Ο σύγχρονος θεατής, απαιτητικός και ανυπόμονος, δύσκολα παγιδεύεται σε ένα θέατρο για τρεις ολόκληρες ώρες. Κι ωστόσο η παράσταση του Αντώνη Αντύπα, παρόλη τη μεγάλη της διάρκεια, γεμίζει κάθε βράδυ ασφυκτικά την αίθουσα του Απλού Θεάτρου. Γιατί όποιος αναζητά μια μεστή, ορθόδοξη σκηνοθεσία και γερές ερμηνείες βρίσκει εκεί τον ιδανικό τόπο. Και όχι μόνο. Η ενδιαφέρουσα ανάγνωση του έργου, σε συνδυασμό με την εξαιρετική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (μια υπέροχη χειμαρρώδης γλώσσα με εύστοχες στίξεις ελληνικής αργκό), εκσυγχρονίζει το εύφλεκτο κείμενο του Έ. Άλμπι και του προσδίδει χιουμοριστικές αποχρώσεις που τονίζουν ακόμη περισσότερο την απίστευτη αγριάδα του - κι ας ανακουφίζουν προς στιγμήν τη διαταραγμένη μας συνείδηση.
Στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ (1962) ο σπουδαίος μεταπολεμικός συγγραφέας ανατέμνει την ψυχή των συμπατριωτών του με την ωρολογιακή ακρίβεια ενός εμπνευσμένου επιστήμονα. Τοποθετώντας τη δράση κάποιο ξημέρωμα στον χώρο ενός αστικού σαλονιού, μετά από γλέντι και οινοποσία, ανοίγει τις πύλες της κολάσεως. Και, έχοντας ως όχημα τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις ενός μεσήλικου ζευγαριού (Τζωρτζ και Μάρθα) και των νεαρών καλεσμένων του (Νικ και Χάνι), καταγγέλλει ανελέητα την υποκρισία, τη βία, τη διολίσθηση του ήθους, τις οδυνηρές εκπτώσεις, τη φυγή στις φαντασιώσεις, το τέλμα των ανθρώπινων σχέσεων, τη χρεοκοπία, εντέλει, του αμερικανικού ονείρου αλλά και -ερήμην του- κάθε ονείρου μέχρι τις μέρες μας.
Σ' αυτή την αποκαθήλωση της ουτοπίας η άνιση μάχη με τον εαυτό, που σπαράσσεται ανάμεσα στο αρχέγονο και το κοινωνικό, ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και το ζωτικό ψέμα, αποτελεί -σαν πρόγραμμα εκτάκτου ανάγκης- ένα οδόφραγμα απέναντι στον θάνατο. Ο Άλμπι πιστεύει στην κάθαρση. Οι ήρωες καταδύονται στα βάθη της απόγνωσης για να αναδυθούν λουσμένοι στο αχνό φως μιας κάποιας ελπίδας. Οι αυταπάτες έχουν πια πεθάνει.
Ένα τέτοιο θηριώδες έργο θέλει θηριώδεις ερμηνείες. Ο Δημήτρης Καταλειφός και η Ράνια Οικονομίδου ξεπέρασαν τον εαυτό τους. Με εσωτερικές συσπάσεις, εναλλασσόμενες σιωπές και εκρήξεις και απόλυτη αίσθηση του μέτρου οικειοποιήθηκαν τον αγωνιώδη αυτοσαρκασμό του Τζωρτζ και τη σαρκοβόρα θηλυκότητα της Μάρθας αντίστοιχα. Η διδασκαλία του Αντύπα έφερε άρτια αποτελέσματα και στους μικρότερους ρόλους. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης και η Σωτηρία Ρουβολή (το νεαρό ζευγάρι των καλεσμένων), παρότι άπειροι, συμπλήρωσαν επάξια τη διανομή.
Εύστοχο το επικλινές σκηνικό της Μαγιούς Τρικεριώτη και προσεγμένη η κινησιολογική συνεισφορά της Πέρσας Σταματοπούλου. Ευαίσθητη, όπως πάντα, η υπαινικτική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, συνομίλησε με τον βαθύτερο φιλοσοφικό στοχασμό του έργου.