Κορίτσι ερωτεύεται αγόρι: η ιστορία τους

Κορίτσι ερωτεύεται αγόρι: η ιστορία τους Facebook Twitter
2

-Είναι χαζό, λέω μορφάζοντας.

Νιώθω άγχος και ενθουσιασμό μαζί, ανακατεμένα.

Η Ελένη ξεφυσάει αγανακτισμένη. Έχει βαρεθεί να το ακούει αυτό.

-Ε κάνε κι εσύ μια φορά στη ζωή σου κάτι χαζό, κορίτσι μου! μου φωνάζει, αλλά ξέρω ότι μου φωνάζει με αγάπη.

Ετοιμαζόμαστε όλοι για μπάνιο κι εγώ με την Ελένη έχουμε κλειστεί στο δωμάτιο που κοιμάμαι με τις δίδυμες για να ντυθούμε, αλλά κυρίως για να πούμε για το Σπύρο.

Βάζω αντηλιακό και το σώμα μου και τα χέρια μου μυρίζουν καρύδα και οι τσάντες μας μυρίζουν αρμύρα. Η πόρτα ανοίγει διστακτικά, η Σωτηρία ρίχνει μια ματιά μέσα.

-Έτοιμες;

Κατεβαίνουμε όλες μαζί και η Βάσια με τα αγόρια μας περιμένουν στην αυλή. Το βλέμμα μου ψάχνει αμέσως στο Σπύρο και με κοιτάζει κι εκείνος και αναστατώνομαι λίγο. Νιώθω το πρόσωπό μου να κοκκινίζει και σκύβω, μαζεύοντας τα μαλλιά μου.

Η Ελένη γλιστράει με μια πιρουέτα στην αγκαλιά του Αντρέα και του δίνει ένα πεταχτό φιλί. Γυρίζει σ' εμάς, με το χέρι του γύρω από τη μέση της.

-Πάμε όπως συνήθως;

Είμαστε οχτώ και έχουμε δύο αμάξια και πρόγραμμα, για να μη χάνουμε κάθε φορά δέκα λεπτά να αποφασίσουμε ποιος θα πάει πού. Ο Αντρέας οδηγεί το ένα, παίρνει την Ελένη και τις δίδυμες σήμερα, το άλλο οδηγεί ο Σπύρος και παίρνει τον Ηλία και τον Αργύρη. Κι εμένα. Τα αγόρια επιμένουν να καθίσω μπροστά, ως η μόνη κυρία, κι ο Σπύρος μου ανοίγει την πόρτα – τα μάτια μου βρίσκουν μια στιγμή τα δικά του, δε λέμε τίποτα. Βάζουμε μουσική και φεύγουμε.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που γνώρισα το Σπύρο. Την πρώτη και μοναδική χρονιά που τον είχα δει, μέχρι τώρα.

Από μικρές, περνούσαμε λίγες καλοκαιρινές μέρες εδώ, στο σπίτι της Ελένης. Η μητέρα της γεννήθηκε και μεγάλωσε στο νησί, μέχρι που ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει, κι ακόμη κι όταν παντρεύτηκε και γεννήθηκε η Ελένη, επέμενε κάθε χρόνο να έρχονται για διακοπές. Όταν ήμαστε κι εμείς αρκετά μεγάλες για να περάσουμε λίγες μέρες χωρίς τους γονείς μας, μας έπαιρναν μαζί τους, εμένα και τη Σωτηρία και τη Βάσια. Τις πρώτες χρονιές, τελευταίες τάξεις του δημοτικού, προλάβαμε τη γιαγιά της Ελένης, την κυρα-Φιλιώ, που μας έφτιαχνε γλυκό λεμόνι και ένα λικέρ από κράνα και μας άφηνε να πίνουμε λίγο μετά το φαγητό και νιώθαμε κυρίες. Όταν η κυρά-Φιλιώ έφυγε, δεν ήθελαν να αφήσουν το σπίτι να ερημώσει. Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε τα καλοκαίρια, κι εμείς και τα ξαδέρφια της Ελένης. Το νησί έγινε και για μας πατρίδα. Από εκεί έχω τις πιο φωτεινές αναμνήσεις μου, με τον πιο πολύ ήλιο.

