Δεν έχουν μείνει και πολλά πράγματα που μπορούν να μας σοκάρουν –γεγονός που από μία πλευρά μόνο θλίψη μπορεί να προκαλεί. Υπάρχειωστόσο ένα θέμα που εξακολουθεί να σοκάρει το σύγχρονο, μορφωμένο κιαπελευθερωμένο από τα ταμπού και τις θρησκείες άνθρωπο: ο θάνατος (όπωςδεν σόκαρε τους αγράμματους ανθρώπους του παλιού καιρού, που τοναντιμετώπιζαν με φυσικότητα, σαν αναπόφευκτη φάση της ανθρώπινηςύπαρξης). Γι’ αυτό καταλαβαίνω τις τρεις κυρίες που δεν άντεξαν ναπαρακολουθήσουν μέχρι τέλους την παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου (στο Από Μηχανής), με τίτλο Θανάτω Θάνατον και πρώτη ύλη τα πέντε μονόπρακτα που ο Βασίλης Ζιώγας (1935-2001)έγραψε στην αρχή της συγγραφικής του πορείας. Το μακάβριο χιούμορ τουςκαι η ανηλεής σάτιρα του αστικού πολιτισμού, του μικροαστισμού και τουφιλοσοφικού και μεταφυσικού κενού του σύγχρονου ανθρώπου, εκπλήσσουντον ανυποψίαστο θεατή, που σύντομα διαπιστώνει ότι –θέλει δεν θέλει–πρέπει να κολυμπήσει στα βαθιά και να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια:ζωή και θάνατος είναι η μία και η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος.
Η τόλμη του συγγραφέα να τραβήξει την ιδέα κάθε μονόπρακτου έως τα όριάτης, αξιοποιώντας ελευθερίες που είχαν ήδη κατακτήσει η ιστορικήπρωτοπορία και κυρίως ο σουρεαλισμός και το νταντά (και στο θέατρο οΙονέσκο και ο Μπέκετ), είναι εντυπωσιακή και μοναδική για το ελληνικόμεταπολεμικό θέατρο.
Στη Βιέννη, όπου σπούδαζε θέατρο και κινηματογράφο ο Ζιώγας την εποχήπου έγραψε τα πέντε μονόπρακτα (1956-8), ήρθε σε επαφή με τα ζητούμενατης εικονοκλαστικής «Ομάδας της Βιέννης»,μίας ομάδας συγγραφέων που μεταξύ 1952-1960 δοκίμασαν –με αφετηρία τιςιδέες του Βιτγκενστάιν για τη γλώσσα– να ξεπεράσουν τολμηρά τουςπεριορισμούς της. Η γλώσσα, που ως εργαλείο επικοινωνίας και εκφραστικόμέσο της λογοτεχνίας έχει αιχμαλωτίσει τον άνθρωπο σ’ ένα σύστημασημείων που παραμορφώνει την πραγματικότητα και αναπαράγει τελικά μόνοτον εαυτό της, περίπου την ίδια εποχή απασχόλησε τους λετριστές, πουεπεδίωξαν να καταστρέψουν τη λέξη ως φορέα σημασίας ξαναγυρνώντας στηνοπτικο-φωνητική ποίηση των ντανταϊστών, και τους οπαδούς της λεγόμενηςσυγκεκριμένης «συγκεκριμένης» (concrete) λογοτεχνίας (1955-60), πουαντιμετώπισε τις λέξεις ως «οπτικό υλικό», ως μορφολογικό δηλαδήστοιχείο που μπορεί να φέρει και σημασίες με τον τρόπο τωνιδεογραμμάτων.
