Βασανίζομαι. Στον τοίχο του δρόμου, στον τοίχο του facebook. Στο διπλανό αμάξι, στο διπλανό σπίτι, στο διπλανό παγκάκι. Όλοι βασανίζονται σε μια προσπάθεια (;) να αλλάξουν. "Να πάνε μπροστά". Μία ολόκληρη χώρα βαδίζει στο κενό, μεταβαίνει από τη δουλειά στο χόμπι και επαναπαύεται σε ένα σύνθημα τζόγου. Αφενός γιατί "πάμε μπροστά" και "πάμε στοίχημα", δεν είναι παρά ένα προποτζίδικο δρόμος κι αφετέρου γιατί το εν λόγω προποτζίδικο έχει περισσότερες επισκέψεις από όσα ακίνητα έχει η Εκκλησία. Και κάπως έτσι, το χόμπι που λέγαμε, γίνεται χόμπιτ με αγανακτισμένες ερμηνείες, εξαθλιωμένα σκηνικά κι ένα σκηνοθέτη- φάντασμα σε ρόλο εργοδότη.
Όλοι αναζητούν το φταίχτη. Εκείνον που "τα έφαγαν μαζί". Εκείνον που τώρα δεν μπορεί να τους βολέψει σε μια δουλίτσα. Αυτή η δουλίτσα, όμως, είναι το πρόβλημα. Αυτή η καλοβολεμένη δουλίτσα. Δεν ενδιέφερε και πολλούς τι αντικείμενο θα είχε, αρκεί να ήταν δουλίτσα. Δουλίτσα στα ελληνικά της μεταπολίτευσης είναι αυτή που κάθεσαι και πληρώνεσαι ή ακόμα καλύτερα, πληρώνεσαι για να κάθεσαι. Με έμαθαν, σε έμαθαν, τους έμαθαν να ζούμε ως άχρηστοι. Και τώρα; Τώρα τι; Πρέπει να γίνουμε χρήσιμοι και μας κακοφαίνεται. Είναι πράγματι κομματάκι βαρύ. Αλλά αυτό είναι η δική μας κρίση. Το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό. Δεν είναι ταξικό. Δεν είναι καν, συνειδησιακό. Το πρόβλημα είναι ότι από εδώ και πέρα, πρέπει η δουλίτσα, να γίνει δουλειά.
Ερμού, αργά το βραδάκι. Ένα αυτοκίνητο στρίβει κι ένα μηχανάκι παραλίγο να έρθει σε επαφή με τα κολωνάκια του Αβραμόπουλου- τι μου θύμισα τώρα. Το μηχανάκι δεν πέφτει. Επιταχύνει. Το φανάρι, ανάβει κόκκινο. Το αυτοκίνητο κοκκαλώνει κι ο οδηγός από το μηχανάκι πλησιάζει το παράθυρό του. Θα τον βρίσει, σκέφτομαι- σιγά που θα έπεφτα μέσα. Ο μηχανόβιος αρχίζει να χτυπάει με μανία το τζάμι του αυτοκινήτου. Ο οδηγός παγώνει. Περνάει με κόκκινο. Το μηχανάκι τον ακολουθεί. Τρέχει ξωπίσω του. Τον καταδιώκει. Τον έφτασε; Δεν το ξέρω. Μιας και δεν είχα ντόνατς είπα να μην κάνω τον ντετέκτιβ. Οι υπότιτλοι του συμβάντος; Νεύρα και αδιαφορία. Αδιαφορία και νεύρα. Ξεσπάμε σε τζάμια. Καίμε αυτοκίνητα. Πληγώνουμε ανθρώπους. Το θέμα μας δεν είναι η ουσία αλλά το δίκιο μας. Το κούτελο το καθαρό. Ποιο κούτελο, μαντάμ; Ο Βασιλάκης Καΐλας της Ευρώπης έχουμε γίνει και μας νοιάζει αν το κασελάκι μας θα είναι