Συνέντευξη στον Βασίλη Ρούβαλη από το Εντευκτήριο
Ο Γιώργος Κορδομενίδης είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τις σελίδες του περιοδικού που έμελλε να ξεκινήσει το 1987 και να συνεχίζει γόνιμα και σταθερά στον χρόνο. Αποτελεί «ψυχή», ιθύνοντα νου αλλά και στυλοβάτη αυτής της εκδοτικής προσπάθειας, συνάμα της λειτουργίας ενός ωραίου χώρου καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ομώνυμης εκδοτικής ετικέτας.
Το «Εντευκτήριο» συντηρεί έμπρακτα την αντίληψη ότι η διάρκεια αποτελεί σοβαρή συντεταγμένη της λογοτεχνίας: απαιτείται επιμονή, αναζήτηση της ουσίας, έγκριτη παρουσία και όσφρηση γύρω από τις εξελίξεις στον χώρο της ποίησης, της πεζογραφίας, του δοκιμιακού λόγου.
Τα γενέθλια των 25 πρώτων χρόνων του υπενθυμίζουν επίσης στις κατοπινές γενιές τον ρόλο που καλείται μια συντακτική ομάδα να διαδραματίσει, αναδεικνύοντας την ποιότητα κι ανανεώνοντας την ευρηματικότητα της τρέχουσας πνευματικής δημιουργίας. Ο εκδότης του «Εντευκτηρίου», αν μη τι άλλο, διδάσκει αυτή την ηθική αντίληψη, και τούτο αποτελεί γόνιμο κανόνα.
Το περιοδικό κυκλοφορεί σε έντυπη μορφή. Μόλις τα τελευταία χρόνια προσφέρει μέρος της ύλης του σε ψηφιακή μορφή, συνεργώντας στην άποψη ότι, όπως ανέκαθεν, ο γραπτός λόγος βρίσκει πεδίο έκφρασης και προσαρμογής σε κάθε τεχνολογική εξέλιξη ανά εποχές, και παραμένει αναλλοίωτος.
Ως προς τον ρόλο που έχει διατελέσει το περιοδικό στη νεοελληνική γραμματεία, αποτελεί αρωγό στην εξέλιξη της πνευματικής-πολιτιστικής δημιουργίας, τον οποίο δεν αναμένατε να εκληφθεί ως τέτοιος στο ξεκίνημά του;
Θέλω να πιστεύω πως στα 25, συμπληρωμένα, χρόνια της έκδοσής του το «Εντευκτήριο» έχει συμβάλει - με τον τρόπο του και στον βαθμό που σήμερα μπορεί ένα περιοδικό να το κάνει - στην πνευματική ζωή του τόπου. Λέω «στον βαθμό που σήμερα μπορεί να το κάνει» γιατί πιστεύω πως τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν αλλάξει πάρα πολύ οι συνθήκες της ζωής (ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, με τις ευκολίες που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία και το Διαδίκτυο).
Παλιότερα, λόγου χάρη, που τα ταξίδια στο εξωτερικό δεν ήταν εύκολα ούτε συχνά, τα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία ήταν, για πολλούς, ο μόνος χώρος-τρόπος να «ανακαλύψουν» έναν σημαντικό νέο συγγραφέα ή ένα σπουδαίο βιβλίο. Κατ' αναλογία, τα περιοδικά αποτελούσαν τη μοναδική, ίσως, πύλη για την εισαγωγή των νέων τάσεων από την Ευρώπη κυρίως (θυμίζω ότι, για παράδειγμα, ο Μπαρτ «εισήχθη» την Ελλάδα μέσω μιας μετάφρασης κειμένου του που δημοσιεύτηκε στην Κριτική του Μανόλη και της Νόρας Αναγνωστάκη), καθώς και για την εμφάνιση στα γράμματα νέων λογοτεχνών. Σήμερα αυτός ο ρόλος των περιοδικών σχεδόν έχει εκμηδενιστεί.
Μέσω του Διαδικτύου, καθένας μπορεί να έχει άμεση και εύκολη πρόσβαση σε έντυπα και βιβλιοθήκες όλου του κόσμου, σε ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία κτλ. Εξίσου εύκολα ένας νέος συγγραφέας μπορεί να δημιουργήσει δικό του blog ή ιστοσελίδα και να «ανεβάζει» εκεί τα κείμενά του (το πόσοι και πότε θα τα «ανακαλύψουν» εκεί είναι άλλο ζήτημα, ωστόσο η νέα αυτή δυνατότητα δίνει στους φερέλπιδες νέους συγγραφείς την αίσθηση ότι δηλώνουν την παρουσία τους και ότι δεν χρειάζεται να το κάνουν αυτό μέσω ενός λογοτεχνικού περιοδικού, υποβαλλόμενοι μάλιστα και στη διαδικασία αξιολόγησης του κειμένου τους (πολύ δυσάρεστη μάλιστα, όταν το κείμενο δεν γίνεται τελικά αποδεκτό) από τη συντακτική ομάδα ή τον διευθυντή του περιοδικού.