Δέκτης τέτοιων πρωτοποριακών ιδεών ο Ζιώγας, γράφοντας στην ελληνική,δηλαδή απευθυνόμενος δυνητικά σ’ ένα κοινό του οποίου η παιδεία –άρακαι η δυνατότητα πρόσληψης της πρωτοπορίας– υστερούσε, προσάρμοσε τιςαναζητήσεις του σ’ ένα δικό του, προσωπικό σύστημα αναφορών. Μυθικέςκαι ρεαλιστικές πραγματικότητες ανταμώνουν σε κείμενα που αντλούν απότην αρχαία τραγωδία αλλά και από τα παραμύθια και τη λαϊκή παράδοση,μέσα από ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα που εντέλει ανακαλεί την κοινήανθρωπολογική βάση. Επιπλέον, οι διακριτές συγγένειες με το θέατρο τουΖαρί και του Ιονέσκο επιβεβαιώνουν τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό τωνέργων του Ζιώγα.
Ειδικά σ’ αυτά τα πρώιμα μονόπρακτα που παρουσιάζονται στηνΠειραματική Σκηνή, ο Ζιώγας αντιμετωπίζει το θάνατο σαν φαινόμενο τηςζωής. Έτσι, στο Λαστιχένιο Φέρετροη επιθυμία του ήρωα να ελέγξει το θάνατό του, προετοιμάζοντας στηνεντέλεια τη κηδεία του λίγο προτού αυτοκτονήσει, θα καταλήξει στο φόνοτου από τους παρευρισκομένους, που δεν μπορούν να δεχθούν ότι τελικά ομελλοθάνατος επιλέγει να ζήσει· ενώ στο Εστιατόριο Ηumanismusμία ομάδα εκλεκτών πελατών, αναμένοντας ένα απολαυστικό γεύμα με πιάτααπό ανθρώπινο κρέας, ανταλλάσσουν γνώμες και εμπειρίες περίανθρωποφαγίας. Η ανθρωποφαγία κι ο κανιβαλισμός επανέρχεται στο Μέγα Μπεηζάχ και στις Μπριζόλες,συνδέοντας αρχετυπικά μοτίβα με την ανελέητη σάτιρα ενός πολιτισμού πουέχει μεταγγίσει τον κανιβαλισμό των πρωτόγονων στον ακραίο ανταγωνισμότων ανθρωπίνων σχέσεων, και σε μεταφορές τύπου «ο θάνατός σου η ζωήμου» ή «μου πίνει το αίμα» ή «έγινε μεγάλος πατώντας επί πτωμάτων».
Δεκάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμασμένες στις τρεις πλευρές της σκηνής (ιδέα που θύμιζε το σκηνικό της Νύχτας της Κουκουβάγιας τουΒογιατζή), τις οποίες διατρέχει σε ορισμένο ύψος μια σειρά απόηλεκτρικά κεράκια, είναι το ενιαίο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη για τηνπαράσταση που σκηνοθέτησε ο Νίκος Μαστοράκης. Η κίνηση των καλώνηθοποιών που ανέλαβαν να ζωντανέψουν τα μονόπρακτα (συν τα συγγενήδιηγήματα Ο Φωτογράφος και Αυτοπυρπόληση του Μάριου Χάκκα, το διήγημα Νεκροθάφτες του Μισέλ Φάις, ένα κείμενο με τίτλο Ιατροδικαστικάτου σκηνοθέτη, σε μια εντελή –υφολογικά και θεματικά– σύνθεση) θύμιζεστιγμές στιγμές τη φόρμα του Θόδωρου Τερζόπουλου (ιδίως η είσοδος μετους τσίγκινους κουβάδες), αλλά ο διάλογος μεταξύ σκηνοθετών είναιδικαιολογημένος και υπό όρους θεμιτός. Ντυμένοι στα κατάμαυρα, ο Δημήτρης Λιόλιος, ο Χρήστος Νάστος, ο Νίκος Αλεξίου (υπέροχος στο μονόλογο Αυτοπυρπόληση), ο Γιάννος Περλέγκας, ο Δημήτρης Κουτρουβιδέας, η Μαρία Κεχαγιόγλου (έξοχη στο Λαστιχένιο Φέρετρο), η Τζίνα Θλιβέρη, η Δέσποινα Παπάζογλου και η Νικολέτα Βλαβιανού χόρεψαν υπέροχα αυτόν τον γκροτέσκ και τρελό, αποτρόπαιο στη βαθιά σοφία του, dance macabre.