Όταν ο Κάφκα διάβασε το πρώτο κεφάλαιο της Δίκης στους φίλους του, έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια. «Μα, πώς γίνεται να έχω συλληφθεί; Και ιδίως μ’ αυτόν το γελοίο τρόπο;» αναρωτιέται ο ήρωας του μυθιστορήματος, λίγο μετά την εισβολή δύο αγνώστων στο υπνοδωμάτιό του. Πράγματι, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά γελοία χαρακτηριστικά στην ανορθόδοξη σύλληψη του Τζόζεφ Κ. Η λαίμαργη εξαφάνιση του πρωινού του γεύματος από τους δεσμοφύλακες, οι διαφωνίες για το χρώμα του σακακιού που πρέπει να φορέσει ενώπιον του Επιθεωρητή, η γριά κουτσομπόλα που παραμονεύει στο απέναντι παράθυρο, η μια λεπτομέρεια μετά την άλλη οικοδομούν αριστοτεχνικά την αίσθηση του παράξενου, του αντιφατικού: ενώ θεωρητικά κάτι σοβαρό συμβαίνει (η ξαφνική σύλληψη ενός ανθρώπου μέσα στο σπίτι του), ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει μοιάζει να στερείται της πρέπουσας σοβαρότητας.
Η αίσθηση αυτή συνεχίζεται στην πρώτη Ανάκριση του Τζόζεφ Κ., όπου η λάγνα καθαρίστρια χαϊδεύεται παθιασμένα με τον Σπουδαστή, διαταράσσοντας το κύρος της συνεδριάσεως και προκαλώντας τον γέλωτα των γερόντων με τις μακριές γενειάδες. Στην αποθήκη, όπου ο ημίγυμνος Μαστιγωτής τιμωρεί τους κλαψιάρηδες φύλακες. Στη λιλιπούτεια σοφίτα του ζωγράφου, όπου τα τσιριχτά κοριτσάκια κατασκοπεύουν από τις χαραμάδες. Στο σπίτι του Συνηγόρου, με την ερωτιάρα βοηθό του να ρίχνεται σε κάθε νέο πελάτη, επειδή την ερεθίζουν οι κατηγορούμενοι. Όσο περισσότερο ο Τζόζεφ Κ. βυθίζεται στην περιπέτεια της επικείμενης δίκης του, τόσο σκληραίνει ο σουρεαλισμός της καθημερινότητας που τον καταπίνει.
Χωρίς να γνωρίζει το αδίκημά του, χωρίς να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ακόμη κι αν προσλάβει τον καλύτερο δικηγόρο, χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί από τη σκιά του Δικαστηρίου και των εκπροσώπων του που καραδοκούν σε κάθε γωνιά, ο Κ. αρχίζει να αισθάνεται ένοχος προτού καν καταδικαστεί. Ματαίως αναζητά στο παρελθόν του ένα σφάλμα, ένα παράπτωμα, για το οποίο θα άξιζε να παραστεί ενώπιον των Αρχών. Δεν το βρίσκει πουθενά. Η σκέψη του, η ενέργειά του, η ψυχή του, όλα τα αποθέματα αισιοδοξίας κι ελπίδας στεγνώνουν. Κάθε μέρα ξεκινάει να βρει μια λύση, να οργανώσει την άμυνά του, να εντοπίσει τους συμμάχους του. Και κάθε μέρα συνειδητοποιεί ότι ο Οργανισμός είναι ανίκητος και η αθώωση ένα όνειρο απατηλό. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια θα σπαταληθούν στον αγώνα διάψευσης μιας ακαθόριστης ενοχής που κυριεύει το σώμα και το μυαλό σαν ασθένεια δίχως θεραπεία. Όσο κι αν πασχίσει, θα παραμείνει κατηγορούμενος μέχρι να πεθάνει.