Το καλοκαίρι της πρώτης λυκείου είχαμε μόνο λίγες μέρες για ξεκούραση, γιατί τα φροντιστήρια άρχιζαν να σοβαρεύουν. Στο σπίτι ήμαστε οι τέσσερις και ο Μηνάς και ο Γιάννης, τα ξαδέρφια, μεγαλύτεροι και οι δύο. Ήταν το πρωί που είχαμε φτάσει. Ετοιμαζόμαστε για μπάνιο και η μητέρα της Ελένης φώναξε από την αυλή ότι ήταν και ο Σπύρος στο νησί και να τον πάρουμε μαζί μας.

Ο Σπύρος ήταν ο μοναδικός εγγονός της γειτόνισσας και καλύτερης φίλης της κυρα-Φιλιώς, που είχε πεθάνει πριν χρόνια. Έμενε κι εκείνος στην Αθήνα, αλλά ερχόταν με τους γονείς του στο νησί τα καλοκαίρια. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος, στην ηλικία του Μηνά και πιο πολύ έκανε παρέα μ' εκείνον. Απ' ό,τι κατάλαβα, δεν είχε άλλους φίλους στο νησί.

Ο Σπύρος ήταν ψηλός και κάπως ξανθός, αλλά όχι ξανθός ακριβώς. Είχε ανοιχτά μαλλιά και τα μάτια του ήταν έντονα γαλάζια – μπορεί γι' αυτό να φαινόταν πιο φωτεινός ολόκληρος. Ήταν όμορφος, αν και τότε εμένα μου άρεσε – από μακριά – ο Πάνος από το σχολείο μας και δεν έδωσα και πολλή σημασία. Όταν συστηθήκαμε, ο Σπύρος μου έδωσε το χέρι – κανένα αγόρι που ήξερα δεν το είχε κάνει αυτό. Ήταν πολύ ευγενικός, αν και δεν ασχολήθηκε πολύ μαζί μας. Πιο πολύ μιλούσε με το Μηνά. Θυμάμαι ότι μας είχε ρωτήσει για το σχολείο, τι θέλουμε να κάνουμε, τις γνωστές, γενικές συζητήσεις. Δε θυμάμαι να έμαθα τίποτα προσωπικό για το Σπύρο τότε και ούτε με πολυένοιαζε, γιατί ήμουν πολύ απασχολημένη να σκέφτομαι αφενός την κατεύθυνση και αφετέρου τον Πάνο, με τον οποίο βέβαια δεν έγινε τίποτα, ποτέ.

Ένα απόγευμα, μόλις είχαμε γυρίσει από τη θάλασσα, τα κορίτσια έκαναν μπάνιο, οι γονείς και οι θείοι της Ελένης έπιναν καφέ στη βεράντα κι εγώ μόνη μου, χάζευα τον ουρανό, μου άρεσε πάντα να ξεχωρίζω τα χρώματά του. Άκουσα μπάλα στην αυλή, κατέβηκα αφηρημένα, λες και δεν ξέρω ποιον περίμενα να δω. Ίσως τον Πάνο. Έπαιζαν ο Σπύρος με το Μηνά και γελούσαν και φώναζαν ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν ξεχώριζα. Κάποια στιγμή ο Σπύρος με είδε, κρεμασμένη στο πορτάκι της αυλής, με το μαγιό μου ακόμα και με τα αλάτια, και σταμάτησε να παίζει και δεν είπε τίποτα, μόνο με κοίταζε. Δεν ξέρω γιατί, ντράπηκα. Γύρισε κι ο Μηνάς. Έλα, Μαρίνα, μου φώναξε, θα παίξεις;

Είπα όχι, όχι, πιστέψτε με, δεν θέλετε. Γύρισα να ανέβω τη σκάλα. Είδα ότι ο Σπύρος με κοίταζε ακόμα, αλλά δεν ξαναμιλήσαμε μόνοι μας μέχρι που φύγαμε από το νησί. Την επόμενη χρονιά, η Ελένη μας ανακοίνωσε ότι ο Σπύρος είχε μπει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και ζούσε πια στην Αμερική. Δεν τον ξαναείδαμε στο νησί τα επόμενα καλοκαίρια.

