«Οι άνθρωποι που ζούν με το ένα πόδι στην πρωτεύουσα και το άλλο στην εξοχή –είνε η σαΐτες του αργαλειού, όπως τους έχει ονομάσει κάποιος-, διηγούντο, το μεσημέρι πούτρωγαν ά-λά γκαρσόν, της απολαύσεις και τα βάσανα του παραθεριστηρίου τους.
Έξαφνα ένας ρώτησε το σιωπηλό της παρέας:
-Κι' εσείς; Πού παραθερίζετε σείς;
-Εγώ παραθερίζω στου Μερακλή, απήντησε με περηφάνεια, σά νάλεγε: Στην Κότ-Ντ' Αζούρ.
-Είνε ακτή; Είνε θέσις σε βουνό;
-Όχι, καφενεδάκι.
-Καφενεδάκι;
-Ακριβώς. Και μάλιστα στην πιο ασφυκτική συνοικία των Αθηνών. Είνε σφηνωμένο σ' ένα δρομάκο της Πλάκας. Αλλά τι τα θέλετε φίλοι μου. Είνε η καλλίτερη εξοχή. Δεν το αλλάζω με τίποτα –ούτε με το Χελμό. Παραθερίζω εκεί επί τέσσερα χρόνια τώρα. Και είμαι κατενθουσιασμένος.
Οι άλλοι άρχισαν να γελούν.
-Το περνάτε γι' αστείο; Θα μπορούσα να σας πώ: Έχει ζέστη, όπως και όλες η άλλες εξοχές, έχει μυΐγες, έχει σκόνη, έχει θορύβους... ότι τέλος πάντων δεν του λείπει καμμιά μιζέρια απ' όσες χαρακτηρίζουν την ελληνική εξοχή. Και ότι, επι πλέον, έχετε την οικονομία αρκετών χιλιοδράχμων, γιατί δε σας στοιχίζει παρά μερικά καφεδάκια ή μια γκαζόζα την ημέρα.
Αλλά δεν είνε έτσι! Έχει παχειά σκιά, έχει δροσιά, έχει πάστρα, έχει άφθονη πρασινάδα, έχει φαιδρότητα κι' αντιλαλεί όλη την ημέρα από κελαϊδισμούς.
-Μωρέ πού είνε αυτός ο επίγειος παράδεισος και δεν το ξέραμε;
-Έ, φίλοι μου! Δεν είμαι πληρωμένος διαφημιστής να σας δώσω αμέσως την διεύθυνσι. Άλλωστε δε με συμφέρει. Ό, τι βρίσκει κανείς ωραίο, με προσωπική του έρευνα, σ' αυτό το είδος, πρέπει να το κρατή μυστικό στην Αθήνα. Κάθε κέντρο πού θα λανσαρισθή εδώ γεμίζει κόσμο για μια στιγμή, παίρνει ύφος, έχει αξιώσεις, καταστρέφεται και σβύνει.
Αλλ' αυτό το καφενεδάκι το λατρεύω. Δε θα σας πώ ποτέ πού είνε. Πρέπει να μείνη έτσι, άγνωστο και παρθένο, στον παράμερο δρομάκο της Πλάκας –Μια όασις μέσα στο αφρικανικό καμίνι του αθηναϊκού καλοκαιριού.
Τα παληά σπίτια με της σκεβρωμένες αυλόπορτες, τα στραβοσάγονα μπαλκόνια και τα ξεπαϊδιασμένα χαγιάτια του κρατούν ίσκιο. Η πνοούλα, το ρευματάκι πού μπουκάρει στο σοκάκι από την γειτονική πλατεούλα, το μυρώνει με το άρωμα των βασιλικών και των δειλινών, που στολίζουν κάποιες παληές αυλές, με τ' άνθια τους, ντυμένα τη μεγάλη μώβ στολή.
Και ο Μερακλής φροντίζει για τα επίλοιπα. Δεν τον λένε έτσι τον άνθρωπο. Μερακλής δεν είνε τ' όνομά του –είνε ιδιότης. Έχει μεράκι. Έχει βάλει τη φιλοτιμία του, το έρτζι του, τη φιλοδοξία του, το σεβδά του σ' αυτό το καφενεδάκι. Και είνε μια ζωντανή απόδειξις του τι μπορεί να κάμη ένας άνθρωπος.