Luis Vuitton. Για το μηχανάκι, το πρόβλημα ήταν που το αυτοκίνητο πήγε να τον πετάξει κάτω. Ούτε κατά διάνοια να σκεφτεί την προοπτική αυτό να του γίνει ένα καλό μάθημα έτσι ώστε ο ίδιος να δείχνει περισσότερη προσοχή. Όχι. Η λύση ήταν να "πέσει" στο επίπεδο να ασκήσει βία σε κάποιον άγνωστο, μεσάνυχτα στη μέση του δρόμου. Αυτή είναι η λύση για όλα. Να το παίξεις μάγκας και νταής. Κάπως έτσι δρα και ο Έλληνας ψηφοφόρος. Πάει και ψηφίζει με τη λογική ότι οι άλλοι θα τον προσέξουν κι αν δεν το κάνουν; Πάει και τους σπάει τα τζάμια. Τους καίει τα αυτοκίνητα. Και όλα αυτά μέσα σε ένα ωραιότατο φόντο δημοκρατίας και αλληλεγγύης πειραγμένο σε instagram και ανεβασμένο σε facebook. Αν η ψήφος ήταν like, τότε το comment "άσε μας κουκλίτσα μου", ταιριάζει γάντι- κίτρινο, για ευνόητους λόγους. Εδώ και τριάντα χρόνια έχουμε τους ίδιους οδηγούς στη Βουλή και τους χτυπάμε τα τζάμια για να συμμορφωθούν. Τους βάλαμε εκεί μέσα να τους κάνουμε γυμνάσια.
Μάθημα πρώτο: "Πώς να παίρνετε μίζες".
Μάθημα δεύτερο: "Πώς να τις εμφανίζετε ως ευεργεσία για τη χώρα".
Ο Κωστάκης, του Γιωργάκη, ω, Αντωνάκη. Φτου, και βγαίνει η Χρυσή Αυγή.
Η Ελλάδα δεν είναι παρά η χώρα του χρυσού κλουβιού. Χάρισε στους πολίτες από ένα χρυσό κλουβάκι σε αντάλλαγμα τα φτερά τους. Η συμφωνία αυτή, θα ήταν δίκαιη εάν είχαμε δώσει τα φτερά του Ίκαρου. Εδώ μας ήρθε να γίνουμε τίμιοι, και δώσαμε τα κανονικά. Εκείνα της ψυχής. Εκείνα της θέλησης. Εκείνα της ελπίδας. Το πρόβλημά μας δεν είναι ο φόβος μήπως και χάσουμε το βόλεμά μας. Το πρόβλημά μας είναι ότι θεωρούμε μάταιο να βγούμε από το κλουβί μας τώρα που δεν έχουμε φτερά για να πετάξουμε. Μπορεί και να μη χρειάζεται όμως, να πετάξουμε. Μπορεί να αρκεί να αποκτήσουμε "καλό προσανατολισμό". Μνημονεύοντας τον Όσκαρ Ουάιλντ όμως: "Όλοι ζούμε στους υπονόμους, μερικοί από εμάς όμως, κοιτάνε τα αστέρια".
-Κλείνω τώρα, τα λέμε αύριο.
Ένα πλήκτρο. "Τέλος", νομίζω το λένε. Κάποιος, το πατάει και συνεχίζει τη μέρα του. Κάποιος άλλος, κοντοστέκεται και το κοιτάει. Το είπε. Πράγματι, το άκουσα κι εγώ, το είπε: "Κλείνω, τα λέμε αύριο". Είπε ίσως την πιο συνηθισμένη έκφραση της καθημερινότητας του, κι όμως, αυτή τη φορά, το "τώρα", του φαίνεται αδίστακτο. Το "αύριο", ανούσιο. Έκλεισε, ναι. Όπως όλα, γύρω του, κλείνουν. Είναι κάποιος, ναι. Όπως όλοι, γύρω του, γίνανε κάποιοι.