Έρωτας

Έρωτας Facebook Twitter
0

« Ας μείνουμε εδώ ώσπου να ξημερώσει », μου λες και ρίχνεις μια πέτρα στη θάλασσα. « Ας μείνουμε » , σκέφτομαι. « Κρυώνεις; », με ρωτάς. « Όχι καθόλου », σου λέω. Κρυώνω λίγο, μα δε θέλω να στο πω. Θέλω να μείνω εδώ, μαζί σου. Γυρνάς να με κοιτάξεις, το αισθάνομαι, μα εγώ, σαν τάχα να μην ξέρω ότι με κοιτάς, συνεχίζω να κοιτάζω τη θάλασσα. « Έχεις ωραία μάτια», μου λες. «Ευχαριστώ», σου απαντώ και σε ρωτάω γελώντας πώς μέσα στο σκοτάδι μπορείς ακόμα και βλέπεις τα μάτια μου. «Τα βλέπω όσο βλέπεις κι εσύ τη θάλασσα», λες γελώντας. Μου παίρνεις το χέρι και με γέρνεις προς τα πίσω.

Ξαπλωμένοι ανάσκελα, ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτάζουμε τ'αστέρια. Μου κρατάς ακόμα το χέρι. « Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω αστροναύτης», μου λες. « Nόμιζα ότι η δουλειά του αστροναύτη ήταν να μετράει τα άστρα από τη θάλασσα», λες γελώντας σα μικρό παιδί. Ξελυγώνομαι κι εγώ στα γέλια, το σώμα μου πηγαίνει πέρα δώθε πάνω στην άμμο, σαν καράβι πάνω στα νερά με άγκυρα το χέρι σου. Ξαφνικά το νιώθω να γλιστρά ελαφρά από το δικό σου, αχ όχι μη μ'αφήνεις σκέφτομαι, κι εσύ, σα να διαβάζεις τη σκέψη μου, το σφίγγεις πίσω με δύναμη. « Είναι ωραία όταν είσαι παιδί, όταν έχεις την αθωότητα και την ελευθερία να βλέπεις και να φαντάζεσαι τον κόσμο όπως θες», σου λέω, σοβαρή πια. « Ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ένας Αυστριακός λογοτέχνης, είχε πει ότι μόνο οι καλλιτέχνες και τα παιδιά βλέπουν τη ζωή όπως είναι πραγματικά», μου λες.

Ξαφνικά, ένα κύμα φτάνει μέχρι τα πόδια μας και βρέχει τα τζιν και τα παπούτσια μας. Εκείνη τη στιγμή θυμάμαι ότι δεν είναι καλοκαίρι. Αρχίζουμε να γελάμε χωρίς σταματημό. Το γέλιο μας εναρμονίζεται με το ρυθμό των κυμάτων, γίνεται το ρεφραίν της μουσικής της θάλασσας. Από τα πολλά γέλια, με τραβάς προς τα μπροστά να σηκωθώ. Με κοιτάζεις, σε κοιτάζω. Είναι σαν η λάμψη των ματιών σου να τραβούν σα μαγνήτης τα δικά μου. Ή το αντίστροφο. Είναι σαν τα μάτια μας να απορρόφησαν το φως των αστεριών. Με ρωτάς πάλι αν κρυώνω. Σου λέω όχι και πραγματικά, αυτή τη φορά, δεν κρυώνω. Αρχίζω να γελάω ξανά, γιατί σκέφτομαι πόσο περίεργο είναι που ξέχασα το κρύο. Με ρωτάς γιατί γελάω και ξαφνικά ξεσπάς κι εσύ σε γέλια. Σε ρωτάω γιατί γελάς και μου λες « γιατί γελάς κι εσύ».

Γελάμε αρκετή ώρα, χωρίς λόγο. « Αν περάσει κάποιος από εδώ, μου λες, θα νομίζει ότι είμαστε τρελοί ή μεθυσμένοι». «Ή παιδιά », σου λέω γελώντας. «Δε μας νοιάζει, μας νοιάζει; » με ρωτάς. «Δε με νοιάζει τίποτα», σου λέω με ύφος και ψάχνω να βρω μια πέτρα να ρίξω στη θάλασσα. Τη ρίχνω με όλη μου τη δύναμη. Κοιταζόμαστε με συνωμοτικό βλέμμα περιμένοντας να ακούσουμε τον ήχο που θα κάνει η πέτρα όταν φτάσει στη θάλασσα...

Μπλουμ! «Ω! Αρκετά μακριά!», μου λες γελώντας. «Έχεις δύναμη λοιπόν». Χαμογελώ και σε κοιτώ. Με κοιτάς κι έρχεσαι πιο κοντά μου. Τα δευτερόλεπτα κυλούν και δε λέμε ούτε λέξη. Μιλούν μόνο τα κύματα. Μες στο απόλυτο σκοτάδι, μες στην απόλυτη σιωπή μας, έχω ξεχάσει πια με τι ακριβώς μοιάζουμε, έχω ξεχάσει πού είμαστε, τι μέρα είναι σήμερα, τι ώρα, έχω ξεχάσει πότε ήρθαμε εδώ, πώς, γιατί. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο χτύπος της καρδιά μου, είναι η λάμψη των ματιών σου, είναι η ανάσα σου δίπλα στη δική μου, είναι το χέρι σου μέσα στο δικό μου. Κι αυτή η απόσταση μεταξύ μας που όλο και μικραίνει και δεν ξέρω πια ποια είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