Πέρασαν εφτά χρόνια και όλοι μεγαλώσαμε, μπήκαμε σε πανεπιστήμια και πια τελειώναμε και μ' αυτά. Ο Σπύρος δεν ερχόταν, αλλά η Ελένη μας μιλούσε κατά καιρούς για εκείνον, μας έλεγε νέα του και παρόλο που δεν τον ήξερα σχεδόν καθόλου, πάντα ένιωθα σαν να ήταν και δικός μου παιδικός φίλος και καμάρωνα κι εγώ με τις επιτυχίες του.

Και φέτος ο Σπύρος γύρισε.

Αυτό το καλοκαίρι ήταν μαζί μας και ο Αντρέας, το αγόρι της Ελένης ένα χρόνο και κάτι και ο Ηλίας και ο Αργύρης που ήταν φίλοι του από τη σχολή και είχαν γίνει και δικοί μας. Είχαμε περάσει όλη την ημέρα στη θάλασσα, είχαμε μαγειρέψει όλοι μαζί κι ετοιμαζόμαστε για φαγητό. Μας έπιασε μια διάθεση για ατμόσφαιρα και φάγαμε το σπίτι να ψάχνουμε κεριά. Τα αγόρια άνοιγαν το μεγάλο τραπέζι στην αυλή.

-Γιατί εννιά πιάτα; ρώτησε η Βάσια και σήκωσε το ένα πιάτο στο χέρι της.

-Για το Σπύρο, απάντησε η Ελένη πάνω από τα νησιώτικα τυριά και συνέχισε πριν προλάβουμε καλά καλά να ρωτήσουμε ότι ναι, είχε έρθει, ξέχασε να μας το πει;

Όταν ακούστηκε η φωνή του, έτρεξε κατενθουσιασμένη, είχε να τον δει τόσα χρόνια. Κατεβήκαμε όλες. Ένιωσα ένα παράλογο άγχος.

Στην αυλή, η Ελένη είχε γραπώσει το Σπύρο και τον γέμιζε συγχαρητήρια και θαυμασμό. Του γνώρισε ένα – ένα τα αγόρια, που δεν τα ήξερε και κρίμα, ο Μηνάς κι ο Γιάννης δεν είχαν έρθει φέτος. Αλλά ήμαστε όλοι εμείς.

Ο Σπύρος ήταν ευγενικός και κάπως συγκρατημένος, όπως τον θυμόμουν. Χαιρέτησε τη Σωτηρία και τη Βάσια. Εγώ στεκόμουν αμήχανα δίπλα στο τραπέζι. Καλωσήρθες, του είπα. Με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια και ένιωσα περίεργα. Ωραία περίεργα. Τόσο γαλάζια τα μάτια του, τόσο έντονα. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, του είπα, κι αμέσως το μετάνιωσα, αλλά εκείνος μου είπε σε θυμάμαι.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν τον είδα ήταν ότι έμοιαζε πολύ αμερικάνος, σαν ήρωας του Φιτζέραλντ. Κάπως έτσι φανταζόμουν τον Γκάτσμπι ή τον Ντικ Ντάιβερ, ψηλό, με όμορφα δεμένο σώμα, σχεδόν ξανθό, με γαλάζια μάτια και καθαρό πρόσωπο. Χαμογελαστός κι ευγενικός, σοβαρός και λίγο απόμακρος.

Ο Σπύρος έφαγε μαζί μας και μετά ήρθε μαζί μας για ποτό. Είχαμε πολλά να τον ρωτήσουμε, για το Πανεπιστήμιο που μας φαινόταν άλλος κόσμος, για τη ζωή στην Αμερική. Απαντούσε με υπομονή σε όλα, αν και δε μιλούσε περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν. Είχε αυτό το συγκρατημένο ύφος που μου έδινε λίγο στα νεύρα. Σχεδόν ντρεπόμουν να του μιλήσω, και την ίδια στιγμή ήθελα να μιλήσω μόνο σ' εκείνον.

