Ήταν ένα ατέλειωτο, άρρωστο καλοκαίρι. Αρχές Νοέμβρη και κυκλοφορούσαμε ακόμα με κοντομάνικα, πρωτοφανή πράγματα! Ο καιρός μας έκανε προφανώς πλάκα. Πλάκα ένιωθα πως μου κάνει και η ζωή μου. Από αυτές τις χοντροκομμένες πλάκες που γελάνε οι άλλοι και όχι εσύ, βέβαια, να εξηγούμαστε. Ήμουν είκοσι οκτώ χρονών, απόφοιτος Νομικής (Αθηνών παρακαλώ) και άνεργος. Εντάξει, όχι ακριβώς άνεργος, απλώς αρνιόμουν να δουλέψω εννιάωρα και δεκάωρα σε ρυθμούς γαλέρας για πεντακόσια ευρώ τον μήνα. Το είχα ρίξει -όπως πολλοί άλλοι- στους διαγωνισμούς του Δημοσίου αναζητώντας μια θέση στον ήλιο. Που μπορεί να ήταν και σε ένα ανήλιαγο γραφείο, δηλαδή, αλλά με ένα χιλιάρικο καθαρό μισθό για αρχή για έξι με εφτά ώρες πραγματικής δουλειάς, και την προοπτική μιας, κάποιας, καριέρας δε με χάλαγε καθόλου.
Είχα φτάσει αισίως στον δέκατο μήνα προετοιμασίας περιμένοντας την προκήρυξη του διαγωνισμού που δεν έλεγε να βγει ποτέ. Είχα σιχαθεί τη ζωή μου. Να ξυπνάω και να διαβάζω μια ύλη που δε φαινόταν να τελειώνει ποτέ, να κατεβαίνω στο Κέντρο για διάβασμα στο αναγνωστήριο και να τρέφομαι με κατεψυγμένες τυρόπιτες του ενός ευρώ και άθλιους καφέδες. Εν τω μεταξύ είχα δοκιμάσει να την «πέσω» και σε κάποιες κοπέλες εντός ή εκτός φροντιστηρίου αλλά ξέρετε πως πάνε αυτά τα πράγματα: δεν πας να λιώνεις στο γυμναστήριο; Οι γυναίκες αποστρέφονται τους άνεργους πιο πολύ κι από... δε βρίσκω ακριβή παρομοίωση. Πολύ, τέλος πάντων.
Έκατσα κάνα μήνα να κοιτάω το ταβάνι κι έπειτα σιδέρωσα ανόρεχτα το καλό μου κουστούμι κι άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε δικηγορικά γραφεία για το πεντακοσάευρο για μια δουλειά που δε μου άρεσε. Και να μη σε θέλουν. Τελικά, βρήκα κάποιον πρόθυμο να με εκμεταλλευτεί.
Η Αθήνα μου φαινόταν πλέον ανυπόφορη. Μια χαβούζα με κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, σκασμένες εξατμίσεις, χαλασμένα πεζοδρόμια, στριμωξίδι στο μετρό, άστεγους, μπάτσους, πρεζόνια, ξεχειλισμένους κάδους με σκουπίδια, και ξεραμένα κάτουρα στους τοίχους. Για να μην τα πολυλογώ, ένιωθα πως είχα φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο.
Τελικά, ψυχικά εξουθενωμένος και οικονομικά εξαντλημένος δίνω στον διαγωνισμό και όπως έλεγε η λογική και ο νόμος των πιθανοτήτων, έκανα μια αξιοπρεπή παρουσία αλλά απέτυχα. Υπήρχαν άλλοι, φαίνεται, πιο στοχοπροσηλωμένοι ή πιο απελπισμένοι από εμένα. Ίσως είναι και το ίδιο πράγμα, τελικά. Έκατσα κάνα μήνα να κοιτάω το ταβάνι κι έπειτα σιδέρωσα ανόρεχτα το καλό μου κουστούμι κι άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε δικηγορικά γραφεία για το πεντακοσάευρο για μια δουλειά που δε μου άρεσε. Και να μη σε θέλουν. Τελικά, βρήκα κάποιον πρόθυμο να με εκμεταλλευτεί. Οι δικηγόροι χωρίζονται, στην συντριπτική τους πλειοψηφία σε δύο κατηγορίες: τους θλιμμένους και τους αγριεμένους. Ευτυχώς το δικό μου αφεντικό ανήκε στους θλιμμένους. Έτσι γλίτωσα τις συχνές-πυκνές ταπεινώσεις που υφίσταντο άλλοι φίλοι μου λες και παίζουμε σε ταινία του Οικονομίδη.
* * *
Έχει περάσει πια ένας ολόκληρος χρόνος. Τα πεντακόσια ευρώ έχουν γίνει τώρα εξακόσια είκοσι, ενώ και η δουλειά δε μου φαίνεται τόσο χάλια. Λίγο αφότου βρήκα δουλειά, βρήκα και κοπέλα. Όχι αυτό ακριβώς που ήθελα, όχι αυτό ακριβώς που ήθελε κι εκείνη, υποθέτω. Έτσι πάνε συνήθως αυτά τα πράγματα. Το σεξ, πάντως, όσο να ναι, βοηθάει την κατάσταση. Ξυπνάμε μαζί το πρωί, παίρνουμε πρωινό, πάμε στη δουλειά και βλέπουμε αγκαλιασμένοι Netflix το βράδυ. Πάμε καμιά εκδρομή, κάνουμε υπομονή και συνεχίζουμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο. Το βράδυ σκεπαζόμαστε με κουβέρτα.
σχόλια