Ο καφές του είναι σερβιρισμένος σε παλιό, φθαρμένο, σπασμένο στη θέση των χειλιών φλυτζανάκι.
Επίτηδες κάποιες φορές πίνει από εκείνο το σημείο σαν να του αρέσει να ματώνει τα χείλια του.
Ακούει τα νέα από ένα μικρό τρανζίστορ και δεινοπαθεί από τα παράσιτα. Η κεραία είναι πάντα πειραγμένη.
Σηκωμένη μέχρι τη μέση επίτηδες για να τον μπερδεύει. Ποιός κερατάς την πειράζει;
Ποιός να την πειράξει...
Ποιός πέρασε εδώ και χρόνια από το μέρος του...
Κανείς. Ξεχασμένος.
Εκείνος όμως δεν ξεχνά. Εκτός από τις στιγμές που δεν θέλει να θυμάται.
Να, όπως τώρα ας πούμε, που το τρανζιστοράκι παίζει «ζητάτε να σας πω» κι εκείνος έχοντας γείρει ελαφρώς στην πολυθρόνα (κάνει πως) αποκοιμιέται και του έρχεται στο νου η εικόνα της.
Να χορεύουν το βαλσάκι με πάθος κοιτώντας ο ένας την άλλη στα μάτια.
Δεν θυμάται, δεν ΘΕΛΕΙ να θυμάται τις στιγμές που την κοίταζε με λύπη, με οίκτο, με συμπόνοια, με την απόλυτη θλίψη να καταγράφεται στα μάτια του ενώ την έβαζαν στο θάλαμο του χειρουργείου στο νοσοκομείο.
Δεν θέλει να θυμάται την απογοήτευση από την απουσία της όταν εκείνη δεν βγήκε ποτέ ζωντανή από εκεί μέσα.
Δεν θέλει να θυμάται τα λουλούδια στο βάζο του μνήματός της.
Προτιμά να θυμάται το γαρύφαλλο που του έβαζε στο πέτο λίγο πριν φύγουν απ' το σπίτι για την κυριακάτικη βόλτα.
Οι μέρες του πάνε μπροστά γιατί οι αναμνήσεις τον σπρώχνουν προς τα πίσω.
Έτσι ζει.
σχόλια