Ήταν περασμένες τρεις και περπατούσαμε στα σοκάκια χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά συγκεκριμένα, δε θέλαμε να τελειώσει η νύχτα. Γελούσαμε με τη Βάσια και στριφογυρίζαμε η μία κάτω από το χέρι της άλλης και τραγουδούσαμε εντελώς παράφωνα και γελούσαμε κι άλλο. Γύρισα το βλέμμα μου με το χαμόγελο στο πρόσωπό μου, κι ο Σπύρος με κοίταζε, περπατώντας λίγο πιο πίσω μας, με τα χέρια του στις τσέπες. Έμεινα πίσω, βρέθηκα δίπλα του. Μου χαμογέλασε με το Ντικ Ντάιβερ χαμόγελό του και περπατήσαμε μαζί.

-Έχεις χρόνια να έρθεις στην Ελλάδα;

Μου φαινόταν χαζό, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να πω.

-Η τελευταία φορά που ήρθα, ήταν τα Χριστούγεννα, που γιορτάζει και ο πατέρας μου, μου απάντησε με την ήρεμη φωνή του.

Μου άρεσε η φωνή του.

-Έχω χρόνια να έρθω καλοκαίρι, διευκρίνισε.

-Αλήθεια; Γιατί;

Επέμενα βλακωδώς να μάθω για τις διακοπές του. Και συνέχιζα μάλιστα.

-Το καλοκαίρι είναι που πρέπει να έρχεσαι! Έχεις και σπίτι σε νησί, αδικαιολόγητος!

Χαμογέλασε αχνά και κοίταζε μπροστά του, τα χέρια του ακόμα στις τσέπες.

-Δεν έχεις άδικο, απάντησε αφηρημένα. Απλά ξέρεις, δουλειά, άλλα σχέδια... άφησε τη φράση του μισή.

Είχαμε φτάσει στο λιμάνι.

-Μα το καλοκαίρι...

Ήταν πολύ αργά, με είχε πιάσει το ποιητικό μου.

 ''Το καλοκαίρι είναι για Ελλάδα, για ελληνικό νησί! Για Κυκλάδες, άρχισα, με έναν ξαφνικό ενθουσιασμό και κοίταζα παντού γύρω μου, σαν να ήθελα να του πω «κοίτα, κοίτα!'' Είναι για μπλε, μπλε στα παράθυρα, μπλε στον ουρανό, μπλε στη θάλασσα, παραμιλούσα σχεδόν, γυρίζοντας στη θάλασσα, που τώρα βέβαια φαινόταν μαύρη.

Ο Σπύρος δεν είπε τίποτα, αλλά γύρισε το πρόσωπό του στο δικό μου και με κοίταξε στα μάτια με ένα χαμόγελο σχεδόν έκπληκτο.

Κοκκίνισα και χαμογέλασα κι εγώ.

-Είμαι μια ρομαντική ψυχή, βλέπεις, γέλασα.

-Είσαι, μου απάντησε.

Αυτές οι μονολεκτικές απαντήσεις καθόλου δε μου άρεσαν, μου άρεσαν όμως τα μάτια του στα δικά μου.

Για μισό λεπτό. Σου αρέσει ο Σπύρος; Ο Σπύρος; Που ζει στην Αμερική;

Περπατήσαμε χωρίς να μιλάμε για λίγο και παρατήρησα ότι δεν είχα ιδέα τι έλεγαν οι υπόλοιποι όλη αυτή την ώρα, ή αν ήταν ακόμη εκεί ή είχαν φύγει. Ήταν λίγο μπροστά μας, αλλά ήταν ακόμα εκεί. Ξαναγύρισα στο Σπύρο.

-Και η Αμερική;

-Η Αμερική, τι; μου επέστρεψε την ερώτηση.

-Ήταν αυτό που ονειρεύτηκες;

Γύρισε ξανά σε μένα με αυτό το έκπληκτο ύφος, αλλά χαμογελούσε κιόλας, οπότε ελπίζω ότι του άρεσε, κάπως.

