Και έπαιρνες τη γυναίκα μου και βγαίνατε βόλτες και της μιλούσες με τις ώρες για μουσική, για τη ζωή σου, για κρασιά, για άντρες και βγαίνατε και γνωρίζατε πολλούς και όταν η Μπέτυ γύριζε σπίτι δεν ήταν πια η γυναίκα μου, δεν ήταν η γυναίκα κανενός, έτσι έλεγε
Είναι μέσα Νοέμβρη, μεσάνυχτα. Σου γράφω για πρώτη φορά από τότε που έφυγες μόνο για να δω αν είσαι καλά. Έχει κρύο. Σταμάτησες να πίνεις; Τη μέρα που έφυγες ήσουν χάλια, εύχομαι να κατάφερες να το μειώσεις. Σε φαντάζομαι στο ζεστό σπιτάκι σου στο Λονδίνο με τις ψηλές κάλτσες σου και ένα κιμονό και φυσικά ένα ποτήρι κρασί στο χέρι να γελάς φιλάρεσκα. Μα πώς αλλιώς να σε φανταστεί κανείς! Ψάχνεις να κατασπαράξεις το επόμενο θύμα σου με το πιο διαβολικό ύφος που θα τρόμαζε και το Σατανά. Θυμάμαι την τελευταία φορά που σε είδα, φαινόσουν πολύ μεγαλύτερη από εκείνο το διαβολάκι που θυμόμουν. Όπως βλέπεις μου είναι αδύνατο να σου κρατήσω κακία παρά τα όσα μου έκανες.
Πώς να ξεχάσω τη μέρα που σε γνώρισα, ήσουν ό,τι πιο φρέσκο και γεμάτο ζωή είχα γνωρίσει. Πόσο χαίρομαι που έζησα εκείνη την τρέλα μαζί σου! Πόσο κράτησε, 6 ή 7 μήνες; Τι απίστευτη τύχη είχα που βρέθηκες στο δρόμο μου. Σε πόνεσα όμως. Τώρα το καταλαβαίνω καλύτερα από ποτέ αλλά έπρεπε να σκεφτώ την "ήσυχη" ζωούλα μου, το μέλλον μου, παιδιά, σκυλιά και μια ξύλινη κουνιστή καρέκλα δίπλα στο τζάκι. Παντρεύτηκα τη Μπέτυ αμέσως μετά. Σου στέλνει τους χαιρετισμούς της. Αλλά πώς να έκλεινα εσένα σε ένα τέτοιο κλουβί; Εσύ ήσουν μια πεταλούδα, από αυτές με τα πιο σπάνια και όμορφα φτερά, πετούσες από λουλούδι σε λουλούδι. Σε φοβήθηκα. Φοβήθηκα το πάθος μου για σένα. Πώς να το άντεχα αν με άφηνες, αν σε έκανα να αισθανθείς πλήξη δίπλα μου;
Υποθέτω πως μου λείπεις. Υποθέτω πως σε συγχώρεσα. Ακόμα δεν ξέρω.
Εμφανίστηκες μια μέρα στην πόρτα μας. Είπες ότι ήσουν η χαμένη μου αδερφή και η Μπέτυ το πίστεψε. Πώς το σκαρφίστηκες; Έφερες και φωτογραφίες και αποδεικτικά στοιχεία, έβαλες και τον πατέρα μου να τηλεφωνήσει στη Μπέτυ και να της το επιβεβαιώσει. Αχ Θεέ μου, δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πώς τα κατάφερες και τον έπεισες, όχι ότι θα ήταν δύσκολο αν πήρα το γούστο του στις γυναίκες. Έμεινες ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο σπίτι μας. Η Μπέτυ σε λάτρεψε. Εξαφάνισες όλη τη θλίψη που είχε στα μάτια της τελευταία με το μαγικό σου ραβδάκι. Πώς το κάνεις αυτό με τους ανθρώπους; Τα δε κορίτσια δε σταματούν να ρωτούν πότε θα μας επισκεφτείς ξανά. Ερχόσουν και με αγκάλιαζες, με φιλούσες δήθεν σαν αδερφή μου και κάθε φορά καιγόμουν μέσα μου από θυμό και λαχτάρα. Σε μισούσα μα ταυτόχρονα είχα πεθυμήσει τόσο τη γεύση σου και την υφή σου που φλέρταρα κάθε τόσο με την τρέλα. Και πώς να σε έδιωχνα, τι να έλεγα στη Μπέτυ; Με αυτή τη γυναίκα σε απατούσα μισό χρόνο; Δεν ήξερα τι ήταν χειρότερο.
Ήθελες την εκδίκησή σου. Δεν είχες κι άδικο. Σου είχα πει ψέμματα, για τους πρώτους 4 μήνες της απίστευτης σχέσης μας, δεν είχες ιδέα για τη Μπέτυ και όταν έμαθες σου είπα πως θα τη χώριζα αλλά σε 4 μήνες την παντρεύτηκα και δεν άργησαν να έρθουν στον κόσμο οι κόρες μας.
Ξέρεις η Μπέτυ κυκολφορεί συχνά γεμάτη ενθουσιασμό με το φουλάρι σου που λέει ότι της το χάρισες. Το φουλάρι σου. Τώρα ξεθώριασε... Αγαπώ τη γυναίκα μου αλλά το φουλάρι σου αργοπεθαίνει πάνω της. Το άφησες και αυτό για να με βασανίσεις αφού το έλουσες με το άρωμά σου, για να με σκοτώνεις μέρα με τη μέρα. Υπάρχει ακόμα η μυρωδιά σου στο χώρο. Δεν μου λείπεις ούτε και σε συγχωρώ. Για 3 ολόκληρους μήνες με βασάνιζες. Σαν κάθε πρωί να έσκιζες και λίγο από το δέρμα μου. Καλύτερα να με σκότωνες. Και κάθε φορά που έπινες έτρεμα πως πάνω στη ζάλη σου θα τα έλεγες όλα, αλλά τίποτα. Έπαιξες το ρόλο σου τέλεια και έφυγες ένα βράδυ που είχες πιει πολύ. Πίνεις ακόμα μικρή, σωστά;
Και έπαιρνες τη γυναίκα μου και βγαίνατε βόλτες και της μιλούσες με τις ώρες για μουσική, για τη ζωή σου, για κρασιά, για άντρες και βγαίνατε και γνωρίζατε πολλούς και όταν η Μπέτυ γύριζε σπίτι δεν ήταν πια η γυναίκα μου, δεν ήταν η γυναίκα κανενός, έτσι έλεγε. Και εσύ γελούσες και με κοιτούσες με εκείνο το βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ούτε στις επόμενες δέκα ζωές. Πόσο πιο πολύ να με εκδικηθείς;
Και έφυγες εκείνο το βράδυ, σε πήγα στο αεροδρόμιο και η μόνη κουβέντα που είπες στο δρόμο ήταν ότι με αγαπούσες ή τουλάχιστον αυτό θέλω να θυμάμαι...
Φυσικά και μου λείπεις, φυσικά και σε συγχωρώ. Και αν τώρα σε έβγαζε ο δρόμος από εδώ ωραία θα ήταν να έλεγες ένα γεια. Η εχθρός σου κοιμάται και εγώ είμαι στο σαλόνι και περιμένω να δω την κομψή σιλουέτα σου να διαγράφεται στα τζάμι.
Ειλικρινά δικός σου...