Ουσιαστικά, αυτό που μπορεί να κάνει σήμερα ένα λογοτεχνικό περιοδικό είναι να προτείνει στους αναγνώστες του κείμενα (λογοτεχνικά αλλά και δοκίμια, μελέτες και βιβλιοκρισίες) υψηλού επιπέδου, που να αποκλίνουν από τον στρεβλό λογοτεχνικό κανόνα τον οποίο διαμορφώνουν η λογική των «ευπώλητων» και το εκδοτικό μάρκετινγκ.
Για να επιστρέψω στο ερώτημά σας, νομίζω ότι είμαι το τελευταίο πρόσωπο που θα μπορούσε να αποτιμήσει τον βαθμό συμβολής του «Εντευκτηρίου» στα λογοτεχνικά πράγματα. Αν πάντως το «Εντευκτήριο» κατέχει διακεκριμένη θέση ανάμεσα στα ανά την Ελλάδα ομοειδή έντυπα, σίγουρα κάτι τέτοιο ούτε προβλέφθηκε ούτε σχεδιάστηκε αλλά προέκυψε εκ των πραγμάτων. Αυτό που εξαρχής με ενδιέφερε ήταν το Εντευκτήριο πρωτίστως να περιέχει κείμενα που εγώ θα ήθελα να διαβάσω. Επειδή μάλιστα όταν κυκλοφορήσει πια ένα τεύχος δεν... βρίσκω σ' αυτό κάποιο κείμενο για να διαβάσω, έχω «ανακαλύψει» έναν δικό μου τρόπο για να απολαμβάνω το περιοδικό: παίρνω, κατά καιρούς, ένα παλιό τεύχος από το ράφι και ξαναδιαβάζω μερικές σελίδες, που σίγουρα μετά από τόσα χρόνια τις έχω ξεχάσει!
Το «Εντευκτήριο» παραμένει ένα περιοδικό που συγκεράζει και συσπειρώνει τη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη αλλά και αφήνει «περιθώριο έκφρασης» στην Αθήνα. Υπήρξε ιδιαίτερο σκεπτικό σ' αυτή την κατά τίνα τρόπω γεωγραφική ευρύτητα;
Το 1987, όταν πρωτοβγήκε το «Εντευκτήριο», είχαν ήδη εκδοθεί ο Λογοτεχνικός Παρατηρητής και το Τραμ στην τρίτη του διαδρομή. Και τα δύο αντλούσαν πάνω από το 90% των συνεργατών τους από το συγγραφικό δυναμικό της Θεσσαλονίκης. Αντί να διαγκωνιζόμαστε και να διεκδικούμε ένα κομμάτι από αυτήν την -όχι ανεξάντλητη- «πίτα», σκεφτήκαμε ότι δεν έχει λόγο ακόμη ένα λογοτεχνικό περιοδικό που θα αποτελεί τον καθρέφτη της λογοτεχνικής παραγωγής της Θεσσαλονίκης, κι έτσι ευθύς εξαρχής απευθυνθήκαμε σε συγγραφείς από όλη την Ελλάδα. Έτσι, στην «Κατάθεση προθέσεων» που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του «Εντευκτηρίου», δηλώνεται επί λέξει: «[Το Εντευκτήριο] δεν είναι ένα "τοπικό" περιοδικό. Ούτε η θεματογραφία του ούτε οι συνεργάτες του περιορίζονται στον χώρο της Θεσσαλονίκης. Βέβαια, το περιοδικό εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, φιλοδοξεί όμως να διαβάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον σε όλη την Ελλάδα και χωρίς καμιά συγκατάβαση για το ότι προέρχεται από την "αδικημένη συμπρωτεύουσα"».
Λέγεται ότι έχει παρέλθει η εποχή των περιοδικών. Πιστεύετε ωστόσο ότι η σημασία τους, έστω κι αν αλλάξει η φόρμα, η αισθητική, η δομή τους, παραμένει αναλλοίωτη και καθοριστική;
Όπως ήδη είπα, σ' ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο τεχνολογικό περιβάλλον, τα λογοτεχνικά περιοδικά καλούνται να επανακαθορίσουν τη θέση και τον ρόλο τους. Σ' αυτή τη μεταβατική περίοδο ίσως είναι ακόμη αμήχανα, αλλά πιστεύω πως σύντομα θα βρουν -τουλάχιστον όσα αισθάνονται και είναι ζωντανά- το νέο τους στίγμα. Σε μια εποχή που επικρατεί γενικευμένη σύγχυση και ανέχεια, που καταργείται κάθε απαραίτητο, ζωτικό ψεύδος και η κοινωνία εκφασίζεται ραγδαία, τα περιοδικά (και οι οργανικοί διανοούμενοι) έχουν υποχρέωση να συμβάλουν στην κατάκτηση της αναγκαίας όσο ποτέ συλλογικής και ατομικής μας αυτογνωσίας, καθώς η τέχνη και η παιδεία αποτελούν τον μόνο τρόπο να κατανοήσουμε το παρελθόν, το παρόν και να οραματιστούμε το μέλλον.
