πλέκει δεξιοτεχνικά τη μυθοπλασία με την Ιστορία και, πράγματι, προκάλεσε σοκ όταν πρωτοκυκλοφόρησε.
Το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» περιγράφει την κάθοδο στην Κύπρο και την επίσκεψη στα κατεχόμενα μιας ομάδας παλαίμαχων της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) λίγο μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στο νησί, για να λάβουν μέρος σ’ ένα συνέδριο για τα γεγονότα του ΄74, οργανωμένο με αφορμή τη διαμάχη στην Ελλάδα γύρω από το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού.
Επικεφαλής της ομάδας και κεντρικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας γνωστός από την τηλεόραση ποινικολόγος, πρόεδρος τώρα ενός συλλόγου βετεράνων πολεμιστών, οι οποίοι, λοιδωρημένοι ως προδότες ή χουντικοί επί δεκαετίες, διεκδικούν από την πολιτεία μια κάποια δικαίωση, μια σύντομη αναφορά τους έστω σε σχολικό εγχειρίδιο.
Οι δικές του σκέψεις καθώς και το δικό του –ανεξιχνίαστο ως τις τελευταίες σελίδες– παρελθόν αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για την εξέλιξη της πλοκής. Συμμετείχε όντως σε μια από τις πιο ηρωικές επιχειρήσεις του κυπριακού στρατού τότε, ή μήπως βαρύνεται μ’ εγκλήματα που έχει απωθήσει κι αποσιωπήσει;
Δεν είναι τυχαία η εικόνα που επανέρχεται στο μυαλό του ήρωα σαν εμμονή και η οποία ζωντανεύει στην καρδιά του μυθιστορήματος, σ' ένα κεφάλαιο-κλειδί που φαινομενικά μοιάζει άσχετο με τα υπόλοιπα. Ο ποινικολόγος θυμάται τον εαυτό του μια καλοκαιρινή μέρα, χρόνια πριν, να χαζεύει με τις ώρες ένα παιδί που, με το σώμα βυθισμένο στη θάλασσα, έπαιζε βόλεϊ με τον ηλικιωμένο πατέρα του.
Την επομένη μέρα, όμως, πηγαίνοντας στο ίδιο μέρος λίγο νωρίτερα, συνειδητοποίησε κατάπληκτος ότι το παιδί μεταφερόταν εκεί μ' ένα οικοδομικό καρότσι, καθώς τα δυο του πόδια από τα γόνατα και κάτω ήταν ακρωτηριασμένα... Αυτός είναι τώρα κι ο δικός του τώρα εφιάλτης: ότι κάποτε, μοιραία, θα έρθει και στη δική του «παραλία» κάποιος λίγα λεπτά νωρίτερα, ανακαλύπτοντας τα καλά κρυμμένα μυστικά του.
Σύμφωνα με τον Γκουρογιάννη, ο άνθρωπος αυτός είναι «η προσωποποίηση του πολεμιστή που δεν δικαιώθηκε, που διατάχτηκε να ενεργήσει πέρα από την ιδεολογία και τη συνείδησή του και που όλα όσα απώθησε μέσα του έχουν γίνει εκρηκτική ύλη έτοιμη ν' ανατιναχθεί.
Είναι ένα σύμβολο της κάθε τραυματικής ιδέας που δεν επεξεργαζόμαστε και τη βρίσκουμε μπροστά μας σαν φάντασμα. Κι όπως και οι υπόλοιποι βετεράνοι, ταλανίζεται από την κρίση της μέσης ηλικίας. Κοιτάζει πίσω του τι έχει μείνει απ' τη ζωή του και διαπιστώνει ότι αυτό που θα μπορούσε να του δώσει περηφάνια, προκαλεί είτε περιφρόνηση είτε αδιαφορία.
Έργο πολυπρόσωπο και πολυφωνικό, σπαρμένο με συμβολισμούς και διαποτισμένο από ειρωνεία, το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» πλέκει δεξιοτεχνικά τη μυθοπλασία με την Ιστορία και, πράγματι, προκάλεσε σοκ όταν πρωτοκυκλοφόρησε.
Μολονότι η κριτική υποκλίθηκε στην τόλμη του Γκουρογιάννη να καταδυθεί σε μια τόσο σκοτεινή σελίδα της πρόσφατης ιστορίας μας, ακροδεξιοί κυρίως κύκλοι τον κατηγόρησαν ως προδότη, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «ανθελληνικό και βλάσφημο πορνογράφημα», προσβλητικό για τους παλαίμαχους της ΕΛΔΥΚ.
Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν τον συγγραφέα στο να διορθώσει κάποια επί μέρους σημεία, κρατώντας ατόφια όμως τη φιλοσοφία της αρχικής του προσέγγισης.
Σήμερα το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη αναγνωρίζεται ως ένα από τα κορυφαία δείγματα της «λογοτεχνίας του τραύματος», εξού και η εκτενέστατη ανάλυσή του στη φρεσκοτυπωμένη μελέτη της Βασιλικής Σελιώτη «Λογοτεχνία και τραύμα. Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία» (Επίκεντρο).
Το «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» με τον γεμάτο ενοχές ανδρικό μικρόκοσμο που στήνει, δεν είναι παρά μια μεταφορά της ενοχής που μας βαραίνει από το ’74, επισημαίνει η Σελιώτη, αφού εξαιτίας της προδοτικής αφροσύνης που επέδειξε η Ελλάδα τότε, χάθηκε ο κυπριακός βορράς. Η αναμενόμενη επανέκδοσή του από το Μεταίχμιο θα δώσει ευκαιρία να το ανακαλύψουν όσοι δεν το έχουν διαβάσει και να το θυμηθούν όσοι βυθίζονται τώρα στην καταπληκτική έρευνα του Αλέξη Παπαχελά «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974», όπου καταγράφονται λεπτό προς λεπτό όλες οι πτυχές –πολεμικές, διπλωματικές, πολιτικές– της τουρκικής εισβολής.
Γεννημένος το '51 σ' ένα χωριό έξω απ' τα Γιάννενα –«ως την τετάρτη Γυμνασίου έβοσκα πρόβατα...»– και μια ζωή μαχόμενος δικηγόρος, ο Γκουρογιάννης ακόμα και τις μαρτυρίες των πολεμιστών, ένθεν και ένθεν, που λειτούργησαν ως πρώτη ύλη για το μυθιστόρημά του, ως προτάσεις αντιδίκου τις αντιμετώπισε – «η αντίθετη άποψη περιέχει πάντοτε σπέρματα αλήθειας».
Όσο για την Κύπρο, «δεν είναι ένας τόπος στρατηγικής στο υπογάστριο της Τουρκίας που πρέπει να υπερασπίσουμε με κάθε μέσον», λέει. «Είναι ένας τόπος στην άκρη της Μεσογείου όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι το όπλο που θα την κρατήσει, πιστεύω, για πάντα ελληνική».