Τη σουρεαλιστική διάσταση του κειμένου επιχειρεί να αναδείξει η σκηνοθετική προσέγγιση του Θωμά Μοσχόπουλου στη Δίκη του Κ.: η αλλόκοτη περιπέτεια του ήρωα, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του Θεάτρου του Παραλόγου.
Υλικό υπάρχει πλούσιο για να τροφοδοτηθεί μια τέτοια ενδιαφέρουσα ανάγνωση, όπως προανέφερα. Πολλές φλέβες παράνοιας διατρέχουν το σύμπαν του Τζόζεφ Κ. Η λογική έχει πεθάνει και η αυθαιρεσία βασιλεύει. Το Σύστημα είναι ο νέος θεός. Ο μηχανισμός ποινικοποίησης της ύπαρξης (για να δανειστώ μια καταπληκτική φράση του Μισέλ Φουκώ) λειτουργεί άψογα. «Μα, δεν είμαι ένοχος», λέει ο Κ., «πρόκειται περί πλάνης. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να είναι ένοχος; Όλοι μας είμαστε άνθρωποι, όλοι είμαστε ίδιοι». «Αυτό είναι αλήθεια», λέει ο ιερέας, «αλλά έτσι μιλάνε όλοι οι ένοχοι».
Το σκηνικό επιχειρεί να μεταδώσει αυτή την εντύπωση του μη-κανονικού. Οι πειραγμένες γεωμετρικές μορφές των κατασκευών –φανταστείτε ένα τραπέζι με διαφορετικού ύψους πόδια που όμως στέκεται– παραπέμπουν στα αδρά, μινιμαλιστικά σκίτσα του ίδιου του Κάφκα. Όλα είναι ασπρόμαυρα και «μυτερά», με πολλές γωνίες. Ο τοίχος στο βάθος της σκηνής ορθώνεται γυμνός, φαγωμένος, χαρίζοντας μια ωραία ανάσα ύψους.
Το κυλιόμενο υπνοδωμάτιο με τους λοξούς τοίχους και το χαμηλό ταβάνι γίνεται αποθήκη και μετά σοφίτα εν ριπή οφθαλμού. Με απλά ευρήματα σκιαγραφούνται οι «σκάλες» που ανεβαίνει ο ήρωας, οι υπάλληλοι που «δακτυλογραφούν» ή το «ταξί» που παίρνει με τον θείο του. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση της δράσης (πήγε, είδε, έκανε κ.λπ.) μοιράζεται σε διάφορα πρόσωπα, σαν τεθλασμένη γραμμή. Τα πάντα τρέχουν και ο ήρωας στροβιλίζεται. Το κωμικό στοιχείο κυριαρχεί: στη γοργή εκφορά του λόγου, στο συνεχές τρέξιμο, στην ελαφρότητα του ύφους, στη συχνά «καρτουνίστικη» κίνηση, στις ερμηνείες των ηθοποιών. Η αρχή θυμίζει παρωδία ή κωμωδία παρεξηγήσεων: «Α! Ποιος είστε; Α! Πώς γίνεται να έχω συλληφθεί;» αναφωνεί ο πρωταγωνιστής, ο οποίος προσθέτει διαρκώς αυτό το έκπληκτο «Α!» στην αρχή κάθε φράσης του. Οι υπέροχες λευκές μάσκες-γλυπτά που φορούν οι «διώκτες» –μια συνάντηση κυκλαδικών ειδωλίων με τα ανίψια του Ντόναλντ Ντακ– συνθέτουν το πιο πρωτότυπο στοιχείο της όψης.
Σιγά σιγά, όμως, νιώθουμε να χανόμαστε μέσα σε τόση ελαφράδα. Όλα μοιάζουν περιέργως χαριτωμένα. Οι σκιές στον τοίχο δεν έχουν τίποτα απειλητικό – περισσότερο διακοσμητικές φαντάζουν. Τα τακούνια που καρφώνουν δυνατά το πάτωμα ή ο μετρονόμος που χτυπά επίμονα στην άκρη της σκηνής δεν συνεργούν στη δημιουργία μιας εγκυμονούσας ατμόσφαιρας. Μερικά επεισόδια γεννούν ευθυμία (η σκηνή με τον Μαστιγωτή ή τον Ζωγράφο), ενώ άλλα ηχούν κούφια, προκαλώντας απλώς αμηχανία (η πρώτη Ανάκριση, η «αγόρευση» του Συνηγόρου κ.λπ.).