-Μαρίνα, μου είπε. Η ώρα είναι πολύ όμορφη για τόσο δύσκολες ερωτήσεις.

-Σωστό, συμφώνησα. Βασικά, η ώρα είναι για παγωτό μηχανής. Δεν έχετε τέτοιο στην Αμερική!

Το παγωτό μηχανής είναι πάντα μια λύση.

Γέλασε. Φωνάξαμε και τους άλλους, που αναμενόμενα ενθουσιάστηκαν και φύγαμε για παγωτό μηχανής, κι ας ήταν ξημέρωμα, το ελληνικό καλοκαίρι δεν έχει ωράριο.

Ας με ξαναπει «Μαρίνα», σκεφτόμουν.

Ηλίθια. Σ' αρέσει ο Σπύρος.

Αργά το απόγευμα, φεύγουμε από τη θάλασσα με τα πόδια. Πρώτη στάση για φαγητό και μετά για παγωτό. Σε όλο το δρόμο για το σπίτι ο Σπύρος περπατάει μαζί μου. Η Ελένη μας ρίχνει κάθε τόσο κλεφτές ματιές και το βλέμμα της συναντά με της Βάσιας και χαμογελούν συνωμοτικά κι οι δύο, αλλά εγώ όλα αυτά δεν τα βλέπω, βλέπω μόνο το Σπύρο, που με κοιτάζει στα μάτια όταν του μιλάω. Είχα καιρό να νιώσω τέτοια υπέροχη αναστάτωση.

Σταμάτα, λέω στον εαυτό μου. Θα φύγει, δε θα τον ξαναδείς.

Αλλά δε θέλω να σταματήσω.

Το βράδυ μένουμε στο σπίτι. Χαρτιά, μπύρες, ελαφρώς μεθυσμένες κουβέντες για τη ζωή και τραγούδια - ο ορισμός της καλοκαιρινής νύχτας.

Νιώθω συνέχεια το βλέμμα του πάνω μου. Συνέχεια. Τα κορίτσια έχουν αρχίσει να τραγουδάνε τους στίχους τελείως λάθος, πράγμα που σημαίνει ότι αρχίζει το καλύτερο και ο Σπύρος έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Δεν τραγουδάς, μου λέει, ούτε εσένα σε βλέπω να τραγουδάς, του λέω και χαμογελάμε και κοιτάζουμε τις μπύρες μας και δεν ξέρω γιατί είμαστε τόσο αμήχανοι. Δηλαδή ξέρω γιατί είμαι εγώ αμήχανη. Θα φύγει, θα φύγει, μην ενθουσιάζεσαι.

Τελικά σηκώνει το βλέμμα του.

-Πάμε μια βόλτα;

Αμερική, Αμερική, Αμερική.

-Πάμε.

Κανείς δεν δείχνει να ξαφνιάζεται όταν σηκωνόμαστε οι δυο μας, κανείς δε ρωτάει, κανείς δεν προσφέρεται να έρθει μαζί μας. Το πρόσωπο της Ελένης είναι ένα σκέτο τεράστιο χαμόγελο.

Κατεβαίνουμε το σοκάκι ψιθυρίζοντας και γελώντας πνιχτά και στρίβουμε προς το λιμάνι. Αυτή η μεριά είναι πάντα πιο ήσυχη. Ακόμα έχει κόσμο, τον ακούμε από μακριά, μαλακούς ήχους, σαν από βάθος, πνιγμένη μουσική, φωνές, γέλια εδώ κι εκεί. Προχωράμε προς την άκρη του λιμανιού, εκεί που τελειώνει το τσιμέντο και αρχίζουν οι βράχοι. Δεν υπάρχει ψυχή εκτός απ' τους δυο μας.

Καθόμαστε σ' ένα μεγάλο βράχο, δίπλα – δίπλα. Ξεχωρίζω αμυδρά το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι. Η θάλασσα είναι μαύρη, αδιαφανής σχεδόν και για λίγο το μόνο που ακούμε είναι τα μικρά κύματα που σκάνε ρυθμικά πάνω στο βράχο μας.

