Παρασκευή 7:30 μ.μ., σε κατάστημα καλλυντικών
Μπήκα να πάρω make-up και βρέθηκα να κάθομαι στην καρέκλα δίπλα από το σταντ με τα καλλυντικά, έτοιμη για make-over. H κυρία που με βάφει είναι βαμμένη κάπως τρομακτικά και κραδαίνει ένα παράξενο προϊόν πάνω από το κεφάλι μου («Είναι υγρή σκιά με κομματάκια γκλίτερ που στερεοποιείται με πούδρα»), κι όπως σκύβει από πάνω μου για να μου βάψει το στόμα προσέχω πως η αναπνοή της μυρίζει καφέ. Στο βάθος ακούω την κουβέντα δυο κοριτσιών που δουλεύουν στα αρώματα («Έχει πανσέληνο στο ζώδιό σου, Αμαλία, κορίτσι μου» «Ιιιι, μην το λες αυτό, εμένα τότε μου συμβαίνουνε τα κακά»). Όταν τελειώνει, κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Μοιάζω σαν κακιά αλεπού με μπορντό τριγωνική σκιά στα μάτια και φούξια κραγιόν.
Σάββατο 2:30 μ.μ., σε ταξί στη λεωφόρο Κηφισίας
Πάω προς την Κηφισιά - έξω χιονίζει ασταμάτητα. Ο ταξιτζής έχει κρεμασμένες φωτογραφίες άσχημων καλογριών (φασκιωμένων και με γένια), παπάδων και αγίων ανάμεσα σε χοντρά κομποσκοίνια που κουνιούνται ρυθμικά μπρος από το τζάμι. Μου εκμυστηρεύεται ότι σήμερα δουλεύει γιατί χτες το βράδυ έφαγε τα λεφτά του μήνα στον Δημήτρη Μητροπάνο( «έκανα μεγάλη ζημιά»). Έχουμε κολλήσει στο μποτιλιάρισμα για τα καλά. Στο ύψος του Μαρουσιού, λίγο πριν την πεζογέφυρα, χαζεύω το άγαλμα του Σπύρου Λούη. Δεν έχω ίδεα πώς έμοιαζε ο Σπύρος Λούης, αλλά έτσι όπως τον έχουνε κάνει, μικροσκοπικό και χαρούμενο, θυμίζει φλούφλη πρωταγωνιστή σε παλιά ελληνική ταινία που ακούει στο όνομα Ντιντής ή Μικές, ειδικεύεται στα χειροφιλήματα και φοράει μεταξωτά φουλάρια (σαν τον Κούλη Στολίγκα). Ευτυχώς, ο ταξιτζής με επαναφέρει στην πραγματικότητα - λίγο έξω από το χιονισμένο Ζηρίνειο μου λέει ότι στην αυλή του έχει δυο ροτβάιλερ «γιατί είναι οι καλύτεροι φύλακες».
Σαββατο 3:15 μ.μ., στην Κηφισιά
Περπατάω για λίγο μέσα στο χιόνι. Φοράω και τακούνια που κάνουν κριτς-κριτς στον πάγο. Έξω από το θέατρο όλα μοιάζουν παγωμένα. Εχει μια χριστουγεννιάτικη γιορτή με τζαζ και παίζει μουσική ο αδερφός μου. Το συγκρότημα είναι ήδη στη σκηνή - κοντραμπάσο, πιάνο, τραγούδι κι ένας κλακετίστας. Η παράσταση είναι και για μικρούς και για μεγάλους. Όλη η μπροστινή σειρά είναι γεμάτη παιδάκια - αυτά τα εξωτικά όντα που θυμίζουν νάνους. Ένα παρακολουθεί την παράσταση με τη μούρη του χωμένη εντελώς σε έναν ροζ σκούφο -είναι ακουστικός τύπος μάλλον-, ένα άλλο χορεύει μόνο του τζαζ σε μια γωνία. Είναι πολύ γλυκά. «Αυτό είναι ένα πολύ παλιό τραγούδι», λέει η τραγουδίστρια για την «Άγια Νύχτα». «Τόσο παλιό όσο οι δεινόσαυροι;», ακούγεται μια παιδική φωνή στο σκοτάδι και όλοι γελάνε. Παίζουνε μερικά ακόμα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Από κάπου μυρίζει κακά - κάποιο παιδάκι πρέπει να τα έχει κάνει πάνω του. Αφού έχουν πει το «Jingle Bells», ξανακούγεται μια φωνή: «Πολύ μας άρεσε». Είναι το ίδιο παιδάκι. Κατά τη διάρκεια της παράστασης το παιδάκι φροντίζει, επίσης, να μας ενημερώσει ότι βαριέται κι ότι έχει πάει διακοπές στη Γερμανία. Κοιτάμε όλοι υπνωτισμένοι τον κλακετίστα - δεν νομίζω ότι έχω ξαναδεί κλακετίστα ζωντανά. «Πόσα παιδάκια θα ζητήσουν, άραγε, από τους γονείς τους μαγικά παπούτσια απόψε;», λέω στον πατέρα μου, που με κοιτάει με συγκαταβατικό βλέμμα (το βλέμμα του λέει «Κι εσύ, κοριτσάκι μου, όλο κάτι ζήταγες. Ξέχασες το συνθεσάιζερ Casio; Τον Αγκαλίτσα; Το πενταώροφο σπίτι της Barbie;Τον στάβλο με τα φωσφοριζέ Πόνι; Τα ρούχα της Bibi-bo; Την αυθεντική στολη Σπανιόλας;»). Όταν στο τέλος σηκώνονται όλα τα παιδάκια να πάνε στη σκηνή για το τελευταίο τραγούδι, το γνωστό παιδάκι χορεύει μόνο του περιμετρικά της σκηνής με ανοιχτά τα χέρια, ενώ χαιρετάει τη μαμά του. Σκέφτομαι πιθανά μελλοντικά επαγγέλματα: ηθοποιός, τηλεπαρουσιαστής , δημοσιογράφος.
σχόλια