Το ερώτημα, ως συνέχεια του προηγούμενου: πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί το λογοτεχνικό τοπίο δίχως τα περιοδικά;
Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και η δύσκολα αναστρέψιμη κοινωνική καταστροφή που επέφερε (με ευθύνη, σε διαφορετικό ίσως βαθμό, της πολιτικής τάξης από το ένα άκρο ως το άλλο) δεν μπορούσε παρά να πλήξει τις οντότητες που λέγονται λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά περιοδικά. Όταν ο άλλος δεν έχει να φάει, να πληρώσει το ηλεκτρικό και τη θέρμανση του σπιτιού του, αυτονόητο είναι ότι θα περικόψει ό,τι θεωρεί πολυτέλεια μη αναγκαία στην καθημερινότητά του. Έτσι, σημαντικά περιοδικά του χώρου ανέστειλαν την έκδοσή τους, και δυστυχώς η προοπτική να επανεκδοθούν κάποια στιγμή αργότερα φαντάζει πολύ μακρινή. Από την άλλη μεριά, αρκετά περιοδικά συνεχίζουν, όχι μόνο επειδή οι άνθρωποι που τα βγάζουν (φυσικά πρόσωπα στις περισσότερες περιπτώσεις, και όχι εκδοτικές εταιρείες) επωμίζονται πεισματικά ακόμη περισσότερη προσωπική «λάτρα» προκειμένου να μειώσουν το εκδοτικό κόστος ή επειδή είναι αποφασισμένοι να βάλουν ξανά και ξανά το χέρι στην τσέπη (παλιά μου τέχνη κόσκινο...), αλλά και διότι υπάρχει μια κρίσιμη μάζα αναγνωστών που εξακολουθεί να τα παρακολουθεί, να αγωνιά για την τύχη τους και να προσπαθεί να τα στηρίξει. Τους τελευταίους μήνες, ενώ η οικονομική συνθήκη έχει γίνει τραγικά δυσβάσταχτη, το «Εντευκτήριο» αποτέλεσε αποδέκτη τέτοιων συγκινητικών χειρονομικών, που ναι μεν ήταν λίγες και οικονομικά ασήμαντες, ωστόσο υπήρξαν ευεργετικές ψυχολογικά, καθώς μας έστειλαν το σήμα ότι στον αγώνα που δίνουμε δεν είμαστε μόνοι, πως ό,τι κάνουμε δεν εγγράφεται στο κενό. Κάθε φορά που έρχεται μια ανανέωση συνδρομής ή, σπανιότερα, μια νέα συνδρομή από τις εσχατιές της Ελλάδας, η ηθική τόνωση είναι απίστευτα μεγάλη. Δεν πιστεύω λοιπόν πως τα λογοτεχνικά περιοδικά θα αποτελέσουν τους δεινοσαύρους του 21ου αιώνα.
Ποιο είναι το δημιουργικό στοίχημα για έναν εκδότη περιοδικού που μόλις γιόρτασε τα γενέθλια ενός τετάρτου του αιώνα στα καθ' ημάς λογοτεχνικά πράγματα;
Για να είμαι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή το κρίσιμο ζήτημα είναι η επιβίωση του περιοδικού, δίχως εκπτώσεις στην ποιότητα της ύλης και στην ποιότητα της έκδοσης. (Το «στοίχημα» αφορά και τη συνέχιση της λειτουργίας του «Underground Εντευκτήριο», το οποίο στα 11 χρόνια τής μέχρι τώρα ύπαρξής του οργάνωσε πάνω από 75 εκδηλώσεις, όλες με ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Μόνο στην τελευταία μας εκδήλωση, για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, υποχρεωθήκαμε από τα πράγματα να βάλουμε συμβολικό εισιτήριο 2 ευρώ.) Από εκεί και πέρα, ένα περιοδικό που θέλει να παραμένει ζωντανό και όχι απλώς να εκδίδεται, είναι αναγκασμένο να ανανεώνεται διαρκώς και να επανακαθορίζει κάθε τόσο το στίγμα του, παραμένοντας πιστό στις βασικές αρχές της έκδοσής του.
σχόλια