Το μισό μου μυαλό φωνάζει Αμερική – Αμερική και το άλλο μισό να χαλαρώσω επιτέλους και να το ζήσω και να τον φιλήσω και ας είναι αύριο η τελευταία μας μέρα εδώ. Αγκαλιάζω τα γόνατά μου και κοιτάζω τη σκοτεινή θάλασσα.

Ο Σπύρος μιλάει πρώτος.

-Είναι η πρώτη φορά που δε θέλω να φύγω από την Ελλάδα.

Δεν ξέρω αν αυτό είναι 'ατάκα' ή κομπλιμέντο ή απλά μια σκέψη του ή αν πρέπει να απαντήσω και τι απαντάς σε αυτό χωρίς να γίνεις σαπουνόπερα, αλλά με βγάζει από τη δύσκολη θέση γρήγορα – συνεχίζει να μιλάει.

-Ίσως ακούγεται άσχημο αυτό, ή αχάριστο, ή δεν ξέρω, αλλά ζω έξι χρόνια στην Αμερική, εκεί σπούδασα, εκεί κάνω την καριέρα μου και τη ζωή μου και έμαθα να τη νιώθω σαν πατρίδα μου.

Χαμογελάει αχνά.

-Και ξέρεις, όλα αυτά τα χρόνια έλεγα ότι βρήκα αυτό που είναι για μένα. Ξέρεις, μου πήγαινε. Η μεγάλη ζωή, τα μεγάλα πράγματα, τα γρήγορα, η 'γη των ευκαιριών'. Δεν ήμουν ποτέ εύκολος στις παρέες, δεν είχα κολλητούς εδώ, δεν είμαι του «πάμε για καφέ», έτσι να βγούμε κι ό,τι να 'ναι, ένιωθα ότι δε με χωράει εδώ, ότι δεν ταίριαζα.

Και τώρα γυρίζω, μετά από χρόνια και βλέπω την Ελένη, που τη θυμάμαι πάντα μικρή, πολύ μικρή για να της δώσω σημασία κι εσάς – κι εσένα... Ξέρεις τι σκέφτομαι; Ότι ποτέ δε γνώρισα τους σωστούς ανθρώπους. Τους σωστούς για μένα. Και δεν ξέρω... Μπορεί τώρα η ζωή μου να ήταν τελείως διαφορετική.

Σταματάει για λίγο, κοιτώντας μπροστά του.

Δεν έχω ιδέα τι να απαντήσω σε όλα αυτά. Προσπαθώ να σκεφτώ κάτι έξυπνο και χαριτωμένο, αλλά το μυαλό μου δε δουλεύει. Ποτέ δε σκεφτόμουν τη σωστή ατάκα τη σωστή στιγμή, ποτέ στη ζωή μου, τα καλύτερα μου έρχονταν όταν ήταν πολύ αργά.

Νιώθω πως όλα αυτά τα χρόνια, κάτι έχανα, λέει, και κοιτάζει τη θάλασσα και μετά εμένα.

Μιλάει και σαν ήρωας του Φιτζέραλντ.

Ακόμα δεν ξέρω τι να πω, οπότε απλά παίρνω το χέρι του στο δικό μου κι εκείνος απλά χαμογελάει και φέρνει το πρόσωπό του στο δικό μου, και με φιλάει στο στόμα, απλά, και μένουμε εκεί, στο βράχο, σε ένα μεγάλο, ατελείωτο φιλί, με τα δάχτυλά μας μπλεγμένα.

Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δε με νοιάζει τίποτα. Δε με νοιάζει που τον ξέρω τόσο λίγο, δε με νοιάζει που ζει στην Αμερική, που μπορεί να μην τον ξαναδώ ποτέ, δε με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο που είναι τώρα εδώ, τα χείλη του πάνω στα δικά μου και τα κύματα πάνω στο βράχο μας. Αυτή η στιγμή, μόνο η στιγμή, που είναι τέλεια και ξέρω ότι θα τελειώσει, αλλά με νοιάζει μόνο ότι την έχω ζήσει.

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