-Μά τι έχει κάμει τέλος πάντων; Ρώτησε κάποιος ανυπόμονα.
-Θαύματα. Μετέβαλε τη φυσιογνωμία του δρόμου. Έχει κάμει μια θαυμασία μικρή «τεράς» με περικοκλάδες που της διατηρεί μ' άγρυπνη προσοχή δροσερώτατες. Είνε τόσο πυκνές, που, άμα καθίσης κάτω από τα χαρούμενα τόξα τους, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε κιόσκι μουσουλμανικού κήπου.
Οι πελάτες του φθάνουν άθλιοι, σκονισμένοι, ιδρωμένοι... και γίνονται ση στιγμή πασάδες. Η πρόσοψις είνε καλοβαμμένη, περασμένη πάντα με το σφουγγάρι, αστράφτει. Τα καρεκλάκια του περιποιημένα, ομοιόμορφα, ομοιόχρωμα, τα τραπεζάκια του με ριπολίνη, τα ζάρφια του με χρυσή γιρλανδούλα, τα ποτήρια του κρυστάλλινα, το νερό του πάντα παγωμένο, το γλυκό του σπιτίσιο. Έχεις αμέσως την εντύπωσι ότι άλλαξες διά μιάς περιβάλλον. Πάστρα και ανθρωπιά.
Και από πάνω από το κεφάλι σου, μέσα στα δροσερά, πράσινα φυλλώματα κρέμονται δέκα κλουβάκια με πουλιά, πού δίδουν κάθε τόσο γοητευτικές συναυλίες. Είνε κανάρια, φλώροι, καρδερίνες, φανέτα, σπίνοι, σκαθάρια, επί τέλους και μια γαλιάντρα. Τιτιβίζουν, σφυρίζουν, μιμούνται το ένα το άλλο, παραβγαίνουν.
Ο Μερακλής είνε μέγας πουλοπατέρας. Τα κλουβάκια είνε πεντακάθαρα, τα καλαμάκια τους ωμορφοβαλμένα, το νερό τους φρέσκο και στα σύρματα θα ιδήτε πάντα λιχουδιές: Ανοιχτά σύκα, ζάχαρι, πρασινάδα, για τους πτερωτούς υπηκόους του. Σ' ένα δύο υπάρχουν και φωληές. Ο Μερακλής τά ζευγαρώνει, επιβλέπει κι' ευλογεί τον καρπό τους.
Είν' ένας πρώην ναυτικός, χαροκαμμένος στα παιδιά του, άτυχος στη γυναίκα του, που γύρισε κάποτε από ταξείδι και δεν τη βρήκε σπίτι του... Κι' όλους τους καϋμούς του τους έχει κάμει ωμορφιές στο μαγαζάκι του. Καμμιά φορά το τσούζει, αργά τη νύχτα. Και τότε ακουμπισμένος στον αγκώνα του, σιγανοτραγουδεί:
«Τα βάσανά μου γίνηκαν
Ανθοί και τους μαζώνω...»
Αυτού παραθερίζω κύριοι! Όταν πολυζεσταθώ, κατεβαίνω από το σπίτι μου στις περικοκλάδες του Μερακλή και δροσίζομαι, μ' ένα βύσσινο. Και... σας λυπούμαι. Δουλεύετε στην παραίσθησι της εξοχής.
Τον πολιόρκησαν μ' ερωτήσεις. Ζητούσαν τοπογραφικές λεπτομέρειες.
-Αδύνατον! Θα πάτε να μού τον κάμετε κι' αυτόν Γλυφάδα-Βούλα-Βουλιαγμένη! Αμ' δε!...».
(«Αθηναϊκά Νέα», 1922)
Δεν είστε λίγοι φαντάζομαι που μείνατε στην Αθήνα. Βαλθείτε ν' ανακαλύψετε τον δικό σας Μερακλή και θα περάσετε καλύτερα. Κι' αν θέλετε μας λέτε και που είναι...
Σε κάθε περίπτωση η ανανεωμένη για το καλοκαίρι Παλιά Αθήνα είναι μια καθ' όλα μερακλίδικη γωνιά.
Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ /
σχόλια