«Ο ήρωας βρίσκεται παγιδευμένος στο ανέκδοτο της ίδιας του της ζωής, σαν ένα ψάρι στη γυάλα του» γράφει ο Μίλαν Κούντερα στο εξαιρετικό δοκίμιο Kafka’s World (1988). «Ο ίδιος όμως δεν το βρίσκει αστείο: «ένα ανέκδοτο είναι αστείο μόνο όταν στέκεσαι έξω από τη γυάλα». Αντιθέτως, «η καφκική ειρωνεία μας πηγαίνει στο εσωτερικό, στα σωθικά του αστείου, στον τρόμο του κωμικού».
Ειρωνική αποστασιοποίηση δεν σημαίνει επιδερμικότητα: σημαίνει ουσιαστική αναγνώριση της διττής όψης των πραγμάτων. Θέατρο του Παραλόγου δεν σημαίνει διαζύγιο από το συναίσθημα, σημαίνει την έκφραση του τελευταίου μέσα από την αντίφαση. Τα κοριτσάκια που σε υποδέχονται έχουν παραμορφωμένη ραχοκοκαλιά, ενώ οι γενειάδες των γερόντων που σε δικάζουν γδέρνουν σαν νύχια αρπακτικών. Ακόμη κι ο εκπρόσωπος του Θεού, ο ιερέας που συναντάει ο Κ. στη Μητρόπολη, αποδεικνύεται κι αυτός υπάλληλος του Δικαστηρίου. Μπορεί στη Δίκη το συναίσθημα της απόγνωσης να αποτυπώνεται έμμεσα, σίγουρα όμως διαθέτει τρομερή ισχύ και διαβρώνει τα πάντα. Εγκλωβισμένος σε έναν λαβύρινθο δίχως έξοδο, ο ήρωας δεν συναντά παρηγοριά πουθενά. Τα επεισόδια ολοένα σκοτεινιάζουν. Το τελευταίο κεφάλαιο τον δείχνει να οδεύει σχεδόν οικειοθελώς προς τη σφαγή του, συνοδεία δύο ανεξιχνίαστων εκτελεστών. Η ειρωνεία κορυφώνεται σπαρακτικά: «Πάντοτε ήθελα να γαντζωθώ από τον κόσμο με είκοσι χέρια και όχι για κανέναν πολύ αξιέπαινο λόγο. Λάθος...».
Από την παράσταση απουσιάζει οποιαδήποτε αίσθηση ανημπόριας του ήρωα. Ό,τι κι αν συμβεί, εκείνος προχωρά ανέμελος. Όσο απολαυστικός κι αν διαγράφεται ο Μιχάλης Συριόπουλος στο πρώτο μέρος, χάρη στη σπιρτάδα του, δεν καταφέρνει να μας μεταδώσει ούτε καν ως υποψία την πιθανότητα ότι μπορεί κάτι να πεθαίνει μέσα του. Στη σκηνή της Μητρόπολης μένει απλώς ανέκφραστος. Όσο για τη σκηνή του θανάτου του –μια σκηνή που παραδίδεται σχεδόν διεκπεραιωτικά στο κοινό–, ο νεαρός ηθοποιός στέκεται και μας κοιτάει σαν παιδί που είπε το τελευταίο αστείο και τώρα η παράσταση μπορεί να τελειώσει.
Στον Κάφκα, όμως, πίσω από κάθε γέλιο κρύβεται ένας σπασμός – «ο τρόμος του κωμικού». Στην παράσταση δεν υπάρχει κανένας